Προς το περιεχόμενο

Οι BLUES GANG κι εγώ


ez

Προτεινόμενες αναρτήσεις

  • Guru

Όταν φτιάξαμε τους Blues Gang με τον Σωτήρη, μόλις είχα αρχίσει να βγαίνω από μια περίοδο που το μπλουζ με είχε καταπιεί. Δεν ήμουν αιχμάλωτος ή όμηρος, ευτυχισμένος μαθητευόμενος ένοιωθα, βρισκόμουν εκεί που ήθελα, κανείς δε με ανάγκασε, βυθίστηκα στον κόσμο που λαχταρούσα να γνωρίσω, έστω πλατωνικά. Ήμουν τυχερός που δεν χάθηκα μέσα του και φάνηκα τελικά δυνατός για να βγω, αυτό που με ωθούσε ήταν αχαλίνωτο.

 

Στα 20 μου περίπου άρχισα να παίζω κιθάρα κι ύστερα από δυο χρόνια πάνω κάτω η λαχτάρα να μοιραστώ τα συναισθήματα που ασφυκτιούσαν μέσα μου επισκίαζε κάθε τι. Όλα έμοιαζαν να συμβαίνουν σε δεύτερο πλάνο, η ζωή γύρω μου συνεχιζόταν μέσα σε μια άνευρη και ανούσια αχλή, έτσι μου φαινόταν, μόνο η μουσική είχε σημασία για μένα.

 

Ο Σωτήρης είχε μια μικρή σοφίτα στο σπίτι του, μια σταλιά ήτανε, εκεί ξεκίνησαν οι πρώτες μας συναντήσεις, έπαιζα πρωτόλεια σχήματα σε μια δανεική κιθάρα κι εκείνος συνόδευε στο μπάσο, ήταν ο μόνος που έμοιαζε να χαίρεται την προσπάθεια και διατεθειμένος να το παλέψουμε παρέα. Εγώ άκουγα τότε ότι  μπορούσα να βρω, κυρίως παλιούς μπλουζίστες, Big Joe Williams, Blind Lemon Jefferson, Skip James, οι περισσότεροι φίλοι μου με αντιμετώπιζαν με συγκατάβαση, άκουγα όμως και απαξιωτικές κουβέντες για τους γέρους που δεν μπορούν να πάρουν τα δάχτυλα τους. Με πλήγωσαν τα λόγια τους και δε τα ξέχασα ποτέ, ουλές στην ψυχή που ακόμα τσιμπάνε μερικές φορές.

 

Η πρώτη συναυλία σχήματος με την ονομασία που ήδη είχαμε σκαρφιστεί προέκυψε σχεδόν από το πουθενά και έγινε στο χωριό Συκιά της Χαλκιδικής. Τύμπανα έπαιξε ο Γιάννης Παπαγεωργίου ενώ κατά σύμπτωση έπαιξε κιθάρα και ο Νίκος (Ντουνούσης). Απίθανη συγκυρία η οποία απλώς συνέβη, δεν υπήρχε τίποτε βαθύτερο μήτε προκάλεσε κάποιο έναυσμα για περαιτέρω συνεργασίες. Με τον Σωτήρη συνεχίζαμε ασταμάτητα, κάποια στιγμή αποφασίσαμε να γυρέψουμε ντράμερ προκειμένου να μπορούμε να πλησιάσουμε τον ήχο των Elmore James, Jimmy Reed, T-Bone Walker που μας άρεσαν και πιστεύαμε πως μπορούσαμε να τα καταφέρουμε.

 

Συναντηθήκαμε με τον Διονύση Στεφανόπουλο που σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη τότε και σκαρώσαμε το πρώτο τρίο. Αρχίσαμε να παίζουμε σταδιακά σε εκδηλώσεις της εποχής, σε πάρκα και πλατείες, στην Σελήνη, κάποια στιγμή βρεθήκαμε να παίζουμε και στο «Παραρλάμα» πριν ακόμα φτιαχτεί για ζωντανές εμφανίσεις και λειτουργούσε ως αίθουσα για εκθέσεις φωτογραφίας και βραδιές ποίησης, άλλη φοβερή σύμπτωση και τούτη.

