Πενήντα τα Χρόνια
(Verse1)
Λουλούδι ανθηρό
που κόψαμε παρέα.
Σφίξε τ' αγκάθι γενναία
ο πόνος περνά.
Ματώνουν τα χέρια,
μα κοίτα! Τι θέα...
Τρομάζουν τα μάτια
σαν αίμα που ρέει γοργά.
Τα φώτα δεν σβήνουν
να νοιώθουν τα μοιραία
σαν ακουμπούν το στήθος
θα ζουν στα τυφλά
Φύσα καπνό με χείλη αγοραία,
να ρίξουν φωτιά μες το
στέρνο για πόνο γλυκό.
(Chorus)
Κράτα στα χέρια κόκκινο
λουλούδι
Σα χιόνι ξανά θα λιώνει
η Κυριακή
Κλάψε ζωή με όμορφο
τραγούδι
Άσε λευκό το τέλος,
μαύρο της γης το μέρος
Πενήντα τα χρόνια
που φύγαν
Δευτέρα πρωί.
(Verse2)
Στερεύει η βροχή,
γελάσαμε ωραία.
Σβήσε ξανά στο σώμα
τη νέα εποχή.
Πονάνε οι ώμοι,
τα χρόνια βαρέα,
σα δείκτες που τρέχουν
στου χρόνου
τη λάθος στιγμή...
Δεν σβήνουν τα φώτα
στα όνειρα τυχαία,
χίλια κεριά που καίνε
ο πόθος γεννά.
Ζήσε ξανά με λόγια
βιαία,
να νοιώσει το βέλος
καρδιά να διαπερνά.
(Chorus)
Κράτα στα χέρια κόκκινο
λουλούδι
Σα χιόνι ξανά θα λιώνει
η Κυριακή
Κλάψε ζωή με όμορφο
τραγούδι
Άσε λευκό το τέλος,
μαύρο της γης το μέρος
Πενήντα τα χρόνια
που φύγαν
Δευτέρα πρωί.
- 5