-
Αναρτήσεις
1813 -
Μέλος από
-
Τελευταία επίσκεψη
-
Ημέρες που κέρδισε
13
ez ήταν Μέλος της ημέρας 1 Σεπτεμβρίου
ez είχε την πιο δημοφιλή συμμετοχή!
Bio
-
Mojo
Κιθάρα
-
Gear List
Mostly Teles, small tube combos, few pedals and a fuzz!
-
My Band(s)
Blues Wire
-
Day job
Μουσικος
- Website
- Bandcamp
- Youtube
-
Τόπος
Θεσσαλονίκη
Πρόσφατοι επισκέπτες προφιλ
Η εμφάνιση επισκεπτών είναι απενεργοποιημένη ή δεν έχετε πρόσβαση σε αυτή.
Συμμετοχή ez
-
Η αρχική μου πρόθεση ήταν αυτή η συλλογή με ακυκλοφόρητα κομμάτια να διατεθεί σε ηλεκτρονική μορφή απο τη σελίδα μας στο bandcamp. Μου άρεσε τόσο όμως που αποφάσισα να τυπώσω και μερικές δεκάδες cd για όποιον ενδιαφέρεται. Όπου κι αν βρίσκεστε, αν επιθυμείτε μια κόπια την παραγγέλνετε εδώ: https://lotus.gr/record_info.php?ID=82466 Κατά τα λοιπά: https://blueswire1.bandcamp.com/track/dont-be-afraid-of-the-dark
-
Τα τραγούδια που περιλαμβάνονται σε αυτή τη συλλογή επιλέχθηκαν με γνώμονα δυο πράγματα. Το ένα, μια σπανιότητα που διαθέτουν, τα περισσότερα από αυτά έχουν παιχτεί πολύ λίγες φορές ζωντανά και ελάχιστες ηχογραφήθηκαν. Το δεύτερο, η διαχείριση τους στο πάλκο, οι ιδιαιτερότητες και οι αυτοσχεδιασμοί των συγκεκριμένων εκτελέσεων. Σε ό,τι με αφορά, εδώ καταθέτω στιγμές που θεωρώ μοναδικές για τα στάνταρντ και τις δυνατότητες μου. Η απόδοση του Meanthing με το ελαφρώς progressive rock χρώμα της εισαγωγής αλλά και οι ερωταποκρίσεις κιθάρας και πιάνου στο φινάλε, η φρενίτιδα με τους λαρυγγισμούς στο μακρύ improvisation του I wish you would, οι επηρεασμένες από τον Amos Garrett και την country φράσεις που φλερτάρουν με το παράδοξο του Broke my baby’s heart, η γεμάτη εσωτερική ένταση συνομιλία με την φυσαρμόνικα του Bandoek στο κλασσικό “Trouble Blues”, το ψυχεδελικό προσκύνημα του Wade in the water με τις αναφορές στον Harvey Mandel, ο θρήνος του αποχαιρετισμού στον Muddy Waters που κλείνει την έκδοση με ακουστικές κιθάρες. Το Life on the road το έγραψα για τον Richard Manuel των Band, ταυτόχρονα αποτελεί ματιά στις βαθύτερες ανασφάλειες και τα αδιέξοδα κάθε μουσικού που ταξιδεύει, αυτός κάλλιστα θα μπορούσε να είναι ο τίτλος του άλμπουμ. Το Cut off my right arm σπάνια το τραγουδάω παρόλο που το λατρεύω, εδώ νομίζω πλησιάζω κοντύτερα από ποτέ στην αθάνατη ερμηνεία του Johnny Copeland. Διάφορες κατά καιρούς εκδοχές των Blues Wire ακούγονται σε τούτες τις καταγραφές, όχι με τον καλύτερο ήχο αλλά φανερώνουν πόσο ικανοί μουσικοί είναι όλοι που πέρασαν από τη μπάντα μέσα στα χρόνια. Καθώς έχω έναν κεντρικό ρόλο τους ευχαριστώ βαθιά για το μοίρασμα, τη βοήθεια και τη συμπαράσταση. Πολλά κομμάτια είναι από συναυλίες του περασμένου αιώνα, δυο από την Άρτα (1 & 3), άλλα τόσα από την Ιθάκη (2 & 6) και τα υπόλοιπα από Θεσσαλονίκη (5), Γρεβενά (7), το κλαμπ Vega στα Σκόπια (4) και την Κατερίνη (8}. Η εξαιρετική φωτογραφία του εξωφύλλου τραβήχτηκε από την Νίκη