Αναζήτηση στην κοινότητα
Εμφάνιση αποτελεσμάτων για τις ετικέτες 'οδηγός αγοράς'.
Βρέθηκε/αν 4 αποτελέσματα
-
Τα πιο πολυπαιγμένα, τα πιο πολυγραφημένα και χωρίς αμφιβολία τα πιο εμβληματικά όργανα στην ιστορία του ηλεκτρικού μπάσου δεν είναι άλλα από τα Precision και Jazz, αμφότερα προϊόντα της δημιουργικής ιδιοφυΐας του Leo Fender. Ένα Precision ή Jazz bass αναμφίβολα αποτελεί μια από τις πρώτες επιλογές οποιουδήποτε θέλει να ασχοληθεί με το μπάσο. Τόσο στα πρώτα του βήματα, όσο και στην εξέλιξη του. Εξάλλου και τα δύο όργανα αποτέλεσαν «weapon of choice», για πολλούς από τους κορυφαίους μπασίστες στην ιστορία της σύγχρονης μουσικής. Fender Precision bass Το Precision θεωρείται το όργανο που καθιέρωσε το ηλεκτρικό μπάσο ως έχει- είχε προηγηθεί το Model 736 Bass Fiddle της Audiovox, το οποίο όμως δεν γνώρισε επιτυχία. Το πρώτο Precision εμφανίστηκε το 1951 και είχε επιρροές από την Fender Telecaster, ως προς το headstock, τα knobs και το knobs plate. Επίσης διέθετε έναν single coil μαγνήτη. To breakthrough έγινε το 1957, καθώς το Precision επανασχεδιάστηκε στο όργανο που γνωρίζουμε σήμερα: Το όργανο πήγε πιο κοντά στην εμφάνιση μιας Fender Stratocaster- όπως είναι εμφανές από το headstock- ο μαγνήτης άλλαξε από single coil στον σήμα κατατεθέν του οργάνου split coil μαγνήτη, το pickguard άλλαξε και αυτό, ενώ παρέμειναν τα δύο controls του volume και του tone. Σε γενικές γραμμές το Precision κράτησε αμετάβλητη την «ταυτότητα» και την αισθητική του μετά το renovation του 1957. Βέβαια υπήρξαν ορισμένες αξιοσημείωτες παρεμβάσεις: Το 1959 έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνιση τους οι rosewood ταστιέρες, που αντικατέστησαν τις maple. Αυτό το trend διατηρήθηκε για κάποιο διάστημα επί των ημερών που η Fender είχε περάσει στην ιδιοκτησία της CBS, αλλά από τα τέλη της δεκαετίας του '60 τα Precision κυκλοφορούσαν τόσο με rosewood, όσο και με maple ταστιέρες. Επίσης, το 1960 το αλουμινένιο pickguard αντικαταστάθηκε με pearloid pickguard τριών ή τεσσάρων φύλων. Η κατασκευή Το σώμα των Fender Precision κατά κύριο λόγο είναι alder ή ash (το ash ήταν διαδεδομένο στα μέσα της δεκαετίας του '70), ενώ κατά καιρούς έχουν εμφανιστεί όργανα από poplar ή basswood. Βέβαια σε φθηνές σειρές, όπως η Squier, εκεί έχει χρησιμοποιηθεί μια μεγάλη γκάμα ξύλων. Το μπράτσο είναι maple, ενώ το όργανο κυκλοφορεί με ταστιέρες maple ή rosewood- σε σπάνιες περιπτώσεις έχει χρησιμοποιηθεί pau ferro. O μαγνήτης είναι ο split coil passive humbucker, τοποθετημένος προς το μέσο του σώματος και τα controls είναι δύο, ένα volume και ένα tone. Τα κλειδιά είναι οι «κλασικές πεταλούδες» της Fender σε διάταξη 4 in line και ο καβαλάρης είναι ο (επίσης κλασικός) low mass της Fender. Τα μοντέλα Σε γενικές γραμμές όταν μιλάμε για Precision, παραδοσιακά το μυαλό μας πηγαίνει στο τετράχορδο, passive split coil όργανο. Όμως, λίγο οι ανάγκες των παικτών, λίγο οι ανάγκες του marketing (μιλώντας για την Fender) και στην αγορά κυκλοφορεί ένας «καταιγισμός» μοντέλων- με πολλά από αυτά να ξεφεύγουν από το αρχικό design: Υπάρχουν πεντάχορδα P basses, όργανα P/J (που συνδυάζουν τον split coil μαγνήτη με έναν jazz μαγνήτη), Precision με active μαγνήτες, με έξτρα ηλεκτρονικά, signature μοντέλα, καθώς και reissue μοντέλα που αναπαράγουν τις ημέρες του ένδοξου παρελθόντος του Precision. Money wise, οι τιμές για ένα Squier Affinity P/J αρχίζουν από 250 ευρώ για να ξεπεράσουν τις 5.000 για ένα όργανο από το custom shop της Fender. To mojo Το Precision θεωρείται ως ένα από τα κατεξοχήν «ανδρικά» μπάσα. Σε αυτό συνηγορεί το «μπαμπάτσικο» C shape μπράτσο του- που κατά τους πολέμιους του χαρακτηρίζεται ως «ρόπαλο». Και βέβαια το Precision είναι το απόλυτο "πενόμπασο», καθώς ο ήχος του παιξίματος με πένα σε αυτό (και με ανοιχτό το tone), είναι απλά μοναδικός. Precision έχει περάσει από τα χέρια πολλών και μη εξαιρετέων, ενδεικτικά