 

Εγώ έψαχνα μπας και βρω κάποιον τραγουδιστή για τη μπάντα γιατί δε μου άρεσε καθόλου η φωνή μου αλλά μάταια, ποιος να βρεθεί να τραγουδήσει αποκλειστικά μπλουζ στη Θεσσαλονίκη του 1982; Έτσι αναγκάστηκα στην ουσία να παίξω και αυτόν τον ρόλο, παντελώς απαίδευτος και με ελάχιστες γνώσεις αγγλικών, στην πραγματικότητα γκάριζα παθιασμένα, νομίζω μου πήρε πάνω από μια δεκαετία να συμβιβαστώ με την ανεπάρκεια μου και ακόμα πέντε ή έξι χρόνια για να μάθω να ελέγχω κάπως πειστικά το τραγούδισμα μου, πολύ αργότερα κατάφερα να αποδεχτώ και ν’ αγαπήσω τούτη την καλλιτεχνική μου πλευρά.

 

Η μάνα του Δημήτρη Σταρόβα  έμενε στην πολυκατοικία μου και γνωριζόμασταν καλά, τολμάω να πω μεγαλώναμε παρέα. Ο Δημήτρης, παρότι μικρότερος στην ηλικία, ήταν ήδη εξαιρετικός και πεπειραμένος μουσικός αλλά τον γοήτευε η κατακλυσμιαία δύναμη της μουσικής που παίζαμε,  όσο μονολιθική και πρωτόγονη κι αν του φαινόταν, ήρθε η ώρα λοιπόν που εντάχθηκε στο σχήμα και γίναμε κουαρτέτο. Έτσι παίξαμε σε διάφορες συναυλίες, θυμάμαι πως σε μια διαβόητη εμφάνιση στην Αρχιτεκτονική του ΑΠΘ (μάλλον η πρώτη μας φορά ως κουαρτέτο) ανεβήκαμε χωρίς καμία πρόβα και παίξαμε κοντά 4 ώρες. Βοηθούσε ασφαλώς η φύση του ιδιώματος με τα προκαθορισμένα μέτρα και τον αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα , και πάλι όμως ήταν αξιοσημείωτη περίσταση.

 

Στις νυχτερινές τσάρκες μου στα μπαράκια της Κορομηλά, συνάντησα στο Λούκυ Λουκ τον Νώντα Ερκέκογλου, ένοιωσα πως βρήκα μια αδελφή ψυχή, μοιραστήκαμε την αγάπη μας για τη μαύρη μουσική με ενθουσιασμό και παίξαμε σποραδικά σαν ντουέτο κιθάρα – φυσαρμόνικα. Όταν οι Διονύσης και Σταρόβας αποχώρησαν, η προφανής κι ευκταία λύση ήταν να έρθει ο Νώντας στο σχήμα, κι έτσι έγινε. Τύμπανα άρχισε να παίζει μαζί μας ο Πάνος Τόλιος με τον οποίο ήμαστε συμμαθητές και αδελφικοί φίλοι στην εφηβεία μας. Παρότι μουσικά ήταν σαφώς πιο εξελιγμένος με θητεία πολλών ετών και δισκογραφία, διέκρινε κάποιες προοπτικές στο συγκρότημα και τελικά συμπορεύτηκε.

 

Συνεκτικός κρίκος όλων των πήγαινε έλα της εποχής και του κύκλου μας ήταν το δισκοπωλείο Be Bop του Γιώργου Τσακαλίδη, εκεί μέσα συντελούνταν ζυμώσεις που αργότερα οδήγησαν σε σημαντικά γεγονότα της μουσικής στη χώρα μας. Ο «Τσάκαλος», ανήσυχο πνεύμα, άρχισε να οραματίζεται την ίδρυση μιας εταιρείας δίσκων, πολύ γρήγορα με την θετική διάθεση όλων των φίλων και μουσικών που περνούσαν καθημερινά από το δισκάδικο του και την αμέριστη στήριξη της συντρόφου του Ναταλίας Κουρεμένου έφτασε στην ίδρυση της Ano Kato Records.

 

Οι Blues Gang  ήταν προφανής επιλογή για τον πρώτο δίσκο ως ξεκίνημα – καθότι παίζαμε ήδη για μια διετία και φαινόταν πως εκπληρώναμε τις προϋποθέσεις. Υλικό υπήρχε, διάθεση με το τσουβάλι, ήμασταν γρήγοροι και φθηνοί, οπότε ξεκινάει η διαδικασία κι έρχεται η προσέγγιση με τον Νίκο Παπάζογλου που γνωρίζαμε όλοι αλλά ταυτόχρονα ξέραμε και το επίπεδο του στουντίου «Αγροτικόν» με τον ίδιο πίσω από τη κονσόλα.