σε δωμάτιο ξενοδοχείου των Μεγάρων ενώ ενσυνείδητα άφησα μόνο το Road Relics να αναγράφεται σε αυτό με τον υποδόριο σαρκασμό του και τους όποιους παραλληλισμούς με ήχο και εικόνα. Ευγνώμων για το ταξίδι. Το άλμπουμ για ακρόαση ή και αγορά σε ηλεκτρονική μορφή μπορείτε να το βρείτε στη σελίδα μας στο bandcamp εδώ: https://blueswire1.bandcamp.com/album/road-relics LIFE ON THE ROAD (for Richard Manuel) Rollin' down the highway night after night City after city 'till the morning light Women willin' booze for free music loud and tough Sounds like paradise but I can assure you ain't like that Lord its hard, mighty hard, life on the road Richard took his own life could not take the speed The road can be a scary place when the devil holds the wheel Lord there comes a time when you realize It ain't just the glory it ain't just the lights Its hard, so damn hard, life on the road ....there i go brother.... Early in the morning could not take no sleep Motel room feels so cold tears rollin' down my chin Thinking 'bout my family a woman and a child Thinking 'bout all those things that I left behind Its hard, mighty hard, life on the road ....there I go....
-
Πόσες ηλ. κιθάρες είχατε στην κατοχή σας μέχρι σήμερα; (Τέστ μνήμης)
Απάντηση ez στου kpeyos το θέμα Κιθάρες και Ενισχυτές
Ε αν είναι έτσι ευχαριστώ για την εξαίρεση και γράφω μερικές που θυμάμαι: Fender Jazzmaster pre CBS 1963 Fender Jazzmaster 1966 block inlays Fender Duosonic 1966 Fender Mustang 1978(?) Fender telecaster 1977 Gibson LP Goldtop 1995 Gibson LP Deluxe 1981 Gibson Special Doublecut P-90 Gibson Melody Maker (2007) Gretsch Chet Atkins Tenessean 1960 Guild Starfire 1959 Fender Stratocaster 1981 $ 1983 Greco LPs (Super Real 1982, Standard 1980, 1981, Mint Collection 1984, Super Power 1980) Burny LP 1989(?) Argytar Tele Thinlines (2) Vagabond Korina LP Stigma Custom Order Prairiewood '57 Special (early model) PRS EG III (1990) PRS Singlecut Huber Dolphin Huber Special P-90 και αμέτρητες (το εννοώ) παρτκαστερς καθώς και εκατοντάδες ακουστικές, resonators κλπ. -
Πόσες ηλ. κιθάρες είχατε στην κατοχή σας μέχρι σήμερα; (Τέστ μνήμης)
Απάντηση ez στου kpeyos το θέμα Κιθάρες και Ενισχυτές
Δεν θυμάμαι ? -
Σκαλίζοντας ψηφιακά αρχεία σε σκληρούς δίσκους και ανακαλύπτοντας ηχογραφήσεις που σχεδόν είχα ξεχάσει, μου γεννήθηκε η ιδέα να σκαρώσω μια συλλογή από κομμάτια στα οποία παίζω κιθάρα ή και τραγουδάω, όμως ως καλεσμένος άλλων - τουλάχιστον σε αρκετά από αυτά – ή σε κάποιες περιπτώσεις συνοδεύοντας με τους Blues Wire εκείνους που βρίσκονται σε πρώτο πλάνο. Στο εξωτερικό τέτοιου τύπου μουσικούς τους ονομάζουν session players, «πληρωμένα πιστόλια» και αυτό είναι κάτι που δεν υπήρξα ποτέ στη ζωή μου. Λίγο λόγω ιδιοσυγκρασίας και ονείρων, λίγο λόγω μη τήρησης των προδιαγραφών αφού οι μουσικοί αυτής της κατηγορίας πρέπει να είναι ιδιαίτερα μορφωμένοι