αναφέρουμε τους James Jamerson, Pino Palladino, Sting, Steve Harris, Roger Waters, Tony Franklin, Karol Kaye, Donald "Duck" Dunn και πολλών άλλων. Fender Jazz Bass To Jazz Bass δημιουργήθηκε από τον Leo Fender, σχεδόν μια δεκαετία μετά την εμφάνιση του Precision (το 1960), καθώς οι μουσικοί χρειαζόντουσαν ένα πιο «ευέλικτο» μπάσο. Το σώμα δανείστηκε στοιχεία από τις Jaguar και Jazzmaster αλλά οι ουσιαστικές διαφορές εστίασαν στους μαγνήτες και το μπράτσο: Το JB έφερε δύο single coil μαγνήτες, ενώ το C shape μπράτσο του ήταν πιο λεπτό σε σχέση με αυτό του Precision. Αυτά τα δύο features το έκαναν ιδιαίτερα αγαπητό στους μπασίστες- και ιδιαίτερα λόγω των δύο μαγνητών που το καθιστούσαν πολύ πιο παραμετροποιήσιμο στον ήχο. Από το 1960 ως το 1961 τα JB είχαν δύο stack knobs, με το κάθε ένα από αυτά να είναι volume και tone για τους μαγνήτες. Έκτοτε κυκλοφορούν αμετάβλητα με τη διάταξη που υπάρχει έως τις ημέρες μας, δηλαδή με δυο volume knobs (ένα για κάθε μαγνήτη) και ένα tone. Μια από τις πιο ουσιαστικές διαφοροποιήσεις στη σχεδίαση τους, συνέβη στις αρχές της δεκαετίας του '70, όταν ο πίσω μαγνήτης τοποθετήθηκε 10 mm πλησιέστερα στη γέφυρα (σε σχέση με τα προϋπάρχοντα μπάσα). Σύμφωνα με ορισμένες απόψεις, αυτό είχε αποτέλεσμα έναν πιο bright ήχο. Όσον αφορά τα ξύλα, τα Jazz Bass ξεκίνησαν με σώματα alder, κάτι που διατηρήθηκε ως τις αρχές της δεκαετίας του '70 όπου παρουσίασε όργανα από ash. Μάλιστα από τα μέσα των 70's η πλειοψηφία των JB ήταν ash με τα συγκεκριμένα όργανα να είναι «διαβόητα» για το βάρος τους. Φυσικά στις μετέπειτα δεκαετίες και στον «καταιγισμό» μοντέλων που ακολούθησε, ιδιαίτερα στις φθηνότερες Squier σειρές, χρησιμοποιήθηκε μια πλειάδα ξύλων. Στις ταστιέρες το rosewood αποτελεί το σημείο αναφοράς. Βέβαια τα JB κυκλοφορούν και με maple ταστιέρες, με το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό να πρωτοπαρουσιάζεται τη δεκαετία του '70, σε όργανα που είχαν σώμα ash. Η κατασκευή Το σώμα των Jazz bass είναι κατά κύριο λόγο alder ή ash. Όπως αναφέρθηκε σε φθηνές σειρές, όπως τα Squier, έχουν χρησιμοποιηθεί ξύλα όπως, poplar, nyatoh, agathis και αρκετά άλλα. Το μπράτσο είναι maple, ενώ το όργανο κυκλοφορεί με ταστιέρες maple ή rosewood- σε σπάνιες περιπτώσεις στο παρελθόν έχει χρησιμοποιηθεί pau ferro κυρίως σε signature μοντέλα, αν και εσχάτως χρησιμοποιείται pau ferro και σε μοντέλα ευρείας κατανάλωσης. Oι μαγνήτες είναι δύο single coil passive, τοποθετημένοι σε απόσταση 100 mm μεταξύ τους (από τα '70s) και τα controls είναι τρία- δύο volume και ένα tone. Τα κλειδιά είναι οι «πεταλούδες» της Fender σε διάταξη 4 in line και ο καβαλάρης είναι ο low mass της Fender. Τα μοντέλα Τα «παραδοσιακά» μοντέλα είναι δύο: Alder/ rosewood και ash/maple. Όμως και εδώ υπάρχουν «υποκατηγορίες», με πεντάχορδα μοντέλα, signature μοντέλα, μπάσα με active μαγνήτες, με high mass γέφυρες κλπ. Ένα enty level όργανο- ένα Squier Affinity- κοστίζει στην αγορά περί τα 250 ευρώ, η τιμή για ένα μεξικάνικο JB κυμαίνεται γύρω στα 1.000 ευρώ, ενώ για ένα αμερικάνικο όργανο ξεκινάει από τα 1.350 ευρώ. Από εκεί και πέρα, όρεξη (και χρήμα) να έχει κάποιος να πληρώνει, καθώς υπάρχει μια γκάμα οργάνων (από το custom shop της Fender), με τιμές που μπορεί να ξεπεράσουν και τις 8.000 ευρώ. Το mojo To Jazz Bass πέρασε από τα χέρια «τιτάνων» του μπάσου. Αυτοί το «απογείωσαν» και το όργανο τους το ανταπόδωσε με τον trademark ήχο του. Πρώτος και καλύτερος ο Jaco Pastorius, που με το (άταστο) JB του αποτέλεσε το σημείο αναφοράς για γενεές μπασιστών που ακολούθησαν. Παίκτες όπως οι Geddy Lee, Victor Bailey, Greg Lake, Marcus Miller, Noel Redding, John Paul Jones, Steve Bailey, για να αναφέρουμε ορισμένους, μεγαλούργησαν με ένα Jazz Bass. Αυτός ο συνδυασμός ηχητικής ευελιξίας και "εύκολου" μπράτσου, κατέστησαν το Jazz Bass απόλυτη επιλογή για τους απανταχού μπασίστες, ασχέτως των δεξιοτήτων τους.
