Προς το περιεχόμενο
  • Άρθρα

    Άρθρα Μουσικής Τεχνολογίας
    • blue
      Τα ακουστικά εφέ χρησιμοποιήθηκαν εκτενώς για πρώτη φορά στη βιομηχανία του κινηματογράφου ενώ η χρήση τους χρονολογείται από πολύ νωρίτερα στο θέατρο. Διάφορες συσκευές χρησιμοποιούνταν στις παραστάσεις με στόχο την προσομοίωση ιδιαίτερων ήχων, όπως αυτόν του κεραυνού ή του καλπασμού των αλόγων. Κατά τη δεκαετία του 1920 , ταυτόχρονα με την εξάπλωση του ραδιοφώνου, παρατηρήθηκε μια εξέλιξη στο χώρο των ηχητικών εφέ, αφού οι ραδιοφωνικοί σταθμοί προσελάμβαναν προσωπικό αποκλειστικά για την επένδυση των ζωντανών θεατρικών παραστάσεων που εξέπεμπαν. Προς το τέλος της ίδιας δεκαετίας ο κινηματογράφος απέκτησε ήχο, ανοίγοντας νέους ορίζοντες για την τέχνη των εφέ.

      Τα εφέ που συνήθως χρησιμοποιούνταν στις ταινίες της εποχής ήταν echo, reverb, flanger, phaser, chorus, equalizer, φίλτρα, overdrive , fuzz, ring modulation, compression και reverse echo.Ήταν απαραίτητη η επεξεργασία των προ-ηχογραφημένων ηχητικών δειγμάτων , όχι μόνο για ρεαλιστικότερο αποτέλεσμα, αλλά και για την πρόκληση συναισθηματικής έντασης στο ακροατήριο. Για παράδειγμα , ο ήχος ενός πυροβολισμού θα εμπλουτιζόταν με τον ήχο κάποιου ηχογραφημένου κρότου ισοσταθμισμένου (equalized) σε εκείνες τις συχνότητες που θα τον έκαναν να ακούγεται πιο ρεαλιστικός. Στην περίπτωση που ο sound designer ήθελε να δώσει έμφαση στη δραματική σκηνή που περιγράφεται παραπάνω, τότε θα προσέθετε και βάθος (reverb) .  Είναι σημαντική η διαπίστωση ότι είτε ένα εφέ χρησιμοποιήθηκε για την «προσομοίωση» μιας ρομποτικής φωνής σε ταινία επιστημονικής φαντασίας είτε για τον εμπλουτισμό του πλήθους  των αρμονικών της κιθάρας του Jimi Hendrix, το ζητούμενο και το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο και στις δύο περιπτώσεις : η συναισθηματική επιρροή που θα προκαλούσε στο ακροατήριο.

      Tα εφέ για την ηλεκτρική κιθάρα έκαναν την εμφάνισή τους χρονολογικά την εποχή που ανθούσε η μουσική των big bands. Ήταν επιτακτική η ανάγκη για μεγαλύτερες εντάσεις ώστε να μπορέσει να ακουστεί μια κιθάρα συνδεδεμένη σε έναν μικρής ισχύος (10-15W) ενισχυτή λυχνίας ανάμεσα σε ομάδες πνευστών οργάνων. Φημολογείται ότι η ανακάλυψη της παραμόρφωσης έγινε εκείνη την περίοδο με δύο διαφορετικές εκδοχές : Η μία αναφέρει ότι κάποια λυχνία καταστράφηκε κατά την εκτέλεση ενός κομματιού και η άλλη ότι το μεγάφωνο του ενισχυτή σκίστηκε από την μεγάλη καταπόνηση. Και  οι δύο εκδοχές συνεχίζουν με τον ίδιο τρόπο : ο ήχος που παράχθηκε κέντρισε το ενδιαφέρον των κιθαριστών και θέλησαν να τον διατηρήσουν. Είναι πολύ πιθανό οι δύο αυτές ιστορίες να είναι ανακριβείς δεδομένου ότι και στις δύο περιπτώσεις η παραμόρφωση που θα δημιουργούσαν αυτές οι βλάβες θα ήταν πολύ έντονη και δεν θα είχε κανένα μουσικό ενδιαφέρον, ενώ ταυτόχρονα είναι πολύ λογικό η παραμόρφωση να «εφευρέθηκε» από την υπεροδήγηση των λυχνιών των ενισχυτών που χρησιμοποιούσαν εκείνη την περίοδο οι κιθαρίστες, εξαιτίας των μεγάλων εντάσεων που απαιτούσαν οι συνθήκες του παιξίματός τους.

      Η υπεροδήγηση των λυχνιών ενός ενισχυτή δημιουργείται όταν αυτός λειτουργεί σε ασυνήθιστα μεγάλες εντάσεις. Ο ήχος που παράγεται θωρείται πλέον κλασικός και είναι γνωστός ως «tube overdrive».  Oι μουσικοί της εποχής τον αντιλήφθηκαν ως πιο κοντινό στον ήχο των πνευστών και ειδικότερα του σαξοφώνου, όχι μόνο λόγω της διαφοροποίησης στη χροιά εξαιτίας την προσθήκης αρμονικών , αλλά και για την ιδιότητα του ήχου να διατηρείται για περισσότερο χρόνο (sustain).  Τo sustain που αποτελεί έκτοτε ζητούμενο για πολλούς κιθαρίστες ήταν αποτέλεσμα του φαινομένου συμπίεσης (compression) που επίσης συμβαίνει κατά την υπεροδήγηση ενός ενισχυτή λυχνίας.  Αυτή θεωρείται η αρχή της χρήσης των εφέ στην ηλεκτρική κιθάρα, μιας και είναι η πρώτη φορά που κάποια στοιχεία άλλαξαν δραστικά τον ήχο της, μετατρέποντάς τον σε ένα διαφορετικό ηχόχρωμα με μουσικό ενδιαφέρον. 

      Όμως η δημιουργία μιας ξεχωριστής  μονάδας  εφέ που να στοχεύει αποκλειστικά στην «αλλοίωση» του ήχου της ηλεκτρικής κιθάρας έγινε αργότερα. Το 1961 ο Glen Snotty ηχογραφούσε το τραγούδι του Marty Robbins «Don’t worry».  Κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης, μια βλάβη στο κανάλι της κονσόλας που έγραφε την κιθάρα του Grady Martin δημιουργούσε έναν ασαφή (fuzzy) παραμορφωμένο ήχο.  Τη στιγμή που διακόπηκε η ηχογράφηση για να διορθωθεί η βλάβη της κονσόλας ο Martin ζήτησε να συνεχιστεί η εγγραφή με αυτόν τον τρόπο γιατί του άρεσε ο «λανθασμένος» ήχος.  Αργότερα ο Snotty επινόησε έναν τρόπο προσέγγισης του ίδιου ήχου με τη βοήθεια ενός κυκλώματος με τρανζίστορ και παρουσίασε την εφεύρεσή του στην Gibson. 

      Σύντομα η Gibson παρουσίασε στην αγορά το «Maestro Fuzz-Tone» , προμηθεύοντας τα καταστήματα με 5000 τέτοιες μονάδες. Στο εγχειρίδιο λειτουργίας του αναφερόταν χαρακτηριστικά  : «Το Fuzz-Tone είναι σχεδιασμένο για να δημιουργεί ένα συναρπαστικό νέο ήχο κιθάρας. Αυτό επιτυγχάνεται με ειδικά ελεγχόμενη παραμόρφωση. Συνεπώς μην ενοχληθείτε από την παραγωγή ενός “Fuzz effect”. Αυτός είναι ο ήχος που παράγει αυτό το πετάλι-ένας ιδιαίτερα διαφορετικός και συναρπαστικός ήχος.»
      Για 3 συνεχόμενα έτη οι μουσικοί δεν έδωσαν σημασία στη νέα αυτή εφεύρεση, ώσπου η κυκλοφορία του «Satisfaction» των Rolling Stones έδρασε καταλυτικά για την προώθησή του. Στα επόμενα 2 χρόνια πουλήθηκαν πάνω από 24.500 πετάλια.
       
      Εκείνη την περίοδο, o Roger Mayer κατασκεύαζε τη δική του εκδοχή του Fuzz Tone για τον φίλο του Jimmy Page. H αγγλική εταιρεία Sola Sound κυκλοφόρησε μια εκδοχή με 2 τρανζίστορ το 1965, το πασίγνωστο Tone Bender, ενώ ένα κύκλωμα με 3 τρανζίστορ προστέθηκε στα τέλη του 1966 στο Vox Tone Bender Professional MKII.  Η αποδοχή από τους μουσικούς ήταν τεράστια και έτσι δημιουργήθηκε η ανάγκη για χρήση διαφορετικών ήχων στην ηλεκτρική κιθάρα. Η επανάσταση ήταν τόσο μεγάλη που κάποιες εταιρείες κατασκευής ενισχυτών ξεκίνησαν να περιλαμβάνουν κυκλώματα παραμόρφωσης στους ενισχυτές τους. Βελτιώσεις και διαφοροποιήσεις στα αρχικά κυκλώματα συνέχισαν να πραγματοποιούνται και συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
       
      Το 1967 ο Roger Mayer παρουσίασε στον Jimi Hendrix το Octavia, ένα fuzz πετάλι με το επιπλέον χαρακτηριστικό να προσθέτει μια οκτάβα ψηλότερη στον παραμορφωμένο ήχο. Ακολούθησε το Super Fuzz της Univox που χρησιμοποιούσε τρανζίστορ σιλικόνης αντί γερμανίου και το 1968 κατασκευάστηκε το EHX Big Muff, που χρησιμοποιείται κατά κόρον στη rock δισκογραφία έκτοτε. Η εμπορική επιτυχία των πεταλιών για ηλεκτρική κιθάρα και η αποδοχή που είχαν οι πρώτες μονάδες εφέ από τους κιθαρίστες ώθησαν τις εταιρείες στην έρευνα για δημιουργία νέων πρωτοποριακών εφέ.
       
      Συνέχεια στο 2ο μέρος.

    • Επισκέπτης

      Ασφάλιση μουσικών

      By Επισκέπτης, in Η Αγορά της Μουσικής,

      Οι μουσικοί απασχολούνται και ασφαλίζονται νόμιμα με δυο τρόπους:
      Ως μισθωτοί
      Όπου γινεται κανονικη πρόσληψη / πίνακας προσωπικού στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ. Εχουν ΤΕΚΜΑΡΤΟ ημερομίσθιο, πραγμα που σημαίνει οτι δε μπορει ο εργοδοτης να δηλώσει οτι τους πληρωνει με μεροκάματο 10 ευρω ωστε να εχει μικρες ασφαλιστικές εισφορές να αποδωσει, αλλα οι εισφορες υπολογιζονται ποσοστιαία επι τεκμαρτού ημερομισθίου 40,45 ευρω, ητοι 40,45 επι 49,56% (εισφορες εργαζομενου και εργοδοτη) = 20,05 ευρω.