με γνώσεις μεγάλου εύρους, να είναι επίσης γρήγοροι και αποτελεσματικοί, να έχουν πειθαρχία και συγκέντρωση και να κάνουν εύκολη τη ζωή των συνθετών και παραγωγών. Πράγματα δηλαδή με τα οποία – καλώς ή κακώς – ελάχιστη σχέση έχω ως κιθαρίστας και τραγουδιστής. Παρόλα αυτά και για του λόγου μου υπήρξαν κάποιες ούτως ειπείν πιο επαγγελματικές προσκλήσεις (για παράδειγμα παίζω κιθάρα στο υπέροχο «Γυρνάς» του Γιώργου Ζήκα με την Ελένη Τσαλιγοπούλου) ακόμα και τότε όμως αυτό που ζητούσαν από μένα ήταν κυρίως το χρώμα στο παίξιμο (λόγω της ενασχόλησης μου με τον κόσμο του μπλουζ που για τους περισσότερους ήταν κάτι σχεδόν εξωτικό) και όχι την τεχνική ή έναν περφεξιονισμό. Τα τραγούδια τούτης της έκδοσης θα έλεγα βρίσκονται στον αντίποδα, εδώ μιλάμε για φίλους, συνεργάτες χρόνων, καλλιτέχνες με τους οποίους μοιραζόμαστε κοινές ανησυχίες και ίδιους προβληματισμούς, καλές και δημιουργικές παρέες τελικά. Εδώ υπάρχει καταγραφή στιγμών – ορόσημων στη ζωή μου, τα ντουέτα με τους Carey Bell & Louisiana Red, συνεργασίες παλιότερες που με σημάδεψαν (Γιώργος Τσακαλίδης και Γιώργος Γάκης), συμμετοχή σε δουλειές νεαρών που με τίμησαν με το ενδιαφέρον και την αγάπη τους (Lemonade on stage & Deep in the top), πιο φρέσκα μπερδέματα (θείος Ευγένιος, Βελεσιώτου & Stringless), πειραματικές συναντήσεις (Γερμένογλου), αυθόρμητες ραδιοφωνικές συμπορεύσεις με μουσικούς γίγαντες (Κώστας Βρετός), εξερευνήσεις των κοινών αναφορών διαφορετικών μουσικών ειδών (με την κομπανία του Γιάννη Λεμπέση), αβίαστη χαρά, συναισθηματική κατάδυση και μοίρασμα (Lo Fi Kings & Γιάννης Οικονομίδης, Oleg Chaly Hammond trio) και τέλος δυο ζωντανά ηχογραφημένα τραγούδια με τα κορίτσια που δυστυχώς λίγο ή πολύ παραμένουν εγκληματικά αγνοημένα στη σκηνή της χώρας, είναι αληθινοί θησαυροί που περιμένουν να ανακαλυφθούν φανερώνοντας τη λάμψη τους. Η Μαρκέλλα Παναγιώτου, επιτομή της αλητείας σε στάση κι ερμηνεία, αυτό που λένε attitude, και η Τζένη Καπάδαη που κελαηδά στο Summertime, όποιος ακούσει το τελευταίο δίλεπτο στο φινάλε και δεν ανατριχιάσει, μάλλον δεν τον αφορά αυτή η συλλογή, μνημειώδες κλείσιμο. Θα ήθελα μόνο αυτές οι στιγμές να είχαν καλύτερη ηχογράφηση, ακόμα κι έτσι όμως κάθε τι φαίνεται επουσιώδες μπροστά στη φωνητική υπέρβαση και έκφραση των κοριτσιών. Στο εξώφυλλο αποτυπώνεται μια συγκλονιστική στιγμή για μένα, μετά από κάποιο κομμάτι που παίζαμε ντουέτο με τον Red, σκύβει προς το μέρος μου κι εγώ το ίδιο και τα χέρια μας γίνονται ένα. Αυτή τη λέξη που δεσπόζει ανάμεσα μας σε διάφορες γλώσσες, μέσα μου την αντιλαμβάνομαι ως την ένωση που χαρίζει η τέχνη στους ανθρώπους αλλά και την ενιαία δυναμική που διαθέτει, ανεξάρτητα απο κατηγορίες, τύπο και προέλευση. https://blueswire1.bandcamp.com/album/synergies
-
Επίσης γνωστοί Blues Gang πάντως νομίζω είναι ένα γκρουπ απο τη Φιλανδία, ανακάλυψα την ύπαρξη τους πολλά χρόνια αργότερα.
-
Όταν φτιάξαμε τους Blues Gang με τον Σωτήρη, μόλις είχα αρχίσει να βγαίνω από μια περίοδο που το μπλουζ με είχε καταπιεί. Δεν ήμουν αιχμάλωτος ή όμηρος, ευτυχισμένος μαθητευόμενος ένοιωθα, βρισκόμουν εκεί που ήθελα, κανείς δε με ανάγκασε, βυθίστηκα στον κόσμο που λαχταρούσα να γνωρίσω, έστω πλατωνικά. Ήμουν τυχερός που δεν χάθηκα μέσα του και φάνηκα τελικά δυνατός για να βγω, αυτό που με ωθούσε ήταν αχαλίνωτο. Στα 20 μου περίπου άρχισα να παίζω κιθάρα κι ύστερα από δυο χρόνια πάνω κάτω η λαχτάρα να μοιραστώ τα συναισθήματα που ασφυκτιούσαν μέσα μου επισκίαζε κάθε τι. Όλα έμοιαζαν να συμβαίνουν σε δεύτερο πλάνο, η ζωή γύρω μου συνεχιζόταν μέσα σε μια άνευρη και ανούσια αχλή, έτσι μου φαινόταν, μόνο η μουσική είχε σημασία για μένα. Ο Σωτήρης είχε μια μικρή σοφίτα στο σπίτι του, μια σταλιά ήτανε, εκεί ξεκίνησαν οι πρώτες μας συναντήσεις, έπαιζα πρωτόλεια σχήματα σε μια δανεική κιθάρα κι εκείνος συνόδευε στο μπάσο, ήταν ο μόνος που έμοιαζε να χαίρεται την προσπάθεια και διατεθειμένος να το παλέψουμε παρέα. Εγώ άκουγα τότε ότι μπορούσα να βρω, κυρίως παλιούς μπλουζίστες, Big Joe Williams, Blind Lemon Jefferson, Skip James, οι περισσότεροι φίλοι μου με αντιμετώπιζαν με συγκατάβαση, άκουγα όμως και απαξιωτικές κουβέντες για τους γέρους που δεν μπορούν να πάρουν τα δάχτυλα τους. Με πλήγωσαν τα λόγια τους και δε τα ξέχασα ποτέ, ουλές στην ψυχή που ακόμα τσιμπάνε μερικές φορές. Η πρώτη συναυλία σχήματος με την ονομασία που ήδη είχαμε σκαρφιστεί προέκυψε σχεδόν από το πουθενά και έγινε στο χωριό Συκιά της Χαλκιδικής. Τύμπανα έπαιξε ο Γιάννης Παπαγεωργίου ενώ κατά σύμπτωση έπαιξε κιθάρα και ο Νίκος (Ντουνούσης). Απίθανη συγκυρία η οποία απλώς συνέβη, δεν υπήρχε τίποτε βαθύτερο μήτε προκάλεσε κάποιο έναυσμα για περαιτέρω συνεργασίες. Με τον Σωτήρη συνεχίζαμε ασταμάτητα, κάποια στιγμή αποφασίσαμε να γυρέψουμε ντράμερ προκειμένου να μπορούμε να πλησιάσουμε τον ήχο των Elmore James, Jimmy Reed, T-Bone Walker που μας άρεσαν και πιστεύαμε πως μπορούσαμε να τα καταφέρουμε. Συναντηθήκαμε με τον Διονύση Στεφανόπουλο που σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη τότε και σκαρώσαμε το πρώτο τρίο. Αρχίσαμε να παίζουμε σταδιακά σε εκδηλώσεις της εποχής, σε πάρκα και πλατείες, στην Σελήνη, κάποια στιγμή βρεθήκαμε να παίζουμε και στο «Παραρλάμα» πριν