-
τύμπανα Το ξύλινο κέλυφος των ακουστικών drumsets
rockdrum δημοσίευσε ένα άρθρο @ Τύμπανα και Κρουστά
Διαβάστε τα χαρακτηριστικά των ξύλων που χρησιμοποιούμε στα τύμπανα μας και κάποιοι δεν τα ξέρουμε. Έτσι πηγαίνοντας σε ένα μουσικό οίκο και ο πάντα ευχάριστος και εξυπηρετικός υπάλληλος μας εξηγεί από τι είναι φτιαγμένο το set που ζαχαρώνουμε, να ξέρουμε εν μέρει γιατί έχει αυτή την αξία και τι ήχο βγάζει αλλά και πιο είδος μουσικής του ταιριάζει. Ο ήχος που παράγεται από τα τύμπανά μας δεν είναι μόνο αποτέλεσμα του ξύλου που έχουμε επιλέξει. Ο ήχος επηρεάζεται από το είδος των μετάλλων, π.χ. κλειδιά στεφάνια και το πώς δένονται μεταξύ τους, ποιότητα δερμάτων, κούρδισμα μονώσεις ανάμεσα στα μέταλλα και στο κέλυφος που έρχονται σε επαφή και άλλα. Γενικά τα λεπτά κελύφη παράγουν ποιο ανοικτό ήχο ενώ τα παχύτερα ποιο στεγνό. Επίσης παίζει ρόλο αν μέσα στα τύμπανα υπάρχουν πρόσθετες ξύλινες στεφάνες (counter hoops), οι οποίες δίνουν ποιο θερμό ήχο και ελέγχουν την αντήχηση. Τέλος άλλοι υποστηρίζουν ότι το ξύλο αποδίδει καλλίτερα περασμένο μόνο με λάδι. Άλλοι προτιμούν το βερνίκι και άλλοι όπως όλοι γνωρίζουμε επενδύουν το κέλυφος με πλαστικό διαφόρων χρωμάτων. Όλα είναι σχετικά και για όλα υπάρχουν αποδεκτές απόψεις. Ξύλα όπως: Albasia falkata χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατα του maple (κελεμπέκι), γιατί έχουν καλό φινίρισμα και είναι φθηνότερα σε τιμή. Παράγουν πριμαριστό τόνο και χρησιμοποιούνται κυρίως στην εσωτερική επένδυση των τυμπάνων. Maple ή κελεμπέκι: Σκληρό ξύλο, με ζεστό τόνο, που παράγει σχεδόν πολυφασματικές συχνότητες κυρίως όμως αποδίδει πολύ καλές χαμηλές. Για να αποδώσει τα μέγιστα το δένδρο θα πρέπει να είναι κάποιας ηλικίας και να έχει αναπτυχθεί αργά και σε ευθεία ύψους, ενώ οι κύκλοι του δένδρου θα πρέπει να είναι ομόκεντροι. Είναι το ξύλο που προτιμούν οι περισσότεροι ντράμερ, ιδίως στο ταμπούρο. Mahogany ή μαόνι: Το πραγματικό μαόνι Αμερικής ή Ονδούρας δίνει 20% αύξηση των χαμηλών συχνοτήτων, σε σύγκριση με το κελεμπέκι. Στις μεσαίες και υψηλές συχνότητες, είναι σχεδόν το ίδιο αλλά επειδή έχει αυτή την αύξηση 20% στις χαμηλές από το κελεμπέκι, είναι ακόμα ποιο «ζεστό». Το μαόνι Ονδούρας είναι σπάνιο και το 99% των set που κυκλοφορούν είναι από μαόνι Φιλιππίνων. Birch ή σημύδα: Σκληρό και ανθεκτικό ξύλο, με ανοιχτόχρωμη απόχρωση, που δουλεύεται καλά. Χάνει περίπου 10% σε χαμηλές συγκρινόμενο με το καλεμπέκι και έχει +20% αύξηση στις υψηλές, ενώ σε μεσαίες είναι περίπου τα ίδια. Έτσι, τα τύμπανα από σημύδα, γενικά ποιο σκληρά σε ήχο. Είναι ένα είδος που χρησιμοποιήθηκε πολύ σε στουντιακά σετ, ιδίως στα τέλη του ΄60, λόγω του ότι τα τύμπανα που θα πέρναγαν στην εγγραφή έπρεπε να ήταν δυνατά σε ήχο. Το beech (οξυά) μοιάζει με αυτό και θεωρείται ξύλο που ταιριάζει σε «φωνακλάδικες» drums. Poplar ή λεύκα: Φθηνότερο ξύλο από τη σημύδα και το κελεμπέκι. Χρησιμοποιείται συνήθως στο εσωτερικό του κελύφους σε φύλλα, ως απομίμηση ακριβότερων ξύλων. Ακούγεται κυρίως σαν σημύδα, ή μαόνι και λιγότερο σαν καλεμπέκι. Basswood ή φιλύρα: Καλό σκληρό αλλά φθηνότερο ξύλο, που μιμείται το κελεμπέκι ή για μερικούς το μαόνι. Υπάρχει αρκετό σε αφθονία με αποτέλεσμα να μπορούν οι κατασκευαστές να ρίχνουν την τιμή. Χρησιμοποιείται κυρίως ως πυρήνας των φύλλων του κελύφους και δίνει λίγο περισσότερες χαμηλές, γι’ αυτό σε μερικούς θυμίζει μαόνι. Lauan: Προέρχεται από τις Φιλιππίνες, Μαλαισία και Ινδονησία