      Αρα, για καθε εργαζόμενο μουσικο, το κοστος του εργοδοτη περα απο το μεροκαματο του μουσικου, θα ειναι επιπλεον 20,05 ευρω που οφειλει να αποδωσει στο ΙΚΑ.
       
      Ως αυτοαπασχολούμενοι ελεύθεροι επαγγελματίες (upd. 2018 στους συντελεστές ΙΚΑ και ΦΠΑ)
      Όπότε και εκδίδουν τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών προς επιτηδευματιες, αποδειξη παροχης υπηρεσιων προς ιδιωτες (σπανιο). Πανω στην καθαρη αξια του τιμολογιου, πχ 100 ευρω, γινεται κρατηση Ικα 16% (που ειναι οι εισφορες εργαζομενου και τις αποδιδει στο Ικα ο εργοδοτης), και μπαινει φπα 24%. Αρα, εαν τιμολογήσεις 100 ευρω, θα παρεις στο χερι 100+24-16 ευρω, και τα 24 θα πρεπει να τα αποδωσεις στο δημοσιο με περιοδικη δηλωση Φπα. ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗ ΕΧΟΥΜΕ ΜΟΝΟ ΣΤΑ ΤΙΜΟΛΟΓΙΑ ΑΝΩ ΤΩΝ 300 ΕΥΡΩ, η οποια συμψηφιζεται με τυχον οφειλες στη φορολογια εισοδηματος, ή επιστρεφεται. Άρα, για τιμολόγιο 1000 ευρώ καθαρής αξίας, έχουμε 1000 + 240 ΦΠΑ - 160 ΙΚΑ - 200 παρακράτηση φόρου. τελικό εισπρακτέο 880 ευρώ αλλά έχουμε πληρώσει και φόρο 200.

      Οι μουσικοί λοιπον, ασφαλίζονται ΜΟΝΟ στο ΙΚΑ. 
      ΤΕΒΕ/ΟΑΕΕ, εχει ο μουσικός παραγωγός αλλα οχι ο μουσικός (ο εκτελεστής μουσικών έργων δηλαδή).

      Επισης, στους αυτοαπασχολουμενους, η τιμολόγηση γινεται ΜΕΤΑ την παροχη της υπηρεσίας. Δηλαδη, εαν εχεις "μπλοκακι", σε ενδεχόμενο έλεγχο του ΙΚΑ ή της επιθεώρησης εργασίας την ωρα που παίζεις, δε μπορει να καταλογιστεί πρόστιμο σε εσενα ή τον εργοδότη, διοτι εισαι υποχρεωμένος να τιμολογήσεις ΜΕΤΑ τη συναυλία (καλό είναι βέβαια να υπάρχει έγγραφο συμφωνητικό με υπογραφές των εμπλεκόμενων υποβληθέν στο Τaxisnet ΠΡΙΝ την έναρξη τoυ event προς αποφυγή οποιασδήποτε αμφισβήτησης σε ενδεχόμενο έλεγχο). Εαν ομως δεν εχεις μπλοκ και ούτε έχεις προσληφθεί ως μισθωτος, τότε προβλέπεται πρόστιμο αδήλωτης εργασίας. 

      Η απόδειξη επαγγελματικής δαπάνης, ή αλλιώς τίτλος κτήσης αποτελεί ενα ελληνικό παράδοξο (upd. 2018):

      Για τους περιστασιακά απασχολουμενους σε αντικείμενο εκτός τον πρώην κατονομαζόμενων ως "ελευθέριων επαγγελμάτων" (ο μουσικός είναι ένα από αυτά αλλά στην πράξη η Α.Ε.Δ χρησιμοποιείτο κατά κόρον ΚΑΙ στους μουσικούς)  που ΔΕΝ ειναι επιτηδευματίες, μπορει ο ΕΡΓΟΔΟΤΗΣ να εκδώσει απόδειξη δαπάνης, αφενός για να δικαιολογήσει τα χρήματα που βγηκαν απο το ταμείο του, αφετέρου για να φορολογηθεί ο εργαζόμενος. Εδω εχει παρακράτηση φόρου 20% απο το πρωτο ευρω, και χαρτόσημο 3,6% που υπόχρεος απόδοσης τους ειναι ο ΕΡΓΟΔΟΤΗΣ. 
      ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ειναι πως, ενω πρόκειται για νόμιμη διαδικασία που προβλέπεται φορολογικά, σε περίπτωση έλεγχου απο το ΙΚΑ, ο υπάλληλος θα θεωρηθεί ανασφάλιστος, και θα επιβληθουν τα προβλεπόμενα πρόστιμα. Επομένως, η αποδειξη δαπανης σε καλύπτει φορολογικά αλλα οχι ασφαλιστικά!
       
      Από τις αρχές του 2018 η Α.Ε.Δ. υπόκειται και σε εισφορές ΕΦΚΑ. Το αν πλέον καλύπτεται ο εργοδότης ασφαλιστικά εκδίδοντας απόδειξη επ. δαπάνης μένει να το διαπιστώσουμε σε μελλοντικούς ελέγχους και αποφάσεις δικαστηρίων. Στην πράξη βέβαια όσον αφορά στην απασχόληση / ασφάλιση μουσικών,  την τελευταία πενταετία έχει επικρατήσει η μέθοδος της απλής πρόσληψης για μια ημέρα και δεν πολυχρησιμοποιείται η A.E.Δ για τις περιπτώσεις που συζητάμε εδώ. Επιπλέον:
      Εργόσημο, δεν προβλέπεται στην περιπτωση των μουσικων. "Ερασιτέχνης" που ανέβηκε "μολις τώρα" για "ενα κομμάτι", δεν προβλέπεται και εχει προστιμο. Δεν απαιτείται καμια "άδεια μουσικού" για να ασκήσεις νόμιμα το επάγγελμα.  Ολα τα πρόστιμα μπορουν να αμφισβητηθούν νομικά και δικαστικά, αλλα ενα μερος παντα πληρώνεται άμεσα και σε περίπτωση δικαστικής νίκης επιστρέφεται. Καλύτερα λοιπον, να μην το τρως εξαρχης. Ακούγεται τώρα τελευταία (Upd 12/2018: ακόμα ακούγεται. Έγινε επέκταση αλλά όχι ακόμα στους μουσικούς) , πως θα επεκταθεί η χρηση του εργοσημου και σε άλλα επαγγέλματα απο αυτα που προβλέπονται σημερα, ισως και στους μουσικούς. Προς το παρον δεν εχει γινει, αλλα οι εξελίξεις ειναι ραγδαίες και τα πραγματα αλλάζουν συνεχώς.  
      *Τελευταία ενημέρωση Δεκέμβριος 2018.

    • Sami Amiris
      Μία περίληψη του συμβολισμού των διαστημάτων που χρησιμοποιούνται στη jazz νομενκλατούρα, και οι πρώτες κλίμακες που μπορεί κανείς να ασχοληθεί στα πλαίσια μιας jazz μελέτης.
       
      Γλωσσάρι για τα διαστήματα με jazz συμβολισμό

      Ο πιο συνηθισμένος jazz συμβολισμός των διαστημάτων είναι ο εξής:
       
      Κύρια διαστήματα (1, 4, 5 και οι οκτάβες τους 8, 11, 12, 15 κτλ.):
       
      1 (8, 15), 4 (11), 5 (12): Καθαρή 1η (ή 8η, 15η), Καθαρή 4η (ή 11η) και Καθαρή 5η (ή 12η) b1 (b8, b15), b4 (b11), b5 (b12) : Ελαττωμένη 1η (ή 8η ή 15η), ελαττωμένη 4η (ή 11η), ελαττωμένη 5η (ή 12η) #1 (#8, #15), #4 (#11), #5 (#12) : Αυξημένη 1η (ή 8η ή 15η), αυξημένη 4η (ή 11η), αυξημένη 5η (ή 12η).
       
      Δευτερεύοντα διαστήματα (2, 3, 6, 7 και οι οκτάβες τους 9, 10, 13, 14 κτλ.):
       
      2 (9), 3 (10), 6 (13), 7 (14): Μεγάλη 2α (ή 9η), Μεγάλη 3η (ή 10η), Μεγάλη 6η (ή 13η), Μεγάλη 7η (ή 14η) b2 (b9), b3 (b10), b6 (b13), b7 (b14): μικρή 2α (ή 9η), μικρή 3η (ή 10η), μικρή 6η (ή 13η), μικρή 7η (ή 14η) bb2 (bb9), bb3 (bb10), bb6 (bb13), bb7 (bb14): ελαττωμένη 2α (ή 9η), ελαττωμένη 3η (ή 10η), ελαττωμένη 6η (ή 13η), ελαττωμένη 7η (ή 14η) #2 (#9), #3 (#10), #6 (#13), #7 (#14): Αυξημένη 2α (ή 9η), Αυξημένη 3η (ή 10η), Αυξημένη 6η (ή 13η), Αυξημένη 7η (ή 14η)

      Άρα: 
       
      Σκέτος αριθμός σημαίνει: Καθαρό κύριο διάστημα (1,4,5 και οι οκτάβες τους) ή Μεγάλο δευτερεύον διάστημα (2,3,6,7 και οι οκτάβες τους). "#" σημαίνει πάντοτε αυξημένο διάστημα. Μερικές φορές αντί για # κάποιοι βάζουν το σύμβολο "+", αλλά δεν είναι στάνταρ, καθώς για κάποιους άλλους το "+" σχετίζεται μόνο με την αυξημένη 5η, και όχι με κάθε αυξημένο διάστημα. Π.χ. 7#5#9 = 7+5+9 για κάποιους = 7+ (#9) για κάποιους άλλους. Στο τελευταίο, το "+" σημαίνει "#5". Αυτό για να είστε προετοιμασμένοι... "b" σημαίνει ελαττωμένο Κύριο διάστημα (1, 4, 5 και οι οκτάβες τους) ή μικρό δευτερεύον διάστημα (2, 3, 6, 7 και οι οκτάβες τους). "bb" σημαίνει ελαττωμένο δευτερεύον διάστημα (2, 3, 6, 7 και οι οκτάβες τους). Αν δείτε το σύμβολο "bb" σε κύριο διάστημα, τότε το διάστημα αυτό είναι δύο φορές ελαττωμένο, ή δισελαττωμένο. Αντίστοιχα, το σύμβολο "x" (x = ##) μπροστά από οποιοδήποτε διάστημα, αυτό θα είναι δισαυξημένο, κτλ. Αυτά θα τα συναντήσετε σχετικά σπάνια...


