Σήμερα πήγα στην συμβολαιογράφο για ένα αντίγραφο. Δεν ήταν η ίδια εκεί. Ήταν η γραμματέας της. Ένα πλάσμα που όταν περνάει ανθίζουν μπουκαμβίλιες. Εγώ, σεμνός, μετρημένος, τα λόγια μου επαγγελματικά, στυγνά. Την είχα δει μόνο δύο φορές μέχρι τώρα και όμως θυμόταν το όνομά μου. Από το παράθυρο φαινόταν η κορυφή του Ολύμπου. «Ω θεοί» σκέφτηκα «θυμάται τ’ όνομά μου». Τελείωσε με τις σφραγίδες και τα διαδικαστικά και μου έδωσε τον φάκελο.
- Σε ήθελα τίποτα άλλο; Με ρώτησε.
- Μου είπες για ό,τι χρειαζόσουν θα επικοινωνούσες, απάντησα.
- Ναι, μου είπε με ένα περίεργο χαμόγελο, έξω μέλισσες ζουζούνιζαν στα άνθη μιας αμυγδαλιάς, ό,τι χρειαστείς να με πάρεις τηλέφωνο. Μην διστάσεις.
Κατευθύνθηκα προς την τράπεζα. Πριν από μένα στο ταμείο στεκόταν μια γυναίκα που κατέρριπτε κάθε αξιωματική αρχή για τα λογικά αίτια έναρξης πολύχρονου πολέμου.
Έριξα μια αδιάκριτη ματιά στο βιβλιάριό της. Εκεί ήταν γραμμένο το νούμερο 672.900. έσκυψα προς το μέρος της:
- Τι θα έλεγες να παίρναμε αυτά τα λεφτά και να φεύγαμε για να δούμε τον κόσμο;
Δεν απάντησε. Μόνο χαμογέλασε παράξενα και αναδύθηκε από το σώμα της μια βαθιά ευωδία. Αφού έφυγε και κατά την διάρκεια της δικής μου συναλλαγής άκουσα την όμορφη κοπέλα στο ταμείο να λέει: Εγώ θα έφευγα μαζί σου.
Με αυτόν τον τρόπο επαληθεύτηκε η θεωρία μου ότι μπορείς να αρχίσεις μία συζήτηση με μια γυναίκα το πρωί και να την τελειώσεις με μια άλλη το μεσημεράκι.