από διάφορες ποικιλίες δένδρων που μοιάζουν με το Αμερικανικό μαόνι. Σε μερικούς ο ήχος του μοιάζει με σημύδα και καθόλου με μαόνι, δηλαδή σχεδόν το αντίθετο απ’ ότι περιμένουμε να ακούσουμε από αυτή την επιλογή για τα τύμπανά μας και εδώ χρειάζεται προσοχή από ποιο πραγματικά ξύλο είναι κατασκευασμένα. Υπάρχουν και πολλοί άλλοι συνδυασμοί ξύλων, αλλά και ήδη αυτών, τα παραπάνω όμως είναι τα κυριότερα. Σε άλλο άρθρο, ίσως αναφέρω και για άλλα ήδη μετά από σχετικό ψάξιμο και μετάφραση. Γενικότερα, το maple δεν είναι κατάλληλο για να το χρησιμοποιούμε σε σκληρή μουσική, όπως Heavy, Hard Rock κ.λ.π. Εκεί θέλει μικρόφωνο και παρέμβαση από την κονσόλα. Βέβαια αν ξέρουμε από καλό κούρδισμα και γενικά στήσιμο του set, είναι ιδανικό για τη Rock μουσική, αλλά όχι για καφροπαίξιμο. Αν τώρα παίζουμε Heavy και βάλε, το καλύτερο είναι να πάρουμε drums από Birch ή beech ή συνδυασμό με maple στα ενδότερα φύλλα. Πολλοί κατασκευαστές χρησιμοποιούν maple σε πολλά φύλλα και στο τελευταίο για ποιο δυνατό ήχο των τυμπάνων, βάζουν ένα φύλλο σημύδας. Έτσι το set γίνεται λίγο ποιο all around. Μερικοί κατασκευαστές, χρησιμοποιούν το basswood ή άλλο φθηνότερο ξύλο, π.χ. σε 4 φύλλα και κοτσάρουν ένα μαόνι ή maple στο τέλος για να δοθεί στο set μια ποιο ποιοτική ηχητική χροιά. Προσέξτε όταν ψάχνετε αυτού του είδους τα set. Δεν είναι τα φθηνότερα, αλλά είναι χαμηλού κόστους παρόλο που αναφέρουν κάπου ότι περιέχουν maple. Δεν είναι όμως all maple. Γενικά ζητάτε προσπέκτους από το κατάστημα για να σιγουρευτείτε από τι είναι φτιαγμένη η κούκλα σας, εφ όσον αυτό είναι δυνατό. Και το κυριότερο, πάρτε ότι σας αρέσει, όχι ότι σας λένε, (αρκεί να ξέρετε τι έχετε και γιατί το πήρατε) και να είστε υπερήφανοι γι΄ αυτό! Rockdrum-
- ντραμς
- ξύλα τυμπάνων
-
(και 1 περισσότερα)
Ετικέτα με:
-
Γενικά πρέπει να γνωρίζουμε πως κανένα πιατίνι δεν είναι ακριβώς ίδιο με το αντίστοιχο της ίδιας σειράς του. Επίσης δεν σημαίνει πως αφού ακούσαμε κάποιο καλό ήχο από ένα συνάδελφο, και αποκτήσαμε τα ίδια πιατίνια, θα έχουμε κι εμείς τον ίδιο ήχο και αποτέλεσμα. Οπωσδήποτε θα πρέπει να έχουμε στο νου μας, κατά πόσο θα τα χρησιμοποιήσουμε με μικρόφωνα, το χώρο που θα στηθούνε, τη δυναμική στο παίξιμο, το σχήμα της κεφαλής της μπακέτας και γενικά χίλια δυο πράγματα που μπορούν να επηρεάσουν τον ήχο. Ας αρχίσουμε με κάποιες γενικές γραμμές: Μπορούμε να χρησιμοποιούμε «γρήγορα» πιατίνια, όταν παίζουμε μουσική με πολλά στοιχεία instrumental, περίπλοκα patterns και γρήγορες αλλαγές. Αυτό βοηθάει στη μίξη του κομματιού και αναδεικνύει τη μουσική. Πιατίνια με μεγάλο pick και ποιο γεμάτο ήχο ταιριάζουν σε μουσικά κομμάτια με «κενά» από τα υπόλοιπα όργανα και φτωχές αλλαγές, αφού βοηθάνε καλλίτερα στο να γεμίσει ο κενός χώρος. 1ο βήμα : Αν ήδη έχουμε πιατίνια, καλό θα είναι να πάρουμε μαζί μας το hi-hat και ένα ride στο μαγαζί που θα επισκεφτούμε. Τα πιατίνια αυτά είναι και τα ποιο βασικά σε ένα set. Είναι αυτονόητο λοιπόν να αρχίζουμε την αναζήτηση μας με αυτά ως βάση. 2ο βήμα : Καλό θα είναι να μην επισκεφτούμε το μαγαζί σε ώρα αιχμής. 3ο βήμα : Πληροφορούμε ευγενικά το κατάστημα πως θα κάτσουμε αρκετή ώρα και θα δοκιμάσουμε πολλά από τα πιατίνια που διαθέτει. 4ο βήμα : Παίρνουμε μαζί τις δικές μας μπακέτες. Ο ήχος του πιατινιού που παράγεται από το χτύπημα της μπακέτας μπορεί να επηρεαστεί κατά πολύ, αν δοκιμάσουμε πιατίνια με μπακέτες που θα μας εφοδιάσει το κατάστημα. Επίσης προσωρινά ξεχνάμε το χρηματικό ποσό. 5ο βήμα : Σειρά δοκιμής: Πρώτα ξεκινάμε από το hi-hat, έπειτα από το βασικό crash, μετά από το δευτερεύον crash και τέλος τα special effect όπως china splash κ.