      Οι πρώτες κλίμακες του μουσικού που αγαπά τη jazz...

      Οι κλίμακες είναι ένα από τα αγκάθια της σύγχρονης jazz διδακτικής. Οι περισσότεροι τα έχουν ανάγει σε ιερό δισκοπότηρο του αυτοσχεδιασμού, λαθεμένα κατά τη γνώμη μου. Άλλοι πάλι, μάλλον αντιδρώντας στους πρώτους, τις υποβαθμίζουν περισσότερο από όσο χρειάζεται. Η πραγματικότητα είναι μάλλον κάπου στη μέση. Η bebop έχει να κάνει κάπως περισσότερο με chord tones, arpeggios, και όλα τα είδη αντιστικτικών φθόγγων σε μία αρμονία κατά βάσην αποτελούμενη από στιβαγμένες 3ες από ότι έχει να κάνει με κλίμακες. Επίσης, οι μεμονωμένες συγχορδίες πολλές φορές ξεφεύγουν από το στενό πλαίσιο της κλίμακας, με όλες τις δυνατότητες επεκτάσεων και αλλοιώσεων που μπορούν να έχουν. Παρόλα αυτά, η σημασία των κλιμάκων σε ότι έχει να κάνει με κάποιες αρμονικές συνδέσεις, μελωδικά περάσματα, καθώς βέβαια και σαν "δεξαμενές από νότες" για κάπως πιο "modal" θεώρηση των πραγμάτων, είναι αδιαμφισβήτητη. Για αυτό το λόγο, θεωρώ καλό να απαριθμήσω το "bare minimum" των κλιμάκων που πρέπει να κατέχει ο σύγχρονος μουσικός που ασχολείται με πράγματα σχετικά με jazz. Αυτές είναι οι εξής:
       
      Κλίμακες χωρίς τριημιτόνιο:
       
      Μείζων [Major]: 7 τρόποι. Μελωδική Ελάσσων [Melodic minor] (ανεβοκατεβαίνει ίδια) : 7 τρόποι Ελαττωμένη Κλίμακα ή Τόνος - Ημιτόνιο [Diminished Scale ή Whole step - Half Step ή Whole - Half] : 2 τρόποι Ολοτονική [Wholetone] : 1 τρόπος

      Κλίμακες με τριημιτόνιο:
       
      Αρμονική Μείζων [Harmonic Major]: 7 τρόποι Αρμονική Ελάσσων [Harmonic minor]: 7 τρόποι Aυξημένη κλίμακα ή Τριημιτόνιο - Ημιτόνιο [Augmented Scale ή trisemitone - half step ή 3 half steps - one half step]: 2 τρόποι

      Αυτές οι 7 κλίμακες, μαζί με τους τρόπους τους, φτιάχνουν ένα σύνολο από 33 τρόπους, που καλό είναι ο jazz μουσικός να ξέρει από κάθε τονικότητα.
       
      Τι κοινό έχουν αυτές οι 7 κλίμακες; Είναι λίγο δύσκολο να το δει κανείς, αλλά είναι πολύ συναρπαστικό:
       
      Οι 7 αυτές κλίμακες είναι τα μεγιστικά υποσύνολα της χρωματικής κλίμακας που δεν περιλαμβάνουν χρωματικό cluster*. 

      [* Χρωματικό cluster: δύο ή περισσότερα διαδοχικά ημιτόνια, π.χ. Ντο-Ντο#-Ρε, Ρε#-Μι-Φα-Σολb κτλ.]

      Με άλλα λόγια:
       
      καμία από αυτές δεν είναι υποσύνολο κάποιας άλλης από αυτές, και επίσης αν ένα υποσύνολο της χρωματικής κλίμακας δεν έχει χρωματικό cluster, τότε είτε είναι υποσύνολο μίας από αυτές, είτε συμπίπτει με μία από αυτές.

      Δεδομένου ότι αυτές είναι οι πιο στάνταρ κλίμακες στα πιο "προηγμένα" βιβλία αυτοσχεδιασμού, εδώ έχουμε μία περίπτωση που η επιστήμη και το αισθητήριο της τέχνης συμπίπτουν περίφημα!
       
      Για τα παρακάτω: C = Nτο, D = Ρε, E = Μι, F = Φα, G = Σολ, A = Λα, B = Σι, οπότε π.χ. C D E F# G# A B = Ντο Ρε Μι Φα# Σολ# Λα Σι
       
      Οι παραπάνω κλίμακες αναλυτικά με τους τρόπους τους:
       
      A) Χωρίς τριημητόνιο:
       
      Μajor:
       
      Ionian : 1 2 3 4 5 6 7 (C D E F G A B), σε 3ες: 1 3 5 7 | 9 11 13  = I Maj7 (9,11,13) ή Ι Μ13 (C E G B | D F A) Dorian: 1 2 b3 4 5 6 b7 (D E F G A B C, C D Eb F G A Bb από C), σε 3ες: 1 b3 5 b7 | 9 11 13 = Ι m7 (9,11,13) ή Ιm13 (D F A C | E G B, C Eb G Bb | D F A από C) Phrygian: 1 b2 b3 4 5 b6 b7 (E F G A B C D, C Db Eb F G Ab Bb από C), σε 3ες: 1 b3 5 b7 | b9 11 b13 = I m7 (b9,11,b13) ή Im11b9b13 (E G B D | F A C, C Eb G Bb | Db F Ab από C) Lydian: 1 2 3 #4 5 6 7 (F G A B C D E, C D E F# G A B από C), σε 3ες: 1 3 5 7 | 9 #11 13 = I Maj7(9,#11,13) = I M13#11 (F A C E | G B D, C E G B | D F# A από C) Myxolydian: 1 2 3 4 5 6 b7 (G A B C D E F, C D E F G A Bb από C), σε 3ες: 1 3 5 b7 | 9 11 13 = Ι 7 (9,11,13) = Ι 13 [ή I 13(11) μια που η 11η δεν εννοείται απαραίτητα σε συγχορδίες με Μεγάλη 3η] (G B D F | A C E, C E G Bb | D F A από C) Aeolian: 1 2 b3 4 5 b6 b7 (A B C D E F G, C D Eb F G Ab Bb από C), σε 3ες: 1 b3 5 b7 | 9 11 b13 = Ι m7(9,11,b13) = Im11b13 (A C E G | B D F,  C Eb G Bb | D F Ab από C) Locrian: 1 b2 b3 4 b5 b6 b7 (B C D E F G A, C Db Eb F Gb Ab Bb από C), σε 3ες: 1 b3 b5 b7 | b9 11 b13 = Ι m7b5(b9,11,b13) = I m11b5b13b9 = I mb13b5b9 (B D F A | C E G,  C Eb Gb Bb | Db F Ab από C)
       
      Melodic Minor:
       
      Melodic minor: 1 2 b3 4 5 6 7 (C D Eb F G A B), σε 3ες: 1 b3 5 7 | 9 11 13 = Ι m/M7 (9,11,13) ή Ιm/M13 (C Eb G Bb | D F A) Phrygian Natural 6: 1 b2 b3 4 5 6 b7 (D Eb F G A B, C Db Eb F G A Bb από C), σε 3ες: 1 b3 5 b7 | b9 11 13 = I m7 (b9,11,13) ή Im13b9 (D F A C | Eb G B, C Eb G Bb | Db F A από C) Lydian Augmented, ή Lydian #5: 1 2 3 #4 #5 6 7 (Eb F G A B C D E, C D E F# G# A B από C), σε 3ες: 1 3 #5 7 | 9 #11 13 = I Maj7#5(9,#11,13) = I M13+ #11 (Εb G B D | F A C, C E G# B | D F# A από C) Lydian dominant ή Lydian b7: 1 2 3 #4 5 6 b7 (F G A B C D Eb, C D E F# G A Bb από C), σε 3ες: 1 3 5 b7 | 9 #11 13 = I 7(9,#11,13) = I 13#11 (F A C Eb | G B D, C E G Bb | D F# A από C) Myxolydian b6: 1 2 3 4 5 b6 b7 (G A B C D Eb F, C D E F G Ab Bb από C), σε 3ες: 1 3 5 b7 | 9 11 b13 = Ι 7 (9,11,b13) = Ι 11b13 (G B D F | A C Eb, C E G Bb | D F Ab από C) Half Diminished ή Locrian natural 2: 1 2 b3 4 b5 b6 b7 (A B C D Eb F G , C D Eb F Gb Ab Bb από C), σε 3ες: 1 b3 b5 b7 | 9 11 b13 = Ι m7b5(9,11,b13) = I m11b5b13 = I mb13b5 (A C Eb G | B D F,  C Eb Gb Bb | D F Ab από C) Altered ή Super Locrian: 1 b2 b3 b4 b5 b6 b7 (B C D Eb F G A, C Db Eb Fb Gb Ab Bb από C). Aυτή, ενώ βγάζει m7b5 ως βασική τετράδα, στην πράξη χρησιμοποιείται αλλιώς: 1 b2 #2 3 #4/b5 #5/b6 b7 (C Db D# E Gb/F# G#/Ab Bb από C), δηλαδή η 1, 3 και b7 μιας κανονικής συγχορδίας 7ης, μαζί με μικρή και αυξημένη 9η και τις δύο αλλοιώσεις της 5ης. Εναλλακτικά, #11 και b13. Σε κάθε περίπτωση, είναι η κλίμακα επιλογής για οτιδήποτε dominant έχει τις συγκεκριμένες βαθμίδες με b13. Για αυτό δεν δίνεται σαν συγχορδία σε ανάπτυγμα 3ης, διότι αυτή είναι επέκταση του half diminished με ελαττωμένη 4η, και η συγκεκριμένη κλίμακα δεν πολυχρησιμοποιείται έτσι.
       
