Υπάρχουν τρεις πιθανοί λόγοι για να μάθει κανείς μία γλώσσα πέραν της μητρικής του: α) αν επισκέπτεται συχνά μία χώρα στην οποία μιλάνε κάποια συγκεκριμένη γλώσσα, β) αν έχει (ή θέλει να κάνει) business διεθνώς, ή σε κάποια συγκεκριμένη γλώσσα, γ) αν θέλει να μελετήσει λογοτεχνήματα που είναι γραμμένα σε κάποια άλλη γλώσσα.
Στην πρώτη περίπτωση, κάποιος που πηγαίνει συχνά σε κάποια χώρα, σύντομα αρχίζει να μιλάει την εκεί γλώσσα, όχι σε επίπεδο ακαδημαϊκό, αλλά αρκετά για να συννενοείται. Με συχνές επισκέψεις, το επίπεδό του θα βελτιώνεται.
Στην δεύτερη περίπτωση, σήμερα ισχύει ότι οι γλώσσες που έχουν καθιερωθεί ως διεθνείς είναι η αγγλική (όποιος δεν ξέρει αγγλικά, έχει μεγάλο πρόβλημα), η γερμανική (η αμέσως επόμενη επιλογή) και μετά η γαλλική, και οι ισπανόφωνες. Σε ειδικές συνθήκες είναι ανταγωνιστικά χρήσιμο να γνωρίζει κανείς κινέζικα ή ινδικά ή ρώσικα.
Στην τρίτη περίπτωση, κάθε ενδεχόμενο είναι ανοιχτό, π.χ. κάποιος μπορεί να θέλει να μάθει ελληνικά για να διαβάσει Σεφέρη, ή μπορεί να θέλει να μάθει αρχαία ελληνικά για να διαβάσει Πλάτωνα.
Είναι φανερό ότι με κανένα από τα τρία σενάρια δεν δικαιολογείται η ένταξη της τουρκικής στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα των ελληνικών σχολίων, τουλάχιστον όχι πριν υπάρξει επαρκής κάλυψη της αγγλικής και της γερμανικής (είναι πολύ μεγάλο το ποσοστό των ελλήνων που δεν ξέρουν αγγλικά).
Αυτά