ακόμα φτιαχτεί για ζωντανές εμφανίσεις και λειτουργούσε ως αίθουσα για εκθέσεις φωτογραφίας και βραδιές ποίησης, άλλη φοβερή σύμπτωση και τούτη. Εγώ έψαχνα μπας και βρω κάποιον τραγουδιστή για τη μπάντα γιατί δε μου άρεσε καθόλου η φωνή μου αλλά μάταια, ποιος να βρεθεί να τραγουδήσει αποκλειστικά μπλουζ στη Θεσσαλονίκη του 1982; Έτσι αναγκάστηκα στην ουσία να παίξω και αυτόν τον ρόλο, παντελώς απαίδευτος και με ελάχιστες γνώσεις αγγλικών, στην πραγματικότητα γκάριζα παθιασμένα, νομίζω μου πήρε πάνω από μια δεκαετία να συμβιβαστώ με την ανεπάρκεια μου και ακόμα πέντε ή έξι χρόνια για να μάθω να ελέγχω κάπως πειστικά το τραγούδισμα μου, πολύ αργότερα κατάφερα να αποδεχτώ και ν’ αγαπήσω τούτη την καλλιτεχνική μου πλευρά. Η μάνα του Δημήτρη Σταρόβα έμενε στην πολυκατοικία μου και γνωριζόμασταν καλά, τολμάω να πω μεγαλώναμε παρέα. Ο Δημήτρης, παρότι μικρότερος στην ηλικία, ήταν ήδη εξαιρετικός και πεπειραμένος μουσικός αλλά τον γοήτευε η κατακλυσμιαία δύναμη της μουσικής που παίζαμε, όσο μονολιθική και πρωτόγονη κι αν του φαινόταν, ήρθε η ώρα λοιπόν που εντάχθηκε στο σχήμα και γίναμε κουαρτέτο. Έτσι παίξαμε σε διάφορες συναυλίες, θυμάμαι πως σε μια διαβόητη εμφάνιση στην Αρχιτεκτονική του ΑΠΘ (μάλλον η πρώτη μας φορά ως κουαρτέτο) ανεβήκαμε χωρίς καμία πρόβα και παίξαμε κοντά 4 ώρες. Βοηθούσε ασφαλώς η φύση του ιδιώματος με τα προκαθορισμένα μέτρα και τον αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα , και πάλι όμως ήταν αξιοσημείωτη περίσταση. Στις νυχτερινές τσάρκες μου στα μπαράκια της Κορομηλά, συνάντησα στο Λούκυ Λουκ τον Νώντα Ερκέκογλου, ένοιωσα πως βρήκα μια αδελφή ψυχή, μοιραστήκαμε την αγάπη μας για τη μαύρη μουσική με ενθουσιασμό και παίξαμε σποραδικά σαν ντουέτο κιθάρα – φυσαρμόνικα. Όταν οι Διονύσης και Σταρόβας αποχώρησαν, η προφανής κι ευκταία λύση ήταν να έρθει ο Νώντας στο σχήμα, κι έτσι έγινε. Τύμπανα άρχισε να παίζει μαζί μας ο Πάνος Τόλιος με τον οποίο ήμαστε συμμαθητές και αδελφικοί φίλοι στην εφηβεία μας. Παρότι μουσικά ήταν σαφώς πιο εξελιγμένος με θητεία πολλών ετών και δισκογραφία, διέκρινε κάποιες προοπτικές στο συγκρότημα και τελικά συμπορεύτηκε. Συνεκτικός κρίκος όλων των πήγαινε έλα της εποχής και του κύκλου μας ήταν το δισκοπωλείο Be Bop του Γιώργου Τσακαλίδη, εκεί μέσα συντελούνταν ζυμώσεις που αργότερα