Για να επανέλθουμε.
Μου το έστειλε ένα φίλος.
«Ήταν Χριστούγεννα του 1969. Ήμουν στη Ζάτουνα Αρκαδίας,
διάβαζα στίχους του Άγγελου Σικελιανού
και νόμιζα πως γράφτηκαν
για εκείνη ακριβώς την εποχή. Και, θυμάμαι, όταν συνέθετα
το ''Πνευματικό Εμβατήριο'',
είχαμε τέτοια επίγνωση του τι κάνουμε, που η γυναίκα μου, μού έλεγε: ''Τελείωσε το γρήγορα, να το
στείλεις να το ακούσουν οι Έλληνες''.
Τα παιδιά και η γυναίκα μου
έφυγαν για την Αθήνα κι έμεινα μόνος. Απομονώθηκα και έγραφα το ''Πνευματικό Εμβατήριο''. Οι φρουροί απ' έξω κρύωναν και φώναζαν:
''Κύριε Μίκη, δε θα βγείτε για βόλτα;''
Τους λέω ''Γράφω μουσική''.
Τελικά, σε μια άγρια καταιγίδα
μπήκαν κι αυτοί μέσα που ήταν απαγορευμένο, μπας και τους χαλάσω. Είχα μια σόμπα, είχα τσικουδιά, καρύδια. ''Παιδιά, φάτε, πιείτε'', τους λέω, ''αλλά αφήστε με να το τελειώσω''. Έγραφα το:
''Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε
τον ήλιο πάνω απ' την Ελλάδα''.
Το συνέθετα, έβαζα τις συγχορδίες,
το τραγουδούσα στο πιάνο, αυτοί πίνανε τσικουδιά, κάποια στιγμή σηκωθήκανε κι άρχισαν να τραγουδούν κι εκείνοι μαζί μου.
Τελείωσα το τραγούδι, σηκώνομαι, πίνω κι εγώ τσικουδιές.
''Πάμε στο καφενείο'', μου λένε.
''Είναι ώρα απαγορευμένη'', τους λέω.
''Δε μας νοιάζει.
Εμείς τώρα έχουμε απογειωθεί!''.
Και όπως ήμασταν έτσι κόκκινοι, γεμάτοι τσίπουρο, πάμε στο καφενείο. Ήταν γεμάτο χωροφύλακες. Είχα δεκαοχτώ φρουρούς και δύο υπαξιωματικούς.
Το καφενείο είχε και χωρικούς,
ήταν γεμάτο καπνούς, μια σόμπα, ζέστη, δεν περίμεναν να με δουν.
Μόλις μπαίνουμε μέσα, ένας
χωροφύλακας άρχισε να λέει:
''Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε
τον ήλιο πάνω απ' την Ελλάδα''.
Του λέω: ''Τρελάθηκες;''
Τους λέει: ''Πάμε σπίτι όλοι, να σας
παίξει ο Μίκης το νέο του τραγούδι''.
Και όπως είμαστε, ξαναπήγαμε σπίτι,
κι έτσι έγινε η πρώτη συναυλία του έργου με ακροατήριο τους φρουρούς μου.
Εκεί πάνω, φρουροί και φρουρούμενοι ήταν ένα. Ήμασταν Έλληνες. Η Ελλάδα. Αυτός ο πόνος
αυτής της κακορίζικης, της φτωχής πατρίδας, που όλοι την αγαπούν...»
Πηγές:
Απόσπασμα από συνέντευξη στον Ηλία Μαλανδρή. Εφημερίδα Καθημερινή. Απόσπασμα από άρθρο
του Βασίλη Αγγελικόπουλου.