 

Στο μεταξύ ο Πάνος ήταν εξαφανισμένος, ο έρωτας τον είχε οδηγήσει σε άλλες πόλεις και σε μια εποχή χωρίς κινητά και ίντερνετ δε τον βρίσκαμε με τίποτα. Δεν θυμάμαι πως και από ποιους, πάρθηκε η απόφαση να μπούμε για την ηχογράφηση με τον Λεωνίδα Σταματιάδη, ιστορικό στέλεχος πολλών γκρουπ της πόλης και έμπειρο ντράμερ. Μαζί παίξαμε τελικά αρκετά σε πόλεις της Βόρειας Ελλάδας και σε πολλά μαγαζιά. Αυτό ήταν το τελικό σχήμα που απέδωσε τον δίσκο Dig it στην ελληνική δισκογραφία, το πρώτο μπλουζ άλμπουμ στην ιστορία της Ελλάδας. Όχι πως μας ένοιαζε, είναι όμως μια πτυχή που έχει τη σημασία της, κυρίως για τους ερευνητές και τους δημοσιογράφους. Συμμετοχή είχαν στον δίσκο ο Θοδωρής Ρέλλος στο σαξόφωνο και ο Γιώργος Πεντζίκης στα πλήκτρα, σπουδαίοι μουσικοί και οι δυο τους.

 

Έναν χρόνο αργότερα, στον ίδιο χώρο ηχογραφήθηκε και ο δεύτερος δίσκος μας «On a second thought”, αυτή τη φορά με τον Πάνο στα τύμπανα (που είχε επιστρέψει στο μεταξύ) και τον Νίκο Ντουνούση που είχε ενταχθεί στο γκρουπ. Αυτός πιστεύω ήταν ένας αληθινά καλός δίσκος, προσεγμένος και δουλεμένος στη λεπτομέρεια, με ωραίες ιδέες και όλο το υλικό να αποτελείται από δικά μου τραγούδια, σε αντίθεση με τον πρώτο που είχε έναν πιο αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα και μόλο που κι εκεί υπήρχαν δείγματα πρόβας κι ενορχήστρωσης συνολικά η αισθητική ήταν πιο χαλαρή, ο συνθετικός ρομαντισμός, η στιχουργική αφέλεια και η άγνοια κινδύνου περίσσευαν – τουλάχιστον από την μεριά μου, κάτι όμως που τελικά αποδείχθηκε ως ατού της κυκλοφορίας, κυρίως γιατί ήταν διάχυτο το συναίσθημα πως υπήρχε ειλικρίνεια και αυτό το στοιχείο νομίζω τελικά πως εκτιμήθηκε από το κοινό και κρατήσαμε τόσα χρόνια, δεν κοροϊδέψαμε, δεν εκμεταλλευτήκαμε, δεν ξεπουληθήκαμε κι εντέλει λάβαμε μια άτυπη έγκριση του κόσμου να συνεχίσουμε.

 

Ο δεύτερος δίσκος παρόλα αυτά είναι σε άλλο επίπεδο συνολικά, αρκετά εξελιγμένος σε όλες τις παραμέτρους. Με την εξαίρεση ίσως του Νώντα – που μοιραζόμασταν απειρία, πάθος, θράσος πρωτάρηδων και ήμασταν 100% αυτοδίδακτοι – εγώ είμαι με διαφορά ο χειρότερος μουσικός, κάτι που εύκολα διακρίνει κάποιος. Ο Σωτήρης έπαιζε αρκετά χρόνια με διάφορα σχήματα της πόλης, ο Νίκος είχε το δικό του γκρουπ ενώ ο Πάνος ήταν ένας από τους πιο συγκλονιστικούς ντράμερ που έχω συναντήσει. Όλοι τους γνώριζαν λίγο ή πολύ τα τι και τα πως ενώ του λόγου μου τα μάθαινα στην διαδικασία, το δικό μου «όπλο» ήταν το συνολικό όραμα και η αφοσίωση μου να πραγματωθεί, όπως και η βαθύτερη ενασχόληση μου με τον ήχο και τις ιδιαιτερότητες του μπλουζ.

 

Είναι κάπως τρομακτικό να γράφω αυτές τις γραμμές και να έχουν κυλήσει 40 χρόνια από τότε, ο Τσακαλίδης και ο Παπάζογλου φευγάτοι πια από τη ζωή εδώ, δύσκολο να το συνειδητοποιήσω, ακούγεται τετριμμένο αλλά όντως μου φαίνεται σαν χθες. Από την άλλη τι χαρά, τιμή κι ευγνωμοσύνη να παίζουμε ακόμα παρέα με τον Σωτήρη αλλά και με τον Νίκο κάποιες φορές, να έρχεται στα ξαφνικά κι ο Νώντας για τζαμ, να απολαμβάνουμε τη μουσική όπως τότε.