οδήγησαν σε σημαντικά γεγονότα της μουσικής στη χώρα μας. Ο «Τσάκαλος», ανήσυχο πνεύμα, άρχισε να οραματίζεται την ίδρυση μιας εταιρείας δίσκων, πολύ γρήγορα με την θετική διάθεση όλων των φίλων και μουσικών που περνούσαν καθημερινά από το δισκάδικο του και την αμέριστη στήριξη της συντρόφου του Ναταλίας Κουρεμένου έφτασε στην ίδρυση της Ano Kato Records. Οι Blues Gang ήταν προφανής επιλογή για τον πρώτο δίσκο ως ξεκίνημα – καθότι παίζαμε ήδη για μια διετία και φαινόταν πως εκπληρώναμε τις προϋποθέσεις. Υλικό υπήρχε, διάθεση με το τσουβάλι, ήμασταν γρήγοροι και φθηνοί, οπότε ξεκινάει η διαδικασία κι έρχεται η προσέγγιση με τον Νίκο Παπάζογλου που γνωρίζαμε όλοι αλλά ταυτόχρονα ξέραμε και το επίπεδο του στουντίου «Αγροτικόν» με τον ίδιο πίσω από τη κονσόλα. Στο μεταξύ ο Πάνος ήταν εξαφανισμένος, ο έρωτας τον είχε οδηγήσει σε άλλες πόλεις και σε μια εποχή χωρίς κινητά και ίντερνετ δε τον βρίσκαμε με τίποτα. Δεν θυμάμαι πως και από ποιους, πάρθηκε η απόφαση να μπούμε για την ηχογράφηση με τον Λεωνίδα Σταματιάδη, ιστορικό στέλεχος πολλών γκρουπ της πόλης και έμπειρο ντράμερ. Μαζί παίξαμε τελικά αρκετά σε πόλεις της Βόρειας Ελλάδας και σε πολλά μαγαζιά. Αυτό ήταν το τελικό σχήμα που απέδωσε τον δίσκο Dig it στην ελληνική δισκογραφία, το πρώτο μπλουζ άλμπουμ στην ιστορία της Ελλάδας. Όχι πως μας ένοιαζε, είναι όμως μια πτυχή που έχει τη σημασία της, κυρίως για τους ερευνητές και τους δημοσιογράφους. Συμμετοχή είχαν στον δίσκο ο Θοδωρής Ρέλλος στο σαξόφωνο και ο Γιώργος Πεντζίκης στα πλήκτρα, σπουδαίοι μουσικοί και οι δυο τους. Έναν χρόνο αργότερα, στον ίδιο χώρο ηχογραφήθηκε και ο δεύτερος δίσκος μας «On a second thought”, αυτή τη φορά με τον Πάνο στα τύμπανα (που είχε επιστρέψει στο μεταξύ) και τον Νίκο Ντουνούση που είχε ενταχθεί στο γκρουπ. Αυτός πιστεύω ήταν ένας αληθινά καλός δίσκος, προσεγμένος και δουλεμένος στη λεπτομέρεια, με ωραίες ιδέες και όλο το υλικό να αποτελείται από δικά μου τραγούδια, σε αντίθεση με τον πρώτο που είχε έναν πιο αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα και μόλο που κι εκεί υπήρχαν δείγματα πρόβας κι ενορχήστρωσης συνολικά η αισθητική ήταν πιο χαλαρή, ο συνθετικός ρομαντισμός, η στιχουργική αφέλεια και η άγνοια κινδύνου περίσσευαν – τουλάχιστον από την μεριά μου, κάτι όμως που τελικά αποδείχθηκε