Η οικονομική και υγειονομική κρίση που διανύουμε είναι μια άβυσσος για τις παραστατικές τέχνες. Η κατάσταση αυτή δεν είναι πρωτοφανής: ο καλλιτέχνης είναι ιστορικά ριγμένος στην κοινωνική διαπραγμάτευση. Η εργασιακή επισφάλεια και η οικονομική αβεβαιότητα είναι διαχρονικά χαρακτηριστικά των δημιουργικών βιομηχανιών. Η ιστορία δείχνει πως δεν υπάρχει τομή, άλμα, ανατροπή που θα δικαιώσει τους Έλληνες καλλιτέχνες - μόνο κλίμα και περιβάλλον που πρέπει να καλλιεργηθεί για να γίνει πρόσφορο.
Τι είδους καλλιέργεια είναι αυτή; Κάθε κίνημα, στάση, απεργία, κάθε διαμαρτυρία και διεκδίκηση που αναζητά στήριξη από την κοινωνία, θα πρέπει να την έχει εκπαιδεύσει, να έχει «ποιήσει ήθος”. Και πόσοι από μάς πραγματικά έχουμε συμπεριλάβει στις προτεραιότητες της δουλειάς μας την αγωγή της ψυχής, που ποιεί το ήθος αυτό. Ειδικά σε συνθήκες απορρύθμισης της επικοινωνίας, όπου η τέχνη υποβαθμίζεται σε “περιεχόμενο” για το διαδίκτυο και τα ΜΜΕ. Η τέχνη που χρειάζεται να επισημαίνει πόσο απαραίτητη είναι, ή δεν είναι απαραίτητη ή δεν είναι τέχνη.
Τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό; Να αποδεχτούμε την ανάγκη που έχει ο ένας για τον άλλο και να αναζητήσουμε τις λύσεις που μόνο η συλλογικότητα μπορεί να προσφέρει. Καλλιτέχνες και στελέχη της βιομηχανίας, χρωστάμε στο κοινό, στην τέχνη και στον εαυτό μας, να γίνουμε καλύτεροι, σοφότεροι, δυνατότεροι - και πάνω απ’ όλα αλληλέγγυοι. Διεκδικούμε τα ελάχιστα κεκτημένα μας, αλλά πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί τα κεκτημένα μας είναι ελάχιστα και γιατί η κοινωνική μας προσφορά δεν είναι αυτονόητη.