Η χώρα που δεν πεθαίνει
- Πεθαίνει εδώ;-… Δεν πεθαίνει, του λέει,
Αλλά πάνω σε κείνο το βουνό είν’ ένας και
φωνάζει τα ονόματα, όποιονε θέλει για να
πάη, και πάει και δε ματαγυρίζει. Τι γίνεται
δεν ξέρουμε.
(δημοτική παράδοση).
Σβάρνα με πήρε ο Χάρος, και πάω, και που να γείρω;
Γονιούς, παιδιά, γυναίκα, τα θέρισε όλα γύρω.
Απόμεινα παντέρμος, η καλαμιά στον κάμπο.
Που νάβγω; Παντού ο τάφος. Η στιά σβυστή. Που νάμπω;
Που σκέπη; Που αντιστύλι; Που νάβρω μετερίζι;
Το αφευγατό δρεπάνι –γλυτώστε με- θερίζει.
Φοβάμαι, οχτροί μου ή ξένοι, τόποι, άνθρωποι, λαοί,
γλυτώστε με απ’ το Χάρο. Γλυκειά που είν’ η ζωή!
Πάω, πάω να βρω τον κόσμο τον τρισμακαρισμένο,
Που δεν γνωρίζει Χάρο, που δεν ακούς «πεθαίνω»,
εκεί που κι αν υπάρχουν το βράδυ, το πρωί,
τα μάτια αβράδιαστα είναι κι ανύχτωτη η ζωή!
Και γύρισα ντουνιάδες, τη γη, την οικουμένη,
-πεθαίνει εδώ;- ρωτούσα, κι όλο άκουγα:-Πεθαίνει.-
Κ’ είτανε και μια χώρα χτισμένη σε μια ράχη
Του ήλιου το φέγγος είταν, και γύρω της οι βράχοι,
κι ανάμεσα ποτάμια κι ολόγυρα λαγκάδια,
και σα να τα τυλίγαν αγερικών μαγνάδια.
(Ένα βουνό μονάχα καρσί στην ηλιοχώρα,
Θεόρατο, ένας γίγας, ολόμαυρο, μια μπορα).
Κ’ είτανε και μια χώρα σε μια ραχιά απλωμένη
Ρώτησα:-Εδώ πεθαίνει;-Κι άκουσα: - Δεν πεθαίνει.-
Να η τρισμακαρισμένη! Κ’ οι άνθρωποι, να! Θεοί.
Γλυτώστε με απ’ το Χάρο. Γλυκειά που είν’ η ζωή!
Χαρά, χαρά στη χώρα! Εδώ του ήλιου η αχτίδα
Πεθαμμένου δε φέγγει. Την έκαμα πατρίδα
Την ψυχοσώστρα ψώρα, την χαρολυτρωμένη,
Και το τραγούδι μου είταν : - Πεθαίνει; Δεν πεθαίνει !-
Μα τότε ήρθε κοντά μου κάποιος από τη χώρα
και μου είπε : - Δεν πεθαίνει. Μονάχα η μαυροφόρα
κορφή του θεριεμένου βουνού τ’ αντικρινού
σειέται’ φωνή γρικιέται, φοβέρα τ’ ουρανού
και κάθε τόσο κ’ ένα μέσ’ απ’ τη χώρα κράζει,
φωνή σα να προστάζη,
και βλέπεις τον κρασμένο κι αμέσως ξεκινά,
χάνεται, πάει και πάει, και δεν ξαναγυρνά.
Κ’ εδώ κανείς δε γέρνει στον κόρφο του θανάτου,
μα καρτερά καθένας ν’ ακούση τ’ όνομα του
και τρέχει καβαλάρης και φεύγει πεζοδρόμος.
Δεν είν’ εδώ του Χάρου, μηδέ του τάφου ο τρόμος.
Ά! Κι από τότε – ώ λόγια του κάποιου από τη χώρα! –
Του αθάνατου πατρίδα καινούρια ειρηνοφόρα,
Ζωή, γή καινούρια…. Οιμένα ! καινούργια ανατριχίλα
Στου λογισμού τ’ αυλάκια και στης καρδιάς τα φύλλα
Με σφάζει, όλο με σφάζει, γιατί όλο και προσμένω
Τον κράχτη να με κράξη… Πεθαίνω; Δεν πεθαίνω,
μα κάθε τόσο και όλο στον ύπνο και στον ξύπνο,
στη δέηση, στη μονάξια, στη νήστια και στο δείπνο,
και συντυχιές και σκόλες, και οι έγνοιες που με μπλέκουν,
κι όσα με ξανασαίνουν, όλα είν’ αυτιά και στέκουν
και τη φωνή προσμένουν και λαχταράν τον κράχτη,
-Ά! Τι μου γνέθεις, Μοίρα, στο μαύρο σου τα’ αδράχτι!-
Και καρτεράν τον κράχτη που θάβγη να με κράξη…
Ά! Κάλλιο, κάλλιο ο Χάρος να με ξαναρημάξη.
Ά! Φέρτε με στην πρώτη γωνιά μου τη σβυσμένη,
να πω να ξανακούσω : -Πεθαίνει εδώ; - Πεθαίνει.
Η_χώρα_που_δεν_πεθαίνει.mp3