ως ατού της κυκλοφορίας, κυρίως γιατί ήταν διάχυτο το συναίσθημα πως υπήρχε ειλικρίνεια και αυτό το στοιχείο νομίζω τελικά πως εκτιμήθηκε από το κοινό και κρατήσαμε τόσα χρόνια, δεν κοροϊδέψαμε, δεν εκμεταλλευτήκαμε, δεν ξεπουληθήκαμε κι εντέλει λάβαμε μια άτυπη έγκριση του κόσμου να συνεχίσουμε. Ο δεύτερος δίσκος παρόλα αυτά είναι σε άλλο επίπεδο συνολικά, αρκετά εξελιγμένος σε όλες τις παραμέτρους. Με την εξαίρεση ίσως του Νώντα – που μοιραζόμασταν απειρία, πάθος, θράσος πρωτάρηδων και ήμασταν 100% αυτοδίδακτοι – εγώ είμαι με διαφορά ο χειρότερος μουσικός, κάτι που εύκολα διακρίνει κάποιος. Ο Σωτήρης έπαιζε αρκετά χρόνια με διάφορα σχήματα της πόλης, ο Νίκος είχε το δικό του γκρουπ ενώ ο Πάνος ήταν ένας από τους πιο συγκλονιστικούς ντράμερ που έχω συναντήσει. Όλοι τους γνώριζαν λίγο ή πολύ τα τι και τα πως ενώ του λόγου μου τα μάθαινα στην διαδικασία, το δικό μου «όπλο» ήταν το συνολικό όραμα και η αφοσίωση μου να πραγματωθεί, όπως και η βαθύτερη ενασχόληση μου με τον ήχο και τις ιδιαιτερότητες του μπλουζ. Είναι κάπως τρομακτικό να γράφω αυτές τις γραμμές και να έχουν κυλήσει 40 χρόνια από τότε, ο Τσακαλίδης και ο Παπάζογλου φευγάτοι πια από τη ζωή εδώ, δύσκολο να το συνειδητοποιήσω, ακούγεται τετριμμένο αλλά όντως μου φαίνεται σαν χθες. Από την άλλη τι χαρά, τιμή κι ευγνωμοσύνη να παίζουμε ακόμα παρέα με τον Σωτήρη αλλά και με τον Νίκο κάποιες φορές, να έρχεται στα ξαφνικά κι ο Νώντας για τζαμ, να απολαμβάνουμε τη μουσική όπως τότε. Σίγουρα ξεχνάω πολλά, ελπίζω όχι πολλούς, ας με συγχωρέσουν αν αυτό συμβαίνει αλλά μια λεπτομερής καταγραφή εκείνων των ημερών απαιτεί πολύ χρόνο και δεκάδες σελίδες. Κι ένα τελευταίο για το τι ήταν οι Blues Gang, κάποτε σε μια κουβέντα για τα επεισόδια, τις φασαρίες και τις ζημιές που προκαλούσαν οι πάνκηδες της εποχής στις συναυλίες, ένας φίλος ρώτησε κάποιον επιφανή εκπρόσωπο της πανκ σκηνής της πόλης που ήταν παρών «στους Blues Gang γιατί δεν μπουκάρετε να τα σπάσετε;» για να πάρει την – με αφοπλιστικό τόνο – απάντηση «αυτοί τα δίνουν».
- 2 απαντήσεις
-
- 19
-
Παίζω με Jazzmaster για αρχή. Εκείνη την εποχή δεν ξέραμε σχεδόν τίποτε για πετάλια και δεν χρησιμοποίησα κάποιο, οπότε όλα είναι καθαρά ?. Όσο θυμάμαι, στον πρώτο δίσκο τουλάχιστον χρησιμοποίησα έναν Twin reverb που υπήρχε στο στούντιο. Καρφί.
