Η νυχτερινή ομίχλη στην αποβάθρα έκανε τα πάντα να μοιάζουν παραμυθένια.
Όμως αυτός ήξερε ότι η συνέχεια θα ήταν ένας εφιάλτης.
Ανασήκωσε τον γιακά της καμπαρντίνας του για να προφυλαχτεί από την υγρασία και τον παγερό άνεμο που φυσούσε.
Και περίμενε.
Περίμενε, αιώνες θαρρείς.
Τι?
Ούτε αυτός ήξερε.
Οι φωνές των εργατών ακούγονταν από μακριά καθώς ξεφόρτωναν.
Ανατρίχιασε.
Το χέρι του αυτόματα πήγε στην εσωτερική θήκη και άγγιξε το παγερό ατσάλι από το 45άρι του, σαν να ήθελε να σιγουρευτεί ότι ο καλύτερός του φίλος ήταν εκεί μαζί του.
Έβγαλε με γρήγορες κινήσεις το πλακέ μπουκάλι από την μέσα τσέπη της καμπαρντίνας, και τράβηξε μερικές γουλιές ουίσκυ.
Σκούπισε το στόμα του με την ανάστροφη του χεριού του, και συνέχισε να περιμένει.
Ξαφνικά ένα αυτοκίνητο φρενάρισε.
Έσκυψε χαμηλά, αλλά δεν μπόρεσε να δει τίποτα, εκτός από ένα ζευγάρι γυναικείες ψηλοτάκουνες γόβες, που πατούσαν σε μια λιμνούλα νερού στην άσφαλτο.
Η ώρα είχε φτάσει. Ήταν έτοιμος?
Ακολούθησε προσεκτικά τα βήματα χωρίς να βλέπει πολλά.
Από μακριά άκουγε μουσική που γινόταν όλο και πιο έντονη.
Τα βήματα τον οδήγησαν στην πόρτα ενός μπαρ.
Το μπαρ του Τζίμυ, που οι μπάτσοι τον ήξεραν και σαν ... "ο όμορφος", γνωστός νταβατζής που έκανε και κάποιες άλλες "δουλειές" ταυτόχρονα.
Ένας νεαρός, που φαινόταν γυμνασμένος αλλά είχε ακόμα σπυριά στο πρόσωπο εμφανίστηκε.
"Ο κύριος?" είπε.
"Πες στον μπαμπά ότι ήρθε ο Ντοκ και θέλει να του μιλήσει"
"Λυπάμαι, αλλά χρειάζεται άδεια για να μπείτε" είπε πάλι τινάζοντας απότομα το δεξί του χέρι προς το μέρος του Ντοκ προσπαθώντας να τον χτυπήσει στο πρόσωπο.
Με μια κίνηση, ο Ντοκ του έπιασε το χέρι και του το έστριψε λέγοντας, "έχω άδεια μικρέ".
Τον χτύπησε με την λαβή από το 45άρι στο πίσω μέρος του κρανίου και τον άφησε να "κοιμάται" στην είσοδο.
"Άσε, θα του το πω μόνος μου" είπε και ..... μπήκε.
Έψαχνε μέσα στην πολυκοσμία του μαγαζιού να δει κάτι.
Κάτι που θα του έδινε να καταλάβει επιτέλους τι συμβαίνει.
Και τότε την είδε .....