 

Σίγουρα ξεχνάω πολλά, ελπίζω όχι πολλούς, ας με συγχωρέσουν αν αυτό συμβαίνει αλλά μια λεπτομερής καταγραφή εκείνων των ημερών απαιτεί πολύ χρόνο και δεκάδες σελίδες. Κι ένα τελευταίο για το τι ήταν οι Blues Gang, κάποτε σε μια κουβέντα για τα επεισόδια, τις φασαρίες και τις ζημιές που προκαλούσαν οι πάνκηδες της εποχής στις συναυλίες, ένας φίλος ρώτησε κάποιον επιφανή εκπρόσωπο της πανκ σκηνής της πόλης που ήταν παρών «στους Blues Gang  γιατί δεν μπουκάρετε να τα σπάσετε;» για να πάρει την – με αφοπλιστικό τόνο – απάντηση «αυτοί τα δίνουν».

 

18301054_1407232289314881_2921217895763519246_n.jpg

  • Like 18
  • Ευχαριστώ 1

The music you listen to, becomes the soundtrack of your life

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

«...παντελώς απαίδευτος και με ελάχιστες γνώσεις αγγλικών, στην πραγματικότητα γκάριζα παθιασμένα, νομίζω μου πήρε πάνω από μια δεκαετία να συμβιβαστώ με την ανεπάρκεια μου και ακόμα πέντε ή έξι χρόνια για να μάθω να ελέγχω κάπως πειστικά το τραγούδισμα μου...παρότι μουσικά ήταν σαφώς πιο εξελιγμένος με θητεία πολλών ετών και δισκογραφία...σε αντίθεση με τον πρώτο που είχε έναν πιο αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα και μόλο που κι εκεί υπήρχαν δείγματα πρόβας κι ενορχήστρωσης συνολικά η αισθητική ήταν πιο χαλαρή, ο συνθετικός ρομαντισμός, η στιχουργική αφέλεια και η άγνοια κινδύνου περίσσευαν – τουλάχιστον από την μεριά μου...με την εξαίρεση ίσως του Νώντα – που μοιραζόμασταν απειρία, πάθος, θράσος πρωτάρηδων και ήμασταν 100% αυτοδίδακτοι – εγώ είμαι με διαφορά ο χειρότερος μουσικός, κάτι που εύκολα διακρίνει κάποιος...»

Ηλίας Ζάικος

 

Προς γνώση & συμμόρφωση των απανταχού Ψώνιων, ημεδαπών και αλλοδαπών.

 

  • Like 2
  • Συμφωνώ 1

Specs talks, M🐮🐮gs walks

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Το δισκάδικο του Τσάκαλου, η Ναταλία, τι γυναικάρα, είχαμε κρατήσει μια επαφή, αλλά μετά που πέθανε ο Τσάκαλος, την έσβησα από φίλη στο ΦΒ.

Τόσα χρόνια στη Σαλονίκη δεν σας είχα δει ποτέ, κάτι που έλειπα όλα τα ΣΚ, κάτι που δεν ήταν και του γούστου μου, μα έπεσα πάνω σας μια μέρα στην Αθήνα, μπορεί να ήταν και η πρώτη σας εμφάνιση σε κάποιο μαγαζί πίσω από την Αλεξάνδρας, μάλλον 83-84? δεν θυμάμαι, πάντως καλά μου είχατε ακουστεί τότε ?

Η Σαλονίκη ήταν τότε μεγάλο χωριό ΟΛΟΙ στη Κορομηλά πηγαίναμε, στα ίδια μαγαζιά μπανοβγαίναμε, γεράσαμε ρε πστ μου χαχαχαχαχα

Να είσαι καλά Λιάκο κι εσύ και η μπάντα

 

  • Like 2
Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Δημιουργήστε λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε

Πρέπει να είστε μέλος για να αφήσετε σχόλιο

Δημιουργήστε λογαριασμό

Γραφτείτε στην παρέα μας. Είναι εύκολο!

Δημιουργία λογαριασμού

Σύνδεση

Έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.

Σύνδεση
×
×
  • Δημοσιεύστε κάτι...

Τα cookies

Τοποθετήθηκαν cookies στην συσκευή σας για να είναι πιο εύκολη η περιήγηση στην σελίδα. Μπορείτε να τα ρυθμίσετε, διαφορετικά θεωρούμε πως είναι OK να συνεχίσετε. Πολιτική απορρήτου