-
Πολύ καιρό ήθελα να δημοσιοποιήσω σε καλύτερη ποιότητα το υλικό των Bluesgang, τώρα όλα τα δικά μας κομμάτια των 2 άλμπουμ 1984-1985 (Dig it & On a second thought) παρουσιάζονται σε αυτή την έκδοση με remaster ήχο. Έχουν τη σημασία τους αυτοί οι δίσκοι, ίσως κάποια στιγμή γράψω αναλυτικά. https://blueswire1.bandcamp.com/album/youngs-start-gangs-the-bluesgang-era-1984-1985?fbclid=IwY2xjawE-7XNleHRuA2FlbQIxMQABHeMtj-Oo2CtM0kAt-LTxLB8hi5Djw5q1fh74mEz7bG8TEXawQbpgr5AVJQ_aem_ouiQj2H8wY0qckXsp2F2AQ
- 9 απαντήσεις
-
- 10
-
Πολλά θα μπορούσα να γράψω για τούτη την Τέλε και γιατί την πήρα, η αλήθεια είναι όμως πως το έκανα γιατί μου θυμίζει εκείνη του Roy Buchanan - και πάντα ήθελα μια τέτοια.
-
Μου αρέσει πολύ και το χρησιμοποιώ συχνότατα. Το πόσο κάποιες φορές μπορεί να μη φέρει επιθυμητό αποτέλεσμα συνήθως εξαρτάται απο την κυματομορφή που πρέπει να "ταιριάζει" σε ρυθμό και στυλ. Θέλω να προσθέσω στην ωραία και λεπτομερή παρουσίαση τον Magic Sam που ήταν απο τους πρώτους που χρησιμοποίησαν το εφέ στο blues και υπήρξε φανατικός χρήστης. Εδώ το All your love στο ντεπούτο του απο το 1957
-
Σε 2-3 σημεία προβληματίστηκα με το ποιός και τι, όπως όμως γράφω "έκανα τις επιλογές μου με γνώμονα την επιρροή και την αυθεντικότητα των μουσικών", αυτό εξηγεί νομίζω αρκετά πράγματα, ο Τρακς είναι σπουδαίος, όπως και ο Ρόμπιλαρντ ή ο Τομ Πρινσιπάτο, αν έπρεπε να βάλω κάποιον με σλάιντ - σύμφωνα με τα κριτήρια μου - είναι πολύ πιθανότερο να βλέπατε τον Ry Cooder ή και τον Sonny Landreth. Ο Seasick Steve που αναφέρθηκε πιο πάνω ας πούμε ήταν στην αρχική λίστα και θα διεκδικούσε άνετα θέση, όπως και αρκετοί ακόμα. Είπαμε, ενδεικτικά και "ιστορικά".
-
Εδώ δεν αξιολογείται ούτε διαγωνίζεται κάποιος, αλλίμονο, η λίστα έγινε απο την καψούρα μου για τη μουσική με κάποια κριτήρια που είχα στο μυαλό μου και δεν έχει κάνέναν άλλο στόχο πέρα απο το μοίρασμα (και δεν το κρύβω, την ελπίδα πως ίσως φανεί χρήσιμη σε κάποιους). Σε ανύποπτο χρόνο έχω δηλώσει και γράψει πως αν ήμουν "υποχρεωμένος" να απομονωθώ έχοντας μόνον ένα δίσκο μαζί μου, αυτός θα ήταν "The Allman Brothers at Fillmore East". Κι αυτό όχι γιατί θεωρώ τον Duane καλύτερο, το ίδιο και τον καθένα απο τούτη τη λίστα και τον κόσμο της μουσικής. Αυτό το επίθετο δεν υπάρχει στον κόσμο μου περί τέχνης.