λ.π. Αν σκοπεύουμε να αλλάξουμε όλη μας τη σειρά καλό θα είναι να ξεκινήσουμε από μια νέα ολοκληρωμένη σειρά πιατινιών ώστε να έχουμε μια βάση και σιγά-σιγά να αλλάζουμε ή να προσαρμόζουμε άλλα. 6ο βήμα : Σύγκριση: Παίζουμε το ride μας (ή το νέο ride που έχουμε διαλέξει) και το hi-hat κι έπειτα τα υπόλοιπα. Βασικό είναι η δοκιμή να γίνεται στον ίδιο χώρο και να μην μετακινούμαστε π.χ. σε άλλο δωμάτιο του μαγαζιού. Για παράδειγμα το γυαλί που πιθανώς να υπάρχει στο χώρο, κάνει τα πιατίνια να ακούγονται καθαρότερα, δυνατότερα. Ο ανοιχτός χώρος ή εκεί όπου έχει τοποθετηθεί μοκέτα, δίνει μια πιο ζεστή χροιά στον ήχο που παράγεται καθώς και λιγότερη λαμπρότητα. Επίσης μειώνεται και ο χαρακτηριστικός συριγμός. Τώρα αναφερόμενοι στο χρηματικό ποσό, πείτε πως έχουμε καταλήξει κάπου αλλά η τιμή είναι υψηλή. Κρατάμε ως σύγκριση το πιατίνι που μας άρεσε και ψάχνουμε να ακούσουμε κάτι οικονομικότερο που μοιάζει κατά πολύ στον ήχο που συμπαθήσαμε. 7ο βήμα : Απόσταση: Αφού καταλήξαμε στο set, ζητάμε από κάποιον άλλο να χτυπήσει τα πιατίνια για να τα ακούσουμε από απόσταση. Αυτός θα είναι κατά μεγάλη προσέγγιση και ο ήχος που θα ακούει και το κοινό μας. Εδώ είναι ένα κομμάτι που πολλοί ντράμερ το παρακάμπτουν. 8ο βήμα : Εμείς και μόνο εμείς είμαστε οι τελικοί κριτές για την αγορά μας. Ο καλύτερος σύμβουλος αγοράς πιατινιών είναι τα αφτιά μας. Άσχετα αν κάποιος δίνει συμβουλές να πάρουμε το X πιατίνι, αυτό που μετράει είναι η δική μας ευχαρίστηση. Πρέπει να είμαστε ανοιχτόμυαλοι, να δοκιμάζουμε και να μην αγοράζουμε κάτι που δεν το έχουμε ακούσει. Δεχόμαστε τις γνώμες αλλά κυρίως σε ότι αφορά την ποιότητα του προϊόντος και την εξυπηρέτηση του καταστήματος. 9ο βήμα : Ηλικία: Όλα τα πιατίνια γίνονται ποιο μελωδικά και ζεστά με τον καιρό. Δεν παίζει ρόλο κατά πόσο τα καθαρίζεις ή πως το κάνεις, έτσι κι αλλιώς αυτό θα γίνει. Καλό θα είναι λοιπόν να αγοράζουμε κάτι ποιο καθαρό σε ήχο συνήθως από αυτό που μας αρέσει. Πολύ επαγγελματίες ψαγμένοι ντράμερ, ζητούν προς αγορά, μεταχειρισμένα πιατίνια γνωρίζοντας αυτή την ιδιότητα. 10ο βήμα : Προσοχή στη κούραση: Τα αφτιά κουράζονται εύκολα από το δυνατό ήχο και επηρεάζονται πολύ από τις υψηλές συχνότητες των πιατινιών. Μην πάμε να διαλέξουμε πιατίνια μετά από ασκήσεις που έχουμε κάνει, ή μετά από ένα μεγάλο νυχτερινό live! Πρέπει να δώσουμε την ευκαιρία στο αφτί να ξεκουραστεί. Ας μην παίξουμε για κάποιο μικρό διάστημα. Βασικά προσπαθούμε να μην επιμένουμε στις επιλογές και αφήνουμε το ένστικτο μας να μας καθοδηγήσει. Όσο ποιο λίγο επιμένουμε στις επιλογές πιατινιών τόσο περισσότερες θα έχουμε δοκιμάσει. Rockdrum
-
Κατ' αρχή, δεν θα ασχοληθούμε με τη μεταλλουργία, την από αρχαιοτάτων χρόνων εξέλιξή της, ούτε θα εξειδικευτούμε πέραν των πληροφοριών που θα μας οδηγήσουν στο να καταλάβουμε περίπου τι συμβαίνει με τα πιατίνια και από τι κατασκευάζονται. Αποτέλεσμα, να γνωρίζουμε καλύτερα τι ζητάμε και τι περιμένουμε, κατά τη στιγμή της αγοράς ενός ή πολλών κυμβάλων. Οι διάφορες εταιρείες, από τις παραδοσιακές Τούρκικες, τις Τουρκοαμερικανικές ή τις Ευρωπαϊκές ακόμα και τις Κινέζικες, προσπαθούν να ικανοποιήσουν το μουσικό που ψάχνει για πιατίνια, δημιουργώντας όλο και περισσότερα μοντέλα, με ποικίλους τρόπους ανάμιξης