      Diminished:
       
      W - H (Whole-Half ή Whole Step - Half Step): 1 2 b3 4 b5 #5 6 7 (C D Eb F Gb G# A B). Μία ωραία ανάλυσή της είναι σαν δύο συγχορδίες ελαττωμένης 7ης μία Μεγάλη 7η διαφορά η μία από την άλλη, π.χ. Bo7/Cο7: C Eb Gb A | B D F Ab. (Επίσης φυσικά,  έναν τόνο, Καθαρή 4η ή μικρή 6η πάνω η μία από την άλλη! Αν κουνηθεί μία ελαττωμένη τετράφωνη συγχορδία κατά 3ες μικρές και τα παράγωγά τους διαστήματα, όπως κάνουμε εδώ στην επάνω ελαττωμένη, δεν αλλάζει.) Σημαντική ιδιότητα: ό,τι παίζεται μέσα στην κλίμακα, μεταφέρεται και υπερτίθεται ανά 3ες μικρές, τρίτονα και 6ες μεγάλες παντού ανά πάσα στιγμή. H - W (Half Step - Whole Step): 1 b2 #2 3 #4 5 6 b7 (C Db D# E F# G A Bb). Όμοια ιδιότητα με τις μεταφορές και υπερθέσεις σε 3ες μικρές, τρίτονα και 6ες μεγάλες. Η κλίμακα επιλογής για dominant με b/#9 και 13.
       
      Wholetone:
       
      Wholetone: 1 2 3 #4/b5 #5/b6 b7 (C D E F#/Gb G#/Ab Bb). Μοναδική από τις απλές τριάδες που χωράει εδώ είναι η αυξημένη. Η ίδια η κλίμακα μπορεί να αναλυθεί σαν δύο αυξημένες συγχορδίες σε απόσταση μικρής 7ης, π.χ. Bb+/C+, ή τόνου, ή τριτόνου κτλ. Tα πάντα εδώ μεταφέρονται και υπερτίθενται κατά όλα τα σύμπλοκα από τόνους όπως τόνο, 3ες Μεγάλες, Τρίτονα, 6ες μικρές, 7ες μικρές κτλ. Τα βιβλία συνήθως την αναφέρουν σαν καλή επιλογή για τις συγχορδίες 7#5, αλλά στην πράξη έχει πολύ ισχυρό και χαρακτηριστικό χρώμα και χρησιμοποιείται μόνον όταν θέλουμε το συγκεκριμένο χρώμα.
       
      Β) Με τριημητόνιο:
       
      Harmonic Major:
       
      Harmonic Major ή Ionian b6 : 1 2 3 4 5 b6 7 (C D E F G Ab B), σε 3ες: 1 3 5 7 | 9 11 b13  = I Maj7 (9,11,b13) ή Ι Μb13 (C E G B | D F bA). Μία από τις πιο όμορφες κλίμακες, χρησιμοποιήθηκε πολύ στο ρώσσικο ρομαντισμό. Ωραία ανάλυση: Do7/C: C E G | D F Ab B Half Diminished natural 6 ή Dorian b5:  1 2 b3 4 b5 6 b7 (D E F G Ab B C, C D Eb F Gb A Bb από C), σε 3ες: 1 b3 b5 b7 | 9 11 13 = Ι m7b5 (9,11,13) ή Ιm13b5 (D F Ab C | E G B, C Eb Gb Bb | D F A από C) Small Flamenco ή Super Locrian natural 5 ή Phrygian b4:  1 b2 b3 b4 5 b6 b7 (Ε F G Ab B C D, C Db Eb Fb G Ab Bb από C). Όπως και η Super Locrian, στην πράξη χρησιμοποιείται αλλιώς: 1 b2 #2 3 #4 5 b7 (C Db D# E F# G Bb από C), δηλαδή η 1, 3, 5 και b7 μιας κανονικής συγχορδίας 7ης, μαζί με μικρή και αυξημένη 9η και αυξημένη 11η. Σε καθοδικά περάσματα η #11 μπορεί να ερμηνευθεί σαν b5 -> b4 -> b3 -> b2 -> 1. Melodic minor #4: 1 2 b3 #4 5 6 7 (F G Ab B C D E, C D Eb F# G A B), σε 3ες: 1 b3 5 7 | 9 #11 13 = Ι m/M7 (9,#11,13) ή Ιm/M13 (F Ab C E | G B D, C Eb G B | D F# A από C). Υπέροχος τρόπος, που περιλαμβάνει και το συνδυασμό δύο ελάσσονων συγχορδιών σε απόσταση Μεγάλης 7ης, π.χ. Bm/Cm. Phrygian Major natural 6 ή Myxolydian b2: 1 b2 3 4 5 6 b7 (G Ab B C D E F, C Db E F G A Bb από C), σε 3ες: 1 3 5 b7 | b9 11 13 = Ι 7 (b9,11,13) = Ι 13b9(11)) (G B D F | Ab C E, C E G Bb | Db F A από C) Lydian Augmented #2: 1 #2 3 #4 #5 6 7 (Ab B C D E F G, C D# E F# G# A B από C), σε 3ες: 1 3 #5 7 | #9 #11 13 = I Maj7#5(#9,#11,13) = I M13+ #9#11 (Ab C E G | B D F, C E G# B | D# F# A από C) Harmonic Diminished natural 4 ή Locrian bb7: 1 b2 b3 4 b5 b6 bb7 (B C D E F G Ab, C Db Eb F Gb Ab Bbb από C). Μία υπέροχη κλίμακα για τις ελαττωμένες συγχορδίες, χρησιμοποιήθηκε π.χ. από τον Rimsky-Korsakoff στο Song Of India. Δεν πολυχρησιμοποιείται σαν ανάπτυγμα 3ης, για αυτό και δεν δίνεται.
       
      Harmonic minor:
       
      Harmonic minor: 1 2 b3 4 5 b6 7 (C D Eb F G Ab B), σε 3ες: 1 b3 5 7 | 9 11 b13 = Ι m/M7 (9,11,b13) ή Ιm/Mb13 (C Eb G Bb | D F bA) Locrian natural 6: 1 b2 b3 4 b5 6 b7 (D Eb F G Ab B C, C Db Eb F Gb A Bb από C), σε 3ες: 1 b3 b5 b7 | b9 11 13 = Ι m7b5(b9,11,13) = I m13b5b9 = I m13b5b9 (D F Ab C | Eb G B,  C Eb Gb Bb | Db F A από C) Ionian augmented ή Ionian #5: 1 2 3 4 #5 6 7 (Eb F G Ab B C D E, C D E F G# A B από C), σε 3ες: 1 3 #5 7 | 9 11 13 = I Maj7#5(9,11,13) = I M13+ (Εb G B D | F Ab C, C E G# B | D F A από C) Dorian #4 ή Romanian: 1 2 b3 #4 5 6 b7 (C D Eb F# G A Bb), σε 3ες: 1 b3 5 b7 | 9 #11 13 = Ι m7 (9,#11,13) ή Ι m13#11 (C Eb G Bb | D F# A). Phrygian Major ή Phrygian Dominant: 1 b2 3 4 5 b6 b7 (G Ab B C D Eb F, C Db E F G Ab Bb από C), σε 3ες: 1 3 5 b7 | b9 11 b13 = Ι 7 (b9,11,b13) = Ι 11b13b9  (G B D F | Ab C Eb, C E G Bb | Db F Ab από C) Lydian #2: 1 #2 3 #4 5 6 7 (Ab B C D Eb F G, C D# E F# G A B από C), σε 3ες: 1 3 5 7 | #9 #11 13 = I Maj7(#9,#11,13) = I M13#9#11 (Ab C Eb G | B D F, C E G B | D# F# A από C) Harmonic Diminished:  1 b2 b3 b4 b5 b6 bb7 (B C D Eb F G Ab, C Db Eb Fb Gb Ab Bbb από C). H κατεξοχήν κλίμακα για τις ελαττωμένες συγχορδίες επι κλασσικισμού, χρησιμοποιήθηκε από τον Bach και πέρα συνέχεια.  Δεν πολυχρησιμοποιείται σαν ανάπτυγμα 3ης, για αυτό και δεν δίνεται.
       
      Augmented Scale:
       
      Trisemitone - Half Step: 1 #2 3 5 b6 7 (C D# E G Ab B). Πολύ όμορφη κλίμακα, που μπορεί κανείς να τη δει και σαν δύο αυξημένες συγχορδίες που απέχουν Μεγάλη 7η, π.χ. B+/C+: C E G# | B D# G. Επίσης: 1 3 5 7 | #9 b13. Half Step - Trisemitone: 1 b2 3 4 #5 6 (C Db E F G# A).
       
      Αυτές είναι όλες. Μάθετέ τις όλες σε όλες τις τονικότητες, όπως τις κλίμακες που μελετούσατε στο Ωδείο. Εξερευνήστε τις αρμονικά, αναλύστε τις και μαθαίνετε να ξεχωρίζετε τα αρμονικά και μελωδικά τους χρώματα. Καλή τύχη!

    • Yannis Methenitis
      Δεν υπάρχουν βιομηχανικές προδιαγραφές που ανακηρύσσουν ένα σετ ηχείων σε ηχείο αναφοράς, studio ή reference monitor. Υπάρχουν όμως δύο σημαντικά σκέλη για την επιλογή τους. Το υποκειμενικό, αν έχει «καλό» ήχο και το τεχνικό βάσει προδιαγραφών.
       
      Η προσωπική μου άποψη είναι ότι εάν ένα ηχείο ακολουθεί τις παρακάτω τεχνικές προδιαγραφές, είναι πολύ κοντά στο να έχει και τον ζητούμενο υποκειμενικά «καλό» ήχο. Και αυτό διότι ένα σωστό ηχείο είναι ο καθρέφτης της ηχογράφησης, που φανερώνει τα λάθη και δεν τα καλύπτει, ούτε τα ομορφαίνει, ώστε να μπορούμε να τα διορθώνουμε.
       
      Τα τεχνικά χαρακτηριστικά

      Ένα ηχείο αναφοράς (reference monitor) θα πρέπει να πληρεί κάποιες προδιαγραφές στις ακόλουθες παραμέτρους.

      Distortion (Παραμόρφωση)

      Επειδή περνάμε πολλές ώρες μπροστά στα monitor, αν έχουν ψηλή παραμόρφωση θα κουράσουν τα αυτιά μας εύκολα. Η παραμόρφωση πέρα από το ότι κουράζει έχει και σοβαρές συνέπειες στη διαύγεια, και την στερεοφωνική εικόνα.
      Ένα monitor λοιπόν πρέπει να έχει χαμηλό δείκτη παραμόρφωσης με σημείο αναφοράς γύρω στα 96 db/m.

