Όταν κάποιος φεύγει, συνήθως προσπαθώ να διαχωρίσω την οπτική μου και να τον κρίνω ανεξάρτητα από το γεγονός του θανάτου του. Διότι, ως γνωστόν, όταν κάποιος πεθαίνει γίνεται καλύτερος στα μάτια αυτών που μένουν πίσω.
Υπό αυτό το πρίσμα, διάβασα το κείμενο του Alvin Lee και έχω να πω ότι αυτό το κείμενο, με βρίσκει στο πλευρό αυτών των ανθρώπων που σκέφτονται και αισθάνονται έτσι, ανεξαρτήτως με το αν είναι νεκροί ή ζωντανοί.
Με τη σειρά μου, να θυμηθώ, ένα υπόγειο, αυτοσχέδιο προβάδικο, στο σπίτι του ντράμερ μας, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 90. Και θυμάμαι να συζητάω με τον μπασίστα, για το πόσο μας αρέσει ο Alvin Lee και να ανταλλάσσουμε ατάκες για κομμάτια "άκου αυτό" και "βρες αυτό το άλμπουμ" πολύ πριν την εποχή του youtube και τη βαθιά μελαγχολία της ευκολίας του.
Δεν είμαι παρελθοντολάγνος. Θεωρώ ότι και σήμερα υπάρχουν εξίσου, εν δυνάμει, σπουδαίοι οι οποίοι κάποτε θα μνημονεύονται με άπειρο θαυμασμό και φυσικά αρκετό φανατισμό, μόνο και μόνο διότι είναι παλιοί.
Παρόλα αυτά, δεν μπορώ να προσπεράσω τη σπουδαιότητα της γενιάς του 60, του Woodstock, του Μάη, της εδώ δικτατορίας, του Σαββόπουλου με τον οποίο μεγάλωσα, του "imagine no possessions", του Χέντριξ που αρχικά με άφησε αδιάφορο και μετά με πήρε και με σήκωσε και πολλών άλλων μουσικών και μη γεγονότων που σημάδεψαν και καθόρισαν την πορεία του κόσμου όπως τον γνωρίζουμε σήμερα και συχνά με τρόπους που ούτε θα φανταζόμασταν.
Αυτό που (νομίζω ότι) θέλω να πω είναι ότι αυτές οι απώλειες που όσο μεγαλώνω πληθαίνουν, με αφήνουνε άνθρωπο μισό γιατί παίρνουν μαζί τους και εποχές, εμπειρίες, αναμνήσεις, σημαντικά πράγματα που ήταν κομμάτι των πραγμάτων που έγινα.
Τρέμω τη στιγμή που θα ακούσω τα νέα για την απώλεια κι άλλων. Η άμυνά μου είναι να προσπαθώ να παίζω, με μια εμμονή θαρρείς αρρωστημένη, αυτή τη μουσική που μόλις την πρωτοάκουσα, άλλαξα για πάντα.
Και λέγοντας "αυτή τη μουσική" δεν εννοώ κάποιο συγκεκριμένο είδος. Εννοώ αυτό το συναίσθημα που είτε είναι Τσιτσάνης είτε Dylan είτε Χατζιδάκις είτε Muddy Waters, είναι ένα και το αυτό.