μετάλλων, κατασκευής σχημάτων, τρόπους παραγωγής και διαφήμισης της δουλειάς τους, με αποτέλεσμα να μπορέσουν πρωτίστως κατ΄εμέ, να είναι ανταγωνιστικές και εναρμονισμένες με τις σύγχρονες απαιτήσεις της μουσικής (εταιρικό κέρδος), με τη μόνη διαφορά πως αυτό για εμάς είναι ναι μεν καλό, διότι υπάρχει ποικιλία επιλογής και κόστους αλλά για πολλούς μη γνωρίζοντας τι θέλουν να πελαγώνουν και να μη ξέρουν στο τέλος τι να αγοράσουν και τι τους ταιριάζει. Έτσι παρατηρούμε στα θέματα των forum, να ζητούνται γνώμες για μοντέλα πιατινιών, στα οποία δεν υπάρχει καμία απάντηση, ή μάλλον οι απαντήσεις να είναι θέμα τύχης μια που οι αγαπητοί συνάδελφοι, δεν έχουν όπως οι περισσότεροι την ανάλογη εμπειρία για να προτείνουν κάτι, στο συγκεκριμένο ερώτημα. Ξέρετε, πως η αγορά των πιατινιών είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Ενώ σε "εισαγωγικά" ισχύει γενικότερα το ότι πληρώσεις παίρνεις, μπορεί κάποιος να έχει στην κατοχή του δίπλα στα πανάκριβα, μονάκριβά του κύμβαλα της αξίας των 300 € έκαστο, για παράδειγμα ένα φθηνό Wuhan china 18΄΄ των 60 € που θεωρεί πως αγγίζει τον τελειότερο trashy ήχο στα chinas. Είναι όλα σχετικά. Ενώ η αγορά ενός μέσου drum set μπορεί να καταλήξει να βγάζει ήχο (με τις διάφορες παρεμβάσεις) ενός ακριβού set DW, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τα πιατίνια. Ο βήχας και τα πιατίνια δεν κρύβονται (παραλλαγή). Τα πιατίνια παράγουν το καθένα τη δική του χροιά. Έχουν έντονη προσωπικότητα πάνω στο drum set μας. Μαζί με το ταμπούρο μας, δείχνουν ποιοι είμαστε και τι εκφράζουμε μουσικά. Δεν δέχονται συμβιβασμούς πειράγματα και διορθώσεις. Η επιβολή μας πάνω σε αυτά είναι ριψοκίνδυνη και η κάθε παρέμβαση είναι λίγο θέμα τύχης. Πλατειάσαμε; Λέτε; Για να δούμε πως μπορούμε να επιβιώσουμε μέσα σε αυτή τη θάλασσα εταιρειών μοντέλων και σημάτων. Τι κοινό έχουν όλες αυτές οι εταιρείες που μας βομβαρδίζουν με τις διαφημίσεις ότι έχουν τα καλύτερα πιατίνια; ΤΟΝ ΧΑΛΚΟ. Και τις παραλλαγές του!!! Ανοίγοντας ένα λεξικό θα βρείτε τις εξής μεταφράσεις για τις λέξεις: Tin = κασσίτερος Zinc = ψευδάργυρος, τσίγκος Bronze = χαλκός Brass = ορείχαλκος Copper = χαλκός Όλη η ιστορία ξεκινάει από εδώ. Τα πιατίνια φτιάχνονται από τα κράματα και τις αναμίξεις των μετάλλων αυτών. Συνήθως. Εξαίρεση αποτελούν κάποια μοντέλα συνήθως ακριβά όπου περιέχουν πυρίτιο, φώσφορο νικέλιο ασήμι ή χρυσό. Για παράδειγμα τα paiste signature περιέχουν στο κράμα τους φώσφορο. Αλλά αυτά είναι «μυστικές» φόρμουλες για το κάτι παραπάνω. Επικεντρωνόμαστε κυρίως στα προαναφερθέντα κράματα, που αποτελούν τις συνηθέστερες επιλογές μας ως προς την αγορά. Λοιπόν τα Bronze πιατίνια, είναι κράματα χαλκού συνήθως με κασσίτερο. Το όνομα της φόρμουλας που δίνουν οι εταιρείες είναι το γνωστό B. Όπου B20 έχουμε τον κασσίτερο σε περιεκτικότητα 20%, το B18 όπου έχουμε τον κασσίτερο σε περιεκτικότητα 18% και η περιεκτικότητα να κατεβαίνει ως και τα 8% σε κασσίτερο. Όσο μεγαλύτερη είναι η περιεκτικότητα, αλλά και το είδος της μεταλλοποίησης, τόσο σκληρότερο κράμα έχουμε. Χαρακτηριστικά αναφέρω πως τα 2002 της Paiste είναι B8 (Θυμηθείτε και τα B8 Sabian). Καθαρός δυνατός σκληρός ήχος. Στα B20 θυμηθείτε τα αξεπέραστα για την εποχή τους Paiste 602. Ποιο ήταν το παράπονο των ντράμερ; Σπάζανε εύκολα. Γιατί; Λόγω σκληρότητας του μετάλλου, είχαν ένα καθαρό στακάτο ήχο, αλλά ως αποτέλεσμα δεν είχαν μεγάλη ένταση (οι παλαιοί θα το θυμούνται). Έτσι σε μερικά στυλ όπου θέλαμε μεγαλύτερη ένταση και αγριάδα, τα παίρναμε στο χέρι. Τα Brass, είναι κράματα χαλκού κυρίως με ψευδάργυρο. Η περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο, είναι περίπου στο 40%. Θεωρούνται από τα φθηνότερα κράματα για πιατίνια και κατασκευάζουν από αυτά φθηνές σειρές. Παράγουν ζεστό αλλά πνιχτό ή μουντό ήχο αν συγκριθούν με τα Bronze, αλλά χρησιμοποιούνται και αυτά από πολλούς. Σε άλλους για το κόστος, σε άλλους επειδή ξέρουν τι θέλουν. Δείτε Paiste 302, Wuhan. Ενώ ανήκουν στην ίδια κατηγορία, τα Paiste αποδεικνύονται ποιο γερά, αλλά τα Wuhan ιδίως στο china δίνει ποιο πιστό trashy ήχο. Και αυτά κινδυνεύουν να σπάσουν (μάλλον να σκιστούν), αλλά από θέμα μη αντοχής όχι σκληρότητας. Η διαδικασία της γέννησης ενός πιατινιού από το εργοστάσιο ως το stand είναι απλή αλλά έχει τις παραλλαγές της. Όλα ξεκινάνε από ένα στρογγυλό σταχτί μεταλλικό δίσκο που έχει βγει από το καλούπι του κλίβανου που ανέμειξε τα μέταλλα. Αυτός ο δίσκος περίπου 20 cm διαμέτρου, περνάει από διάφορα στάδια μέχρι να ανοίξει και να φτάσει τις σωστές διαστάσεις. Η διαδικασία είναι χειροκίνητη ή ημιαυτοποιημένη. Μετά τη παραγωγή του μεταλλικού δίσκου, γίνεται μια σφυρηλάτηση, ώστε ο δίσκος να ανοίξει σε διάμετρο. Έπειτα σε πρέσα συνήθως, δημιουργείται η καμπάνα. Το πιατινοειδές, κόβεται στις άκρες στο κοφτήριο και αρχίζει να παίρνει τη φόρμα του. Σφυρηλάτηση και πάλι, ώστε να μεγαλώσει και άλλο να δοθεί η σωστή διάσταση αλλά και να βοηθηθεί ο ήχος να διαπεράσει ομαλά όλη την επιφάνεια του πιατινιού. Παρατηρούνται εδώ οι μικρές λακκούβες στη ράχη του. Η διαδικασία συνεχίζεται ώσπου να έχουμε κατά τον σφυρηλάτη τεχνίτη το επιθυμητό αποτέλεσμα. Έπειτα το τελικό στάδιο περιλαμβάνει το τελικό φινίρισμα όπου σε ένα ειδικό τόρνο ένας τεχνίτης αφαιρεί υλικό από την επιφάνεια του πιατινιού αποκαλύπτοντας τη μεταλλική λάμψη του. Οι άκρες ομαλοποιούνται ώστε να αφαιρεθούν τα γρέζια. Τέλος αν χρειαστεί, το πιατίνι γυαλίζεται συνήθως με βούρτσα και σταμπάρεται το λογότυπο. Πολλά είδη δεν γυαλίζονται και δίνονται προς πώληση κάπως ακατέργαστα. Λένε πως τα ακατέργαστα πιατίνια δίνουν ποιο βραχνό τόνο ποιο oriental ή dark. Σε άλλα λένε, περνιέται και κάποιο είδος βερνίκι για αντοχή της γυαλάδας και αποφυγή της οξείδωσης του μετάλλου. Εδώ τα πιατίνια που είναι ποιο γυαλισμένα, μας δίνουν ποιο brilliant ήχο. Τα συμπεράσματα δικά σας. Βέβαια πριν πακεταριστεί το πιατίνι ένας τεχνικός που μάλλον θα υποφέρει από τα αφτιά του, δοκιμάζει τον ήχο, έχοντας δίπλα του και το πρωτότυπο της σειράς για σύγκριση. Η διαδικασία έχει κόπο και ο κάθε σφυρηλάτης μπορεί να περάσει και ως 3 χρόνια εκπαίδευση ώστε να μπορεί να πάρει στα χέρια του την ευθύνη της παραγωγής. Να λοιπόν που ανακαλύψαμε το κοινό μυστικό της σκοτεινής βιομηχανίας των πιατινιών. Και άντε και τους ξεσκεπάσαμε, τώρα μάθαμε για τη ποιότητα και σκληρότητα όταν θέλουμε κάτι. Αλλά τα ξέρουμε όλα; Τι διαφορά έχει το βαρύ και χοντρό πιατίνι από το ελαφρύ και λεπτό; Πως θα διαλέξουμε πιατίνι που μας ταιριάζει; Πριν ασχοληθούμε και με αυτά τα ερωτήματα θα πρότεινα μια και οι περισσότεροι ασχολούμαστε με διάφορα ήδη μουσικής και η μπάντα μας παίζει διασκευές από metal ως και funk αλλά και jazz, καλό θα ήταν να διαλέξουμε κάτι ενδιάμεσο και για να ακριβολογούμε, θα έχετε δει σε πολλά πιατίνια την ένδειξη medium να αναγράφεται στη ράχη τους. Αυτό για τους νεοφερμένους κυρίως. Ας δούμε μερικά δεδομένα. Όσο ποιο