Ο Δολοφόνος
(Verse1)
Χθες με ξύπνησε μια άναρχη στριγκλιά
Λες και στον ύπνο μου
με τσίμπησε βελόνα
Και τα σεντόνια
με δυνατή κλοτσιά ,
τίναξα πέρα
για να βγω μες τον χειμώνα.
Πες μου τι έγινε,
ποιον φάγανε ξανά;
Είναι ο γείτονας,
στον άδειο ελαιώνα.
Βόλτα τον σκύλο
μέσα σε άγρια ερημιά
πες μου τι γύρευε
και τώρα τρώει χώμα.
Ρίχνει το χιόνι,
μέσα σε μαύρη παγωνιά
τρελός καιρός να ξετρυπά
ανθρώπου σώμα.
Θεό και δαίμονα
δεν ξεχωρίζεις πια,
ζεστό το αίμα ρέει γοργά
σε λάγνο στρώμα.
Κλείσε τα μάτια γιε μου
δεν είναι για παιδιά.
Καημένε γείτονα
κοιτάς με τρόμο ακόμα.
Το τρίτο θύμα
μες του μήνα τα στέρνα
και ο δολοφόνος
πάλι χάθηκε στα χιόνια.
(Chorus)
Κι αυτοί που ζουν,
με φόβο ακούν
τον Άγιο
Κι αυτοί που ακούν
ζωή θα ζουν -
Δίχως αύριο.
(Verse2)
Για ύπνο έπεσα,
ενάτη πρωινή
Νωρίς στα όνειρα
με μαύρο θανάτου χρώμα.
Μέσα στο πάπλωμα
σε στάση εμβρυακή
να περιμένω το κακό
να βρει το σώμα.
Κηλίδες αίματα,
μα πως δεν είχα δεί;
Γύρω απ' τα χέρια μου
νοπές τις βλέπω ακόμα.
Μέσα στα δάχτυλα
λεπίδα κοφτερή
εγώ ανέμιζα
πάνω από ανθρώπου πτώμα.
Κρύψου κι απόψε,
κανείς δεν θα σε βρει.
Άλλος ο ύποπτος,
πέφτει ο νους σε κώμα.
Ρε τι θα κάνεις
αν η Νέμεσις φανεί;
Γέρος σακάτης πες,
με νίκησε το πιώμα.
Μέρες περάσανε
και πιάσαν τον φονιά
Ο κόσμος γλέντησε,
λιώσανε και τα χιόνια.
Ποιοι παρανόησαν
και σκέφτηκαν σοφά;
"Κάποιον να πιάσουμε
να μην περνούν τα χρόνια".
(Chorus)
Κι αυτοί που ζουν,
με φόβο ακούν
τον Άγιο
Κι αυτοί που ακούν
ζωή θα ζουν -
Δίχως αύριο
- 14