Το τρίπτυχο είναι Καινοτομία - Κύρος - Τιμή. Για να γίνει "κλασσικό" ένα όργανο, αυτά τα τρία πρέπει να βρίσκονται σε καλή ισορροπία, το οποίο σημαίνει ότι για να ανέβει οποιοδήποτε από τα τρία, πρέπει να ανέβουν (σε κάποιο βαθμό) και τα υπόλοιπα δύο.
Η Yamaha, τα πάει πολύ καλά στη τήρηση αυτής της ισορροπίας, η Moog όχι και τόσο, αλλά η Behringer ποντάρει μόνο στην τιμή. Προβλέπω λοιπόν ότι - μέχρι να αλλάξει αυτή την αντίληψη - δεν θα βγάλει τίποτε που να με ενδιαφέρει. Πήγα και είδα τη σελίδα της πριν λίγα λεπτά, μου θύμισε (ειλικρινά) ένα παλιό ηλεκτρολογάδικο στην Άνω Κυψέλη, που είχε απομιμήσεις επώνυμων κασσετοφώνων. Νομίζω πως κάνει λάθος ο Waterfall-K που περιμένει από την Behringer να εισέλθει στο χώρο των ψηφιακών με αξιώσεις, ή να βγάλει το "μεγάλο" CS-80, ή οτιδήποτε τέτοιο, διότι οι άνθρωποι έχουν διαλέξει το κοινό τους και πουλάνε αυτά τα φθηνά μηχανάκια - μία χαρά όλα, κανένα πρόβλημα.
Επίσης, όπως σωστά επισήμανε ο Manos, ποτέ δεν καταξιώθηκε ένα όργανο στο κάτω άκρο του price-range, και ο λόγος είναι απλούστατος, ότι τα όργανα καταξιώνονται όταν γράφονται δίσκοι με δαύτα, όχι όταν μπαίνουν σε κάθε synth-setup του χομπύστα που δεν έχει λόγο καν να κάνει μία μεγαλύτερη επένδυση.
Επένδυση, θα κάνει ο working musician, διότι γι' αυτόν το όργανο είναι εργαλείο (όπως είναι για 'μένα το πληκτρολόγιο που χρησιμοποιώ αυτή τη στιγμή, και το οποίο στοιχίζει 170 ευρώ, παρακαλώ). Στα χέρια του working musician και ΑΝ η συγκυρία είναι κατάλληλη, τότε ναι, ένα όργανο καταξιώνεται. Αν μάλιστα το πάρουν στα χέρια τους πολλοί working musicians, εκεί φτάνουμε να μιλάμε για "κλασσικό όργανο".
Το τι αγοράζει ο bedroom musician και αν κάνει ένα "βζιουυυ" το μήνα με το όποιο μπιχλιμπίδι (Behringer ή Moog) μας είναι παγερά αδιάφορο εκτός αν είμαστε μέτοχοι της Behringer ή της Moog, οπότε έχουμε έννομο οικονομικό συμφέρον στην όλη υπόθεση.