      Frequency response (Απόκριση Συχνότητας)

      Ιδανικά ότι μπαίνει στην είσοδο πρέπει να βγαίνει στα μεγάφωνα ατόφιο. Αυτό ονομάζουμε επίπεδη συμπεριφορά (flat response) και είναι δυστυχώς άπιαστο όνειρο.
      Ένα monitor αναφοράς όμως πρέπει να έχει στο maximum μια διακύμανση +/-3 db στο εύρος του ακουστικού φάσματος που καλύπτει, σύμφωνα με τον όγκο του.
      Σε ένα κοινό ηχείο αυτές οι διακυμάνσεις είναι πολύ μεγαλύτερες με αποτέλεσμα να μην είναι τονικά ισορροπημένα. Δηλαδή όσο βαθύτερες είναι οι λακκούβες και ψηλότερα τα βουνά στην καμπύλη, τόσο περισσότερο απέχουν από το πιστό και αυτό αποκαλούμε χρωματισμένο. Ιδανικά θα έπρεπε να είναι μια ευθεία με μια αποκοπή (roll-off) εκεί που το περιορίζει ο όγκος του.

      Dispersion (Διασπορά)

      Λόγω του ότι μαζί με την πηγή του ήχου ακούμε και τις αντηχήσεις του που προέρχονται από την κονσόλα, τους τοίχους κλπ, είναι σημαντική η συμπεριφορά των χαρακτηριστικών διασποράς των μεγαφώνων (off axis polar response). Τι απόκλιση έχουν στις 30 μοίρες απο το το κέντρο του μεγαφώνου (on axis); Όταν είναι ισορροπημένη συμπεριφορά χωρίς μεγάλες κορυφές και κοιλάδες, το αυτί δεν ξεγελιέται και συντονίζεται στην πηγή.

      Power handling (Ισχύς)

      Επειδή στην διαδικασία της ηχογράφησης ακούμε ασυμπίεστα όργανα (μπάσο, κιθάρα, synthesizer που κατεβαίνει στα 20hz) με μεγάλη δυναμική συμπεριφορά και όχι συμπιεσμένο πρόγραμμα που έχει υποστεί mastering, ένα καλό monitor πρέπει να διαθέτει αποθέματα ισχύος (Peak power handling) και καλή συμπεριφορά στις κορυφώσεις (transients). Ένα monitor αναφοράς θα πρέπει να διατηρεί τα χαρακτηριστικά του σε όλες τις εντάσεις και να μην υφίσταται φαινόμενα συμπίεσης (Power compression) από υπερθέρμανση των πηνίων.

      Οι άλλες παράμετροι

      Όταν λοιπόν, λαμβάνοντας τις παραπάνω παραμέτρους υπ' όψη, καταλήξουμε σε μερικά πιθανά ηχεία που συγκεντρώνουν τις minimum προδιαγραφές, ένα συγκριτικό τεστ κάτω από κοινές συνθήκες (χώρου και προγράμματος) θα είναι αυτό που σύμφωνα με το υποκειμενικό μας πλέον κριτήριο θα αναδείξει το monitor της επιλογής μας.

      Ιδανικά μία σοβαρή σειρά monitor θα πρέπει να έχει την ίδια συμπεριφορά σε όλη της τη γκάμα (από το μικρό 5-ιντσο μέχρι και 15-ιντσο) με μόνη διαφορά την αποκοπή των χαμηλών δεδομένου του όγκου.

      Για τις ανάγκες ενός project studio, ένα σετ close-range monitor (6,5 - 8 ιντσών γούφερ) είναι ιδανικά λόγω του ότι ο περιορισμένος χώρος μας επιβάλει να καθόμαστε σε μικρή απόσταση από αυτά. Η πληροφορία που μεταφέρει ένα σωστό ηχείο είναι ενδεικτική, αν όχι αρκετή για όλο το φάσμα (αν και μπορεί να υπολείπεται στα χαμηλά) και παράλληλα λόγω της μικρής απόστασης που έχουμε μαζί τους, επηρεάζονται στο ελάχιστο από τις αντηχήσεις των πίσω και πλαϊνών τοίχων.

      Τα active (αυτοενισχυόμενα) είναι προτιμότερα καθώς οι ενισχυτές τους έχουν φτιαχτεί για τις συγκεκριμένες μονάδες (μεγάφωνα) και έχουν το απόλυτο ζευγάρωμα. Σε διαφορετική περίπτωση αν προτιμήσουμε passive (παθητικά) που αποτελούν την συντριπτική μειονότητα, θα χρειαστούμε ενισχυτή ο οποίος θα πρέπει να τα οδηγεί σωστά. Κάτι που θέλει κάποια γνώση και περισσότερη έρευνα για την απόκτηση του.

      Εταιρίες με ιστορία στην κατασκευή monitor όπως ATC, Adam, Meyer, Genelec, PMC, JBL, Klein & Hummel, Dynaudio, Focal, κ.α. δεν είναι τυχαίες και παρά το γεγονός ότι κάποιο μοντέλο μπορεί να μη σταθεί στο ύψος του ονόματος που κουβαλάει, αυτό θα είναι εξαίρεση και δύσκολα θα πέσει κανείς έξω στην επιλογή του αγοράζοντας ένα σετ, αν και θα πρέπει να βάλει το χέρι βαθιά στην τσέπη.
      Υπάρχουν επίσης πολλές σοβαρές προτάσεις από εταιρίες όπως Tascam, Yamaha, M-Audio, Samson, Blue Sky, Tannoy, KRK, Event, Mackie, κ.α. που στοχεύουν σε ρηχότερη τσέπη με αξιοπρεπή μοντέλα.

    • vagelism
      Πολλές φορές, νέοι συνήθως μαθητές με ρωτάνε, πως μπορεί να συνδυάζει και να συντονίζει με τόση ανεξαρτησία τα μέλη του ο drummer, με αποτέλεσμα να βγαίνει ο ρυθμός από τόσα διαφορετικά τύμπανα και πιατίνια ταυτοχρόνως.
       
      Σε αυτό το άρθρο θα προσπαθήσω να αναλύσω τι συμβαίνει στον εγκέφαλο κάθε drummer κάθε φορά που παίζει και πως σκέφτεται ένα ρυθμό.
       
      Πως συμβαίνει η ανεξαρτησία;
      Ενώ, ένας drummer την ώρα που παίζει, ενδέχεται να χρησιμοποιεί και τα τέσσερα του μέλη..στη ουσία μπορεί να σκεφτεί μόνο..ένα.
      Τι εννοώ. 
      Ο εγκέφαλος κάθε ανθρώπου, έχει την δυνατότητα να σκεφτεί κ να αυτοσχεδιάσει ένα και μόνο μέλος κάθε φορά.
      Έχει όμως την δυνατότητα να κάνει «αυτοματισμούς» με τα υπόλοιπα τρία, βάζοντας τα να παίξουν συγκεκριμένα πράγματα.
      Mπορεί ακόμα και να προσθέσει σαν πέμπτο μέλος την..φωνή.
      {Στην περίπτωση που ο drummer τραγουδάει,  σχεδόν όλο το drum part πρέπει να γίνει αυτοματισμός για να του επιτρέψει «χώρο» να σκεφτεί στίχους- μελωδία- φόρμα κλπ.}
       
      Την ώρα που παίζει ο drummer, τα μέλη του λοιπόν, χωρίζονται σε μηχανικά και αυτοσχεδιαστικά.
      Ο εγκέφαλος ενός εκπαιδευμένου drummer έχει μάθει να κρατάει σταθερές και μηχανικές κινήσεις ανάμεσα στα μέλη αλλά και να εναλλάσσει { το λεγόμενο «ping pong»}την προσοχή του στις αυτοσχεδιαζόμενες, πάρα πολύ γρήγορα.
       
      Για παράδειγμα, ενώ το το ride του, μπορεί να είναι μηχανική κίνηση με το ταμπούρο και την κάσα να εναλλάσσονται - ο drummer μπορεί να μετατρέψει την κάσα και το ταμπούρο σε μηχανική κίνηση και να αρχίσει να αυτοσχεδιάζει στο ride.
       
      Μπορεί επίσης να κάνει δύο ή κ τρία μέλη μηχανικά κ ένα αυτοσχεδιαστικό, και όλο αυτό το παιχνίδι να εναλλάσσεται συνέχεια.
      Αυτό συμβαίνει πολύ συχνά από τους drummer στην Jazz , σε afrocuban ή latin μoυσικές.
       
      Τι είναι αυτοματισμός.
      Αυτοματισμός των μελών κάθε drummer είναι οι μηχανικές και απόλυτα επαναλαμβανόμενες διεργασίες που δεν καταλαμβάνουν «μνήμη» στον εγκέφαλο του, την ώρα που παίζει.
      Κινήσεις που ο drummer πλέον δεν σκέφτεται και έχουν να κάνουν με ώρες μελέτης και επανάληψης.
       
      Ένα beat που βλέπουμε ότι ο drummer παίζει 8α στο ride με το δεξί του χέρι , αν παρατηρήσετε καλύτερα θα δείτε ότι δεν το πολυ-πειράζει - το κρατάει σταθερό.
      Το ίδιο ισχύει και με το δεξί του χέρι στο Jazz feel - το samba right hand Ride pattern κλπ.
       
      Όλα αυτά ανήκουν στις μηχανικές κινήσεις που ο drummer πλέον..δεν τα σκέφτεται. Είναι εκεί σαν μετρητές – επιτρέπουν στον drummer να υποδιαιρέσει πάνω σε αυτές το συνολικό του παίξιμο, αλλά καταλαμβάνουν μηδενικό χώρο στη ram του και του επιτρέπουν να σκεφτεί το μέλος που θέλει να αυτοσχεδιάσει.
       
      ‘Ολο αυτό το παιχνίδι προβάλει στο θεατή ότι το παίξιμο του drummer είναι τελείως ανεξάρτητο.
      Όχι δεν είναι – απλά αυτές οι αλλαγές ανάμεσα στις μηχανικές – αυτοσχεδιαζόμενες κινήσεις, συμβαίνουν τόσο γρήγορα που απλά φαίνεται έτσι.
       
      Φυσικά τέτοιου είδους ανεξαρτησία απαιτεί πολλά χρόνια εκπαίδευσης κ μελέτης αλλά θεωρώ ότι είναι εφικτή από όλους όσους έχουν σκοπό να φτάσουν το όργανο σε ένα advanced επίπεδο.
       
      Βιβλία που θεωρώ ότι θα αναπτύξουν τέτοιου είδους ανεξαρτησία είναι φυσικά το New Breed του GaryChester αλλά και το Syncopation αρκεί να το κοιτάξετε με πολλούς κ διαφορετικούς τρόπους, δίνοντας το melody σε όλα τα μέλη.
       
