Είναι λίγο αταίριαστο σα χαμένο βήμα,
λίγο ακανόνιστο σαν ρωγμή σε μνήμα.
Είναι λίγο επώδυνο σαν μικρή χελώνα
περπατάει στον νου, περπατάει στο σώμα.
Φυσικός, σαν πληγή ανοιχτός και στη λάσπη σου, μια ζεστή αγκαλιά.
Λυρικός, θυρωρός, γυαλιστερός, στο σκοτάδι σου πάρε με βαθιά·
με τα σύμβολά σου τα αφανέρωτα,
με τα πέλαγα σου, τα ψηλά βουνά
τις βαθιές αγάπες, τη γλυκιά ζωή
και τις χίλιες στάσεις πριν την κόλαση.
Τις θολές ιδέες, το άγιο το νερό, την λατρεία του πόνου, την υποταγή
τη λαμπρή εικόνα που έχω στον λαιμό, τη ζεστή ανάσα που με οδηγεί.
Πέφτει το πανί της νύχτας συναντάω τον Θεό, με νικάει τον νικώ, με αγγίζει του μιλώ.
Πέφτει το πανί της νύχτας συναντάω το θεριό, μου ανήκει το κοιτώ, το αγγίζω του μιλώ.
Στη ράχη του ανεβαίνω, στη ράχη του με παίρνει και πετώ,
με τ' όνειρο ζωσμένος να σβήσω να καώ.
Στον ήλιο τα φτερά του, τα λέπια του αγγίζω είναι αγνό.
Το όνειρο αρχίζει βουτάμε στο κενό
Και εκεί, πιο ψηλά απ' τη βροχή, μπρος στη όμορφη μοίρα μου
που αγκαλιάζει τη γη
Ναι, πιο κοντά στη χαρά με ραμμένα τα χείλη μου
κι ανοιχτή την καρδιά
Ου, είμαι στο χολ
Κρατάω ένα μπολ
Με παίζει ένας καημός.
Ου, είναι πια αργά
σχόλασε η γιορτή
δεν υπάρχω πια.
Ντύνομαι και κατεβαίνω και στην άδεια μέρα,
με τις μπούκλες στα μαλλιά σκίζω τον αέρα.
Χύνομαι αργά κι οπλίζω και τα μαύρα γάντια μου
τόσο μυροφόρα.
Ραντεβού μου δίνω πίσω απ' τον καθρέπτη μου
την μεγάλη ώρα.
Θα βρεθώ, όπως λογαριάζω, σε σαράντα μίλια
σαν άνοιξη να ευωδιάζω με τα χίλια φύλλα.
Άνεργος, αμίλητος, αφίλητος με
έμφαση στα άχρονα στα απόλυτα "δεν"
Με τα μαύρα μυστικά
Με τις άδειες μέρες.
Να καλπάζω σ' υψηλής ανάλυσης περβόλια
με τις μπούκλες στα μαλλιά
με τις χίλιες σφαίρες
με τις μπούκλες στα μαλλιά
με τις άδειες μέρες
Στην άκρη κάποιου ουρανού παίρνω το όνομα που μου ταιριάζει,
σ' όλα η φωνή του Θεού μιλά μιλά μιλά μιλά
Είναι λίγο ανόητο,
κράτα λίγο ακόμα.
Σκέπασε μου τον νου,
σκέπασέ μου το σώμα.
Μάρτυρας_11.26.25_πμ.mp3