βαρύ και παχύ είναι ένα πιατίνι, τόσο ποιο καθαρό και δυνατό ήχο θα ακούσουμε. Όσο ποιο μεγάλο τόσο μεγαλύτερο το κράτημα στον ήχο. Αλλά σε θέμα ανταπόκρισης, το πιατίνι θα είναι λίγο αργό. Το αντίθετο συμβαίνει με τα λεπτά και ελαφρά πιατίνια καθώς και με τα μικρότερης διαμέτρου. Αυτό είναι ένα καλό σημείο αναφοράς για το από πού θα αρχίσουμε την αγορά μας. Καλό όπως είπα είναι να ξεκινάμε από medium πιατίνια αν δεν γνωρίζουμε τίποτα. Τα βασικά μας είναι ένα hi-hat και ένα crash-ride. Το crash-ride, είναι ένα πιατίνι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως crash αλλά και ως ride. Συνήθως πρόκειται για πιατίνια όπου είναι βαρύτερα στη ράχη, αλλά λεπτότερα στις άκρες. Μειονέκτημα είναι πως μετρώντας σε ένα τέτοιο πιατίνι και σκάζοντας (crash) κατά τη διάρκεια ενός μουσικού κομματιού, το πιατίνι δεν προλαβαίνει να ησυχάσει, να αναπνεύσει και ο ήχος βγαίνει μπερδεμένος και άσχημος. Η επόμενη λύση είναι hi-hat, crash και ξεχωριστό ride. Για λίγο παραπάνω, hi-hat, 2 crash, ένα αργό βαρύ και ένα γρήγορο και ride. Επόμενο, τα παραπάνω συν κάποια πιατίνια εφέ. Δηλαδή, επιπρόσθετα κάποιο ή κάποια chinas ή splashes ή δεύτερο ride, ακόμα, μια που εδώ ταιριάζει καλύτερα ένα crash-ride. Βέβαια όπως είπαμε, η επιλογή των πιατινιών είναι δύσκολη και έχει πολλά παρακλάδια. Ξεκινάμε όλοι από το οικονομικό. Σε αυτό το σημείο δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα. Οι εταιρείες πολλές και οι τιμές πολλές. Ποτέ δεν ξεκινάμε να αγοράσουμε πιατίνια χωρίς να τα ακούσουμε. Πιστέψτε με, πως πολλές φορές άλλα διαβάζουμε στα χαρακτηριστικά και άλλα ακούμε, ακόμα και από μεγάλες εταιρείες. Όλα τα λαμβάνουμε ως κατά προσέγγιση. Ποτέ δεν διαλέγουμε πιατίνια που τα δοκιμάσαμε με το χέρι ή χαϊδεύοντας τα στο κατάστημα, επειδή φοβηθήκαμε πως θα ενοχληθούν οι γύρω μας αν τα χτυπούσαμε. Προσέχουμε το περιβάλλον. Αν στο κατάστημα υπάρχουν λείες επιφάνειες ή γυαλί (π.χ. βιτρίνα), τα πιατίνια που δοκιμάζουμε θα ακουστούν πολύ πριμαριστά. Στο studio δίπλα στο ricofon και στη μόνωση θα ακούσετε άλλα αντί άλλων. Γνωρίζουμε πως τα πιατίνια ακόμα και της ίδιας σειράς, έχουν διαφορές. Επίσης πολλά πιατίνια που μας αρέσουν αλλά είναι ακριβά, μπορεί να τα αντικαταστήσουμε με άλλα φθηνότερης μάρκας που αγγίζουν κατά πολύ τον ήχο αυτών που μας αρέσουν. Θυμηθείτε το κοινό μυστικό όλων των εταιρειών!!! Καλό είναι να διαλέγουμε ως αρχή ποιο brilliant πιατίνια σε ήχο. Όσο περνάει ο καιρός και το μέταλλο παλιώνει, ο ήχος γίνεται ποιο πνιχτός. Αυτά σε γενικές γραμμές. Ποια εταιρεία τώρα είναι η καλύτερη; Αυτή που μας αρέσει. Τα πιατίνια δεν είναι μούρη. Είναι άποψη στον ήχο. Είναι η υπογραφή στο drum set. Τα κακόηχα πιατίνια βαβουριάζουν στη μπάντα και την ορχήστρα. Ξεκινήστε σιγά, δοκιμάστε και μη βιάζεστε. Αν το αίμα βράζει και παίζετε μόνο metal, να έχετε υπόψη πως σε λίγο καιρό που θα θέλετε και κάτι ποιο soft, δεν θα σας ικανοποιεί το αποτέλεσμα. Ξανά πάλι από την αρχή για ψάξιμο και τσάμπα έξοδα. Ελπίζω να έλυσα κάποιες απορίες σε μερικούς συναδέλφους, ιδίως τους νεότερους και τους beginners. Περισσότερα στα site των εταιρειών και στα μαγαζιά. Rockdrum Links: http://www.paiste.com/ http://www.sabian.com/ http://www.zildjian.com/EN-US/home.ad2 http://www.staggmusic.com/ http://www.bosphoruscymbals.com/ http://www.meinlcymbals.com/ http://www.ageancymbal.com/ http://www.ufip.com/ http://www.masterworkcymbal.com/ http://www.anatoliancymbals.com/