      Κάτι άλλο που θεωρώ ότι κάνει καλό σε κάθε drummer που θέλει να φτάσει την ανεξαρτησία του σε τέτοια επίπεδα, είναι η παρουσία ostinatos σε ότι μελετάει. Ακόμα κι αν μελετάτε stick control δοκιμάστε μια ρυθμική βάση{οστινάτο} στα πόδια {ή στα χέρια - ανάλογα με ποια μέλη παίζουν τα ρυθμικά patterns}.
       
      Ενδιαφέρον παρουσιάζει το Ritual του Alan Dawson που ο ίδιος περνάει όλα τα rudiments με ένα sambafeel οστινάτο στα πόδια.
      Ενδιαφέρον έχει να το δείτε κ με άλλα οστινάτος π.χ Montuno κλπ.
       
      Yπάρχουν αρκετοί drummers εκεί έξω με απίστευτη ανεξαρτησία αλλά αυτό που κάνει ο Josh Dion είναι πραγματικά πάρα πολύ δύσκολο.
      Τσεκάρετε τον.
       
       
       
      Ενα καλό παράδειγμα που θα σας βοηθήσει να καταλάβετε την διαφορά ανάμεσα σε αυτοματισμούς κ αυτοσχεδιαζόμενες κινήσεις είναι αυτος.
      Κάποια στιγμή μέσα στο κομμάτι, ο drummer παίζει στο μεταλόφωνο μια συγκεκριμένη μελωδία..αλλά με το υπόλοιπα του μέλη εξακολουθεί να παίζει το βασικό ρυθμό του τραγουδιού.
       
       
      Θα χαρώ να απαντήσω σε τυχόν ερωτήσεις σας.
       
      Βαγγέλης Μουλακάκης.

    • Vaggelis_Revolted

      Κοπή CD: ένας DIY Οδηγός

      By Vaggelis_Revolted, in How to,

      Παίρνοντας αφορμή από το thread σχετικά με την κοπή CD, (και ύστερα από παράκληση ενός μέλους μέσω pm), αποφάσισα να γράψω έναν mini-οδηγό για όσους τυχόν σκέφτονται να κόψουν και να κυκλοφορήσουν τη δουλειά τους με πιο diy (do it yourself) μεθόδους.

      Καταρχάς με το συγκρότημα που παίζω, έχουμε κυκλοφορήσει ήδη 2 demo/EP,  την κοπή των οποίων επιμεληθήκαμε βασιζόμενοι κυρίως στα δικά μας μέσα και έξοδα.

      Να ξεκαθαρίσω ότι οι διάφορες εναλλακτικές για ένα τέτοιο εγχείρημα είναι πολυάριθμες,  οπότε παρακάτω θα αναφέρω αυτές με τις οποίες έχω προσωπική εμπειρία, και οι οποίες αφορούν το λιγότερο ή περισσότερο diy κομμάτι του να κάνεις ένα cd:

      Ξεκινάμε λοιπόν!

      Κοπή CD σπιτική συνταγή!

      ΥΛΙΚΑ ΣΥΝΤΑΓΗΣ:
      1)Θήκες
      2)CD
      3)Λοιπό artwork

      1)Θήκες
      Ξεκινάμε με αυτό γιατί είναι ίσως το πιο απλό υλικό. Ανάλογα με τον τύπο του CD που φαντάζεστε προμηθεύεστε και την αντίστοιχη θήκη.

      Το βασικό δίλημμα εδώ, είναι αν η θήκη θα είναι κανονική (jewel case), ή λεπτή (slim case):

      a) Jewel Case: Το cd είναι πιο εμφανίσιμο και “χωράει” περισσότερο artwork.  Μπορείτε ακόμα με την ίδια τιμή να προτιμήσετε θήκες με διάφανη “πλάτη” ώστε να υπάρχει artwork και στη σημείο που κουμπώνει το CD.
      b) Slim Case: Η πιο οικονομική επιλογή αφού οι slim θήκες είναι φθηνότερες και επίσης δεν χρειάζεται να εκτυπώσετε οπισθόφυλλο. Προτιμήστε με μάυρη πλάτη, ώστε να μην φαίνεται άσχημα το CD από πίσω. Καλή επιλογή για μικρά demo.

      Ένα καλό μέρος να προμηθευτείτε θήκες για CD όσοι μένετε Αθήνα, είναι τα κομπιουτεράδικα στη Στουρνάρη μεταξύ Εξάρχεια και Πατησίων (και τα γύρω στενά). Ειδικά αν ξεκαθαρίσετε από την αρχή ότι σκοπεύετε να αγοράσετε ποσότητα, θα πάρετε πιο καλή τιμή.

      2)CD
      Το πρώτο βήμα είναι προφανώς η αγορά! Εδώ, θα πρότεινα 3 κύριες επιλογές, ανάλογα με το πως φαντάζεστε το CD σας και τι μέσα διαθέτετε ήδη:

      a) Απλά CD:
      Ναι, αυτά με το logo πάνω, που θα γράφατε για να ακούτε στο αμάξι. Θα απέφευγα τις πολύ φθηνές μάρκες γιατί χαλάνε σχετικά γρήγορα.
      Η βασική ιδέα είναι ότι από πάνω θα μπει αυτοκόλλητο που θα καλύψει τη μάρκα του CD. Θα πρέπει να οπλιστείτε με αρκετή υπομονή αν επιλέξετε αυτή τη μέθοδο γιατί θα χρειαστεί να τα εκτυπώσετε και να τα κολλήσετε μόνοι σας (προϋπόθεση ο εκτυπωτής λοιπόν)
      Τα αυτοκόλλητα πωλούνται από μαγαζιά τύπου πλαίσιο, και χωρίζονται στα απλά και στα full-face, με τα τελευταία να καταλαμβάνουν ολόκληρη την επιφάνεια του CD.

      Χαρακτηριστικό πρόβλημα είναι το να μην μπορείτε να “κεντράρετε” την εκτύπωση του artwork ακριβώς στο σημείο που χρειάζεται (απαιτούνται πολλές δοκιμές). Υπάρχουν software που έχουν έτοιμα presets για εκτύπωση, αλλά και πάλι είναι πιθανό να ταλαιπωρηθείτε μέχρι να τα βγάλετε σωστά. Υπομονή λοιπόν, και αν μπορείτε να βρείτε μαγαζί που να τυπώνει έστω τα αυτοκόλλητα, αν η τιμή είναι λογική νομίζω αξίζει τον κόπο.

      b)LightScribe:
      Τεχνολογία για τύπωμα κατευθείαν πάνω στο CD. Απαιτείται ειδικό CD-drive που να υποστηρίζει αυτήν τη τεχνολογία, καθώς και τα κατάλληλα CD. Δεν θα την πρότεινα, τόσο επειδή είναι αρκετά ακριβή ως μέθοδος (κυρίως τα CD που πρέπει να αγοράσετε), αλλά και χρονοβόρα, ειδικά αν μιλάμε για 100δες cd.

      c)Printable CD:
      Δεν έχω εμπειρία με τη συγκεκριμένη μέθοδο. Απαιτείται εκτυπωτής που να υποστηρίζει την συγκεκριμένη δυνατότητα, καθώς και printable CDs, Φαίνεται αξιόλογη μέθοδος, και εφόσον
      κάποιος διαθέτει τον εκτυπωτή, αξίζει να την εξετάσει.

      Δεύτερο βήμα είναι η εγγραφή. Μπορείτε να μοιράσετε αυτή τη δουλειά με φίλους/συγκρότημα, έχοντας πάντα στο μυαλό σας το αποτέλεσμα να είναι ομοιόμορφο, δηλαδή διατήρηση παύσεων μεταξύ των κομματιών, cd text, έντασης κτλ.
      Μια καλή ιδέα είναι να δημιουργήσετε ένα αρχείο εικονικού δίσκου και να γράφετε από εκεί.
      Αποφύγετε να γράφετε σε υψηλές ταχύτητες και βεβαιωθείτε ότι δεν επιβαρύνετε τον υπολογιστή σας με πρόσθετες διεργασίες κατά την εγγραφή.

      3)Λοιπό artwork
      Αν δεν έχετε έναν καλό έγχρωμο Laser εκτυπωτή, θα πρότεινα να εκτυπώσετε εξαρχής σε κάποιο μαγαζί, στις διαστάσεις που επιθυμείτε.

      Κομβικό σημείο εδώ είναι το μέγεθος του booklet (βιβλιαράκι) για το πως τελικά θα το τοποθετήσετε στη θήκη: μέχρι 4 σελίδες δεν θα έχετε πρόβλημα, και το μόνο που χρειάζεται είναι ένα καλό δίπλωμα.
      Από 8 σελίδες και πάνω όμως, θα χρειαστείτε συρραπτικό και μάλιστα όχι τα συμβατικά (αφού δυστυχώς δεν φτάνουν σαν διαστάσεις να "πατήσουν" τα 2 τετράφυλλα μεταξύ τους), αλλά αυτά με μακρύ βραχίονα.

      Εφόσον αποφασίσετε το βιβιλιαράκι να γίνει με συρραπτικό, και αποτελείται από 8 σελίδες και πάνω: φροντίστε το εσωτερικό τετρασέλιδο να είναι ελάχιστα χιλιοστά μικρότερο σε μήκος από το εξωτερικό, ώστε να χωράει ακριβώς όταν τα κολλήσετε μαζί (ειδικά αν επιλέξετε πιο χοντρό χαρτί).

      Δύο λόγια σαν επίλογος:
      Το τελικό βήμα για το κυρίως πιάτο είναι προφανώς η σύνθεση όλως των υλικών. Ο καταμερισμός εργασιών είναι η λέξη κλειδί, ώστε σιγά σιγά να κάνετε το CD σας!

      Έχω αποφύγει να αναφερθώ σε τιμές γιατί από την τελευταία φορά που κάναμε τη συγκεκριμένη διαδικασία έχει περάσει κάποιος καιρός και προφανώς θα έχουν αλλάξει.

      Στην ουσία του πράγματος τώρα, αν κάποιος στοχεύει σε 100% επαγγελματικό αποτέλεσμα, τα παραπάνω σίγουρα δεν είναι η καλύτερη μεθοδολογία.

      Εναλλακτικά όμως, μπορεί να φανεί μια ευχάριστη, φθηνή και αξιοπρεπής λύση για πολλούς μουσικούς.
       
       
      *Το άρθρο αυτό είναι μια επικαιροποιημένη εκδοχή αυτού που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο 2013.

    • rockdrum
      Κατ' αρχή, δεν θα ασχοληθούμε με τη μεταλλουργία, την από αρχαιοτάτων χρόνων εξέλιξή της, ούτε θα εξειδικευτούμε πέραν των πληροφοριών που θα μας οδηγήσουν στο να καταλάβουμε περίπου τι συμβαίνει με τα πιατίνια και από τι κατασκευάζονται.

      Αποτέλεσμα, να γνωρίζουμε καλύτερα τι ζητάμε και τι περιμένουμε, κατά τη στιγμή της αγοράς ενός ή πολλών κυμβάλων.
      Οι διάφορες εταιρείες, από τις παραδοσιακές Τούρκικες, τις Τουρκοαμερικανικές ή τις Ευρωπαϊκές ακόμα και τις Κινέζικες, προσπαθούν να ικανοποιήσουν το μουσικό που ψάχνει για πιατίνια, δημιουργώντας όλο και περισσότερα μοντέλα, με ποικίλους τρόπους ανάμιξης μετάλλων, κατασκευής σχημάτων, τρόπους παραγωγής και διαφήμισης της δουλειάς τους, με αποτέλεσμα να μπορέσουν πρωτίστως κατ΄εμέ, να είναι ανταγωνιστικές και εναρμονισμένες με τις σύγχρονες απαιτήσεις της μουσικής (εταιρικό κέρδος), με τη μόνη διαφορά πως αυτό για εμάς είναι ναι μεν καλό, διότι υπάρχει ποικιλία επιλογής και κόστους αλλά για πολλούς μη γνωρίζοντας τι θέλουν να πελαγώνουν και να μη ξέρουν στο τέλος τι να αγοράσουν και τι τους ταιριάζει.

      Έτσι παρατηρούμε στα θέματα των forum, να ζητούνται γνώμες για μοντέλα πιατινιών, στα οποία δεν υπάρχει καμία απάντηση, ή μάλλον οι απαντήσεις να είναι θέμα τύχης μια που οι αγαπητοί συνάδελφοι, δεν έχουν όπως οι περισσότεροι την ανάλογη εμπειρία για να προτείνουν κάτι, στο συγκεκριμένο ερώτημα.

      Ξέρετε, πως η αγορά των πιατινιών είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση.
      Ενώ σε "εισαγωγικά" ισχύει γενικότερα το ότι πληρώσεις παίρνεις, μπορεί κάποιος να έχει στην κατοχή του δίπλα στα πανάκριβα, μονάκριβά του κύμβαλα της αξίας των 300 € έκαστο, για παράδειγμα ένα φθηνό Wuhan china 18΄΄ των 60 € που θεωρεί πως αγγίζει τον τελειότερο trashy ήχο στα chinas.
      Είναι όλα σχετικά. Ενώ η αγορά ενός μέσου drum set μπορεί να καταλήξει να βγάζει ήχο (με τις διάφορες παρεμβάσεις) ενός ακριβού set DW, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τα πιατίνια.

      Ο βήχας και τα πιατίνια δεν κρύβονται (παραλλαγή).
      Τα πιατίνια παράγουν το καθένα τη δική του χροιά. Έχουν έντονη προσωπικότητα πάνω στο drum set μας.
      Μαζί με το ταμπούρο μας, δείχνουν ποιοι είμαστε και τι εκφράζουμε μουσικά.
      Δεν δέχονται συμβιβασμούς πειράγματα και διορθώσεις. Η επιβολή μας πάνω σε αυτά είναι ριψοκίνδυνη και η κάθε παρέμβαση είναι λίγο θέμα τύχης.

      Πλατειάσαμε; Λέτε;
      Για να δούμε πως μπορούμε να επιβιώσουμε μέσα σε αυτή τη θάλασσα εταιρειών μοντέλων και σημάτων.

      Τι κοινό έχουν όλες αυτές οι εταιρείες που μας βομβαρδίζουν με τις διαφημίσεις ότι έχουν τα καλύτερα πιατίνια;
      ΤΟΝ ΧΑΛΚΟ. Και τις παραλλαγές του!!!

      Ανοίγοντας ένα λεξικό θα βρείτε τις εξής μεταφράσεις για τις λέξεις:
      Tin = κασσίτερος Zinc = ψευδάργυρος, τσίγκος Bronze = χαλκός Brass = ορείχαλκος Copper = χαλκός
      Όλη η ιστορία ξεκινάει από εδώ.
      Τα πιατίνια φτιάχνονται από τα κράματα και τις αναμίξεις των μετάλλων αυτών. Συνήθως.
      Εξαίρεση αποτελούν κάποια μοντέλα συνήθως ακριβά όπου περιέχουν πυρίτιο, φώσφορο νικέλιο ασήμι ή χρυσό. Για παράδειγμα τα paiste signature περιέχουν στο κράμα τους φώσφορο. Αλλά αυτά είναι «μυστικές» φόρμουλες για το κάτι παραπάνω.
      Επικεντρωνόμαστε κυρίως στα προαναφερθέντα κράματα, που αποτελούν τις συνηθέστερες επιλογές μας ως προς την αγορά.

      Λοιπόν τα Bronze πιατίνια, είναι κράματα χαλκού συνήθως με κασσίτερο.
      Το όνομα της φόρμουλας που δίνουν οι εταιρείες είναι το γνωστό B. Όπου B20 έχουμε τον κασσίτερο σε περιεκτικότητα 20%, το B18 όπου έχουμε τον κασσίτερο σε περιεκτικότητα 18% και η περιεκτικότητα να κατεβαίνει ως και τα 8% σε κασσίτερο.
      Όσο μεγαλύτερη είναι η περιεκτικότητα, αλλά και το είδος της μεταλλοποίησης, τόσο σκληρότερο κράμα έχουμε. Χαρακτηριστικά αναφέρω πως τα 2002 της Paiste είναι B8 (Θυμηθείτε και τα B8 Sabian). Καθαρός δυνατός σκληρός ήχος.
      Στα B20 θυμηθείτε τα αξεπέραστα για την εποχή τους Paiste 602.
      Ποιο ήταν το παράπονο των ντράμερ; Σπάζανε εύκολα. Γιατί;
      Λόγω σκληρότητας του μετάλλου, είχαν ένα καθαρό στακάτο ήχο, αλλά ως αποτέλεσμα δεν είχαν μεγάλη ένταση (οι παλαιοί θα το θυμούνται). Έτσι σε μερικά στυλ όπου θέλαμε μεγαλύτερη ένταση και αγριάδα, τα παίρναμε στο χέρι.

      Τα Brass, είναι κράματα χαλκού κυρίως με ψευδάργυρο. Η περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο, είναι περίπου στο 40%. Θεωρούνται από τα φθηνότερα κράματα για πιατίνια και κατασκευάζουν από αυτά φθηνές σειρές.
      Παράγουν ζεστό αλλά πνιχτό ή μουντό ήχο αν συγκριθούν με τα Bronze, αλλά χρησιμοποιούνται και αυτά από πολλούς. Σε άλλους για το κόστος, σε άλλους επειδή ξέρουν τι θέλουν.
      Δείτε Paiste 302, Wuhan.
      Ενώ ανήκουν στην ίδια κατηγορία, τα Paiste αποδεικνύονται ποιο γερά, αλλά τα Wuhan ιδίως στο china δίνει ποιο πιστό trashy ήχο. Και αυτά κινδυνεύουν να σπάσουν (μάλλον να σκιστούν), αλλά από θέμα μη αντοχής όχι σκληρότητας.

      Η διαδικασία της γέννησης ενός πιατινιού από το εργοστάσιο ως το stand είναι απλή αλλά έχει τις παραλλαγές της.
      Όλα ξεκινάνε από ένα στρογγυλό σταχτί μεταλλικό δίσκο που έχει βγει από το καλούπι του κλίβανου που ανέμειξε τα μέταλλα.
      Αυτός ο δίσκος περίπου 20 cm διαμέτρου, περνάει από διάφορα στάδια μέχρι να ανοίξει και να φτάσει τις σωστές διαστάσεις. Η διαδικασία είναι χειροκίνητη ή ημιαυτοποιημένη.

      Μετά τη παραγωγή του μεταλλικού δίσκου, γίνεται μια σφυρηλάτηση, ώστε ο δίσκος να ανοίξει σε διάμετρο. Έπειτα σε πρέσα συνήθως, δημιουργείται η καμπάνα.
      Το πιατινοειδές, κόβεται στις άκρες στο κοφτήριο και αρχίζει να παίρνει τη φόρμα του.

      Σφυρηλάτηση και πάλι, ώστε να μεγαλώσει και άλλο να δοθεί η σωστή διάσταση αλλά και να βοηθηθεί ο ήχος να διαπεράσει ομαλά όλη την επιφάνεια του πιατινιού.
      Παρατηρούνται εδώ οι μικρές λακκούβες στη ράχη του.
      Η διαδικασία συνεχίζεται ώσπου να έχουμε κατά τον σφυρηλάτη τεχνίτη το επιθυμητό αποτέλεσμα. Έπειτα το τελικό στάδιο περιλαμβάνει το τελικό φινίρισμα όπου σε ένα ειδικό τόρνο ένας τεχνίτης αφαιρεί υλικό από την επιφάνεια του πιατινιού αποκαλύπτοντας τη μεταλλική λάμψη του. Οι άκρες ομαλοποιούνται ώστε να αφαιρεθούν τα γρέζια. Τέλος αν χρειαστεί, το πιατίνι γυαλίζεται συνήθως με βούρτσα και σταμπάρεται το λογότυπο.

      Πολλά είδη δεν γυαλίζονται και δίνονται προς πώληση κάπως ακατέργαστα. Λένε πως τα ακατέργαστα πιατίνια δίνουν ποιο βραχνό τόνο ποιο oriental ή dark. Σε άλλα λένε, περνιέται και κάποιο είδος βερνίκι για αντοχή της γυαλάδας και αποφυγή της οξείδωσης του μετάλλου.
      Εδώ τα πιατίνια που είναι ποιο γυαλισμένα, μας δίνουν ποιο brilliant ήχο. Τα συμπεράσματα δικά σας.

      Βέβαια πριν πακεταριστεί το πιατίνι ένας τεχνικός που μάλλον θα υποφέρει από τα αφτιά του, δοκιμάζει τον ήχο, έχοντας δίπλα του και το πρωτότυπο της σειράς για σύγκριση. Η διαδικασία έχει κόπο και ο κάθε σφυρηλάτης μπορεί να περάσει και ως 3 χρόνια εκπαίδευση ώστε να μπορεί να πάρει στα χέρια του την ευθύνη της παραγωγής.

      Να λοιπόν που ανακαλύψαμε το κοινό μυστικό της σκοτεινής βιομηχανίας των πιατινιών. Και άντε και τους ξεσκεπάσαμε, τώρα μάθαμε για τη ποιότητα και σκληρότητα όταν θέλουμε κάτι. Αλλά τα ξέρουμε όλα;

      Τι διαφορά έχει το βαρύ και χοντρό πιατίνι από το ελαφρύ και λεπτό;
      Πως θα διαλέξουμε πιατίνι που μας ταιριάζει;

      Πριν ασχοληθούμε και με αυτά τα ερωτήματα θα πρότεινα μια και οι περισσότεροι ασχολούμαστε με διάφορα ήδη μουσικής και η μπάντα μας παίζει διασκευές από metal ως και funk αλλά και jazz, καλό θα ήταν να διαλέξουμε κάτι ενδιάμεσο και για να ακριβολογούμε, θα έχετε δει σε πολλά πιατίνια την ένδειξη medium να αναγράφεται στη ράχη τους. Αυτό για τους νεοφερμένους κυρίως.
      Ας δούμε μερικά δεδομένα.
      Όσο ποιο βαρύ και παχύ είναι ένα πιατίνι, τόσο ποιο καθαρό και δυνατό ήχο θα ακούσουμε. Όσο ποιο μεγάλο τόσο μεγαλύτερο το κράτημα στον ήχο. Αλλά σε θέμα ανταπόκρισης, το πιατίνι θα είναι λίγο αργό.
      Το αντίθετο συμβαίνει με τα λεπτά και ελαφρά πιατίνια καθώς και με τα μικρότερης διαμέτρου.
      Αυτό είναι ένα καλό σημείο αναφοράς για το από πού θα αρχίσουμε την αγορά μας.

      Καλό όπως είπα είναι να ξεκινάμε από medium πιατίνια αν δεν γνωρίζουμε τίποτα.
      Τα βασικά μας είναι ένα hi-hat και ένα crash-ride.
      Το crash-ride, είναι ένα πιατίνι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως crash αλλά και ως ride. Συνήθως πρόκειται για πιατίνια όπου είναι βαρύτερα στη ράχη, αλλά λεπτότερα στις άκρες. Μειονέκτημα είναι πως μετρώντας σε ένα τέτοιο πιατίνι και σκάζοντας (crash) κατά τη διάρκεια ενός μουσικού κομματιού, το πιατίνι δεν προλαβαίνει να ησυχάσει, να αναπνεύσει και ο ήχος βγαίνει μπερδεμένος και άσχημος.

      Η επόμενη λύση είναι hi-hat, crash και ξεχωριστό ride.
      Για λίγο παραπάνω, hi-hat, 2 crash, ένα αργό βαρύ και ένα γρήγορο και ride.

      Επόμενο, τα παραπάνω συν κάποια πιατίνια εφέ. Δηλαδή, επιπρόσθετα κάποιο ή κάποια chinas ή splashes ή δεύτερο ride, ακόμα, μια που εδώ ταιριάζει καλύτερα ένα crash-ride.

      Βέβαια όπως είπαμε, η επιλογή των πιατινιών είναι δύσκολη και έχει πολλά παρακλάδια. Ξεκινάμε όλοι από το οικονομικό. Σε αυτό το σημείο δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα. Οι εταιρείες πολλές και οι τιμές πολλές.

      Ποτέ δεν ξεκινάμε να αγοράσουμε πιατίνια χωρίς να τα ακούσουμε. Πιστέψτε με, πως πολλές φορές άλλα διαβάζουμε στα χαρακτηριστικά και άλλα ακούμε, ακόμα και από μεγάλες εταιρείες. Όλα τα λαμβάνουμε ως κατά προσέγγιση.

      Ποτέ δεν διαλέγουμε πιατίνια που τα δοκιμάσαμε με το χέρι ή χαϊδεύοντας τα στο κατάστημα, επειδή φοβηθήκαμε πως θα ενοχληθούν οι γύρω μας αν τα χτυπούσαμε.

      Προσέχουμε το περιβάλλον. Αν στο κατάστημα υπάρχουν λείες επιφάνειες ή γυαλί (π.χ. βιτρίνα), τα πιατίνια που δοκιμάζουμε θα ακουστούν πολύ πριμαριστά.
      Στο studio δίπλα στο ricofon και στη μόνωση θα ακούσετε άλλα αντί άλλων.
      Γνωρίζουμε πως τα πιατίνια ακόμα και της ίδιας σειράς, έχουν διαφορές. Επίσης πολλά πιατίνια που μας αρέσουν αλλά είναι ακριβά, μπορεί να τα αντικαταστήσουμε με άλλα φθηνότερης μάρκας που αγγίζουν κατά πολύ τον ήχο αυτών που μας αρέσουν. Θυμηθείτε το κοινό μυστικό όλων των εταιρειών!!!

      Καλό είναι να διαλέγουμε ως αρχή ποιο brilliant πιατίνια σε ήχο. Όσο περνάει ο καιρός και το μέταλλο παλιώνει, ο ήχος γίνεται ποιο πνιχτός.

      Αυτά σε γενικές γραμμές. Ποια εταιρεία τώρα είναι η καλύτερη;
      Αυτή που μας αρέσει. Τα πιατίνια δεν είναι μούρη. Είναι άποψη στον ήχο.
      Είναι η υπογραφή στο drum set.
      Τα κακόηχα πιατίνια βαβουριάζουν στη μπάντα και την ορχήστρα.
      Ξεκινήστε σιγά, δοκιμάστε και μη βιάζεστε.
      Αν το αίμα βράζει και παίζετε μόνο metal, να έχετε υπόψη πως σε λίγο καιρό που θα θέλετε και κάτι ποιο soft, δεν θα σας ικανοποιεί το αποτέλεσμα. Ξανά πάλι από την αρχή για ψάξιμο και τσάμπα έξοδα.

      Ελπίζω να έλυσα κάποιες απορίες σε μερικούς συναδέλφους, ιδίως τους νεότερους και τους beginners.
      Περισσότερα στα site των εταιρειών και στα μαγαζιά.

      Rockdrum


      Links:
      http://www.paiste.com/
      http://www.sabian.com/
      http://www.zildjian.com/EN-US/home.ad2
      http://www.staggmusic.com/
      http://www.bosphoruscymbals.com/
      http://www.meinlcymbals.com/
      http://www.ageancymbal.com/
      http://www.ufip.com/
      http://www.masterworkcymbal.com/
      http://www.anatoliancymbals.com/

    • nikosm
      Πόσο χώρο θα πιάσει στο δίσκο μια ψηφιακή ηχογράφηση; Με δεδομένες κάποιες θεμελιώδεις γνώσεις, είναι απλό να το υπολογίσουμε.
       
      Κάποιες φορές θα θέλαμε να υπολογίσουμε πόσο ήχο μπορούμε να γράψουμε στο μέσον μας. Έτσι απλά. Αυτό βέβαια, είναι ένα γενικότερο ζητούμενο με υποζητούμενα που αφορούν τις διάφορες παραμέτρους του προβλήματος.
       
      Για παράδειγμα:
      έχω διαθέσιμα x GB, πόση ώρα μπορώ να γράψω stereo στα 16 bit 44,1 kHz; Και πόση στα 48 kHz; θέλω να γράψω 5 tracks για περίπου 1 ώρα. Πόσο χώρο θέλω, ανάλογα με την ανάλυση; ποια είναι η μέγιστη ανάλυση για να γράψω 4 tracks σε 5 GB για 2 ώρες;  
      Η απάντηση βρίσκεται στην κατανόηση της σχέσης μεταξύ διάρκειας της ηχογράφησης και όγκου των δεδομένων που η ηχογράφηση παράγει. Θα κάνουμε ένα παράδειγμα σε ποιότητα CD.
       
      Σκεφτείτε το:
      Όταν γράφουμε ένα mono track στα 44,1kHz / 16bit σημαίνει ότι δημιουργούνται δεδομένα όγκου 16 x 44100 =705600 bits κάθε δευτερόλεπτο.    <Α>
       
      Αν λάβουμε υπ' όψη μας ότι κάθε byte αποτελείται (πλέον) από 8 bits, τότε προφανώς τα 16 bit είναι 2 bytes. 
       
      16 bit / (8 bit / byte) = 2 byte. Ναι. 
       
      Έτσι, σε ένα δευτερόλεπτο, ο όγκος των δεδομένων θα είναι (λόγω της <Α>) 
       
      705600 bit / (8 bit / byte) = 88200 byte
       
      Θυμίζουμε ότι 1024 bytes=1 kilobyte ή 1 KB = 1024 B (Το σωστό μάλιστα είναι να λέμε Kibibyte). Άρα το παραπάνω γράφεται και 88200 / 1024 = 86,1328125 KB (σε 1 δευτερόλεπτο)
       
      Σε 60 δευτερόλεπτα (δηλαδή σε 1 λεπτό) ο όγκος των δεδομένων θα είναι 60 x 86,1328125 KB = 5167,96875 KB
       
      ή σε megabytes (σωστότερα, σε Mibibytes):  5167,96875 / 1024 = 5,046844482421875 ΜΒ  (σε 1 λεπτό).
       
      Σε 60 λεπτά (δηλαδή σε 1 ώρα) ο όγκος δεδομένων θα έχει γίνει 60 x 5,046844482421875 ΜΒ = 302,8106689453125 MB
       
      ή (όμοια) 0,29571354389190673828125 GB, περίπου 0,3 GB δηλαδή σε 1 ώρα.
       
      Αυτά όμως για 1 μονάχα mono track ήχου.
      Αν η ηχογράφηση είναι stereo θα χρειαστούμε 2 tracks ήχου άρα το διπλάσιο όγκο δεδομένων (0,6 GB περίπου). Για 10 tracks θα χρειαστούν περίπου (0,3 x 10 = ) 3 GB την ώρα. Και ούτω καθεξής.
       
      Αν καταλάβατε θα πρέπει να μπορείτε να φτάσετε μόνοι/ες σας στο συμπέρασμα ότι 
       
      στα 48kHz/16bit απαιτούνται περίπου 0,322 GB ανά mono track την ώρα
      στα 48kHz/24bit απαιτούνται περίπου 0,483 GB ανά mono track την ώρα
      στα 96kHz/32bit απαιτούνται περίπου 1,287 GB ανά mono track την ώρα
      κλπ
       
      και να απαντήσετε στα εξής:
      Γιατί λέμε ότι ο ήχος CD πιάνει χώρο περίπου 10 MB το λεπτό; Θέλω να γράψω 4 stereo tracks σε 48kHz/24bit και ο C μου βγάζει free space 4 GB. Με παίρνει; Τι λέτε ότι συμφέρει καλύτερα, 44,1kHz/