Διαλέγω αυτή την ενότητα από το κέιμενό σου Ηλία καθότι το νόημα είναι πυκνό και τα θέματα που θέτεις πολλά, αλλά το συγκεκριμένο κομμάτι είναι και δικός μου μόνιμος προβληματισμός. Ποια είναι δηλαδή η ουσία του κινήτρου;
Δεν επιχειρώ καν να δώσω συνολική απάντηση στο θέμα που τίθεται παρά περιορίζομαι στο ερώτημα που έβαλα bold:
Ο καλλιτέχνης, εκ των πραγμάτων, αναγκάζεται να κάνει ένα βήμα πίσω για να παρατηρήσει και να καταγράψει. Και αυτό στην "καλή" περίπτωση κατά την οποία ενέχεται. Υπάρχει και η "κακή" περίπτωση κατά την οποία ήταν πάντοτε παρατηρητής, ποτέ εμπλεκόμενος και η περιγραφή βασίζεται ουσιαστικά σε υποθέσεις συναισθημάτων μιας φαντασιακής πραγματικότητας.
Η σύγχρονη επιστήμη έχει αρχίσει να κατατάσσει την καλλιτεχνία στο πεδίο των νευρώσεων. Με λίγα λόγια κάτι πάει στραβά εκεί πάνω. Και αυτό διότι η διαδικασία (και η αναπόφευκτη αναγκαιότητα) της παραγωγής τέχνης είναι τελικά εμπόδιο στη φυσική ζωή του ιδίου του καλλιτέχνη. Άσε που σε πολλές περιπτώσεις παρασύρει σε κυκεώνες και τις ζωές των γύρω του.
Υπό αυτή την έννοια, ο καλλιτέχνης είναι ελαττωματικό μοντέλο. Και αδύναμος και δειλός και απών πολύ περισσότερο από το αντίθετο.
Παρόλα αυτά θα ήταν αφελές να μην παραδεχτώ ότι μπροστά στο αυθεντικό του έργο, ακόμη κι αν αυτό είναι προϊόν εγκλεισμού και μη συμμετοχής, στεκόμαστε εμείς οι υπόλοιποι αδύναμοι να καταλάβουμε πώς στο διάολο κατάφερε να πιάσει την απόλυτη ουσία και να την αποδώσει με μια τραγική γενναιότητα. Να υιοθετήσει μία οπτική απέναντι στα πράγματα που όχι μόνο φοβισμένη δεν μπορεί να είναι αλλά, κατ' εμέ πάντα, ξεπερνάει οποιοδήποτε όριο ενστίκτου αυτοσυντήρησης.
Αλλά επειδή είπα πολλά και ενδεχομένως χαζά, παραθέτω πολύ πιο επεξηγηματικό κείμενο από έναν άμεσα εμπλεκόμενο:
Η Πόλις
Είπες· «Θα πάγω σ' άλλη γή, θα πάγω σ' άλλη θάλασσα,
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ' είν' η καρδιά μου -- σαν νεκρός -- θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμό αυτόν θα μένει.
Οπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα».
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού -- μη ελπίζεις --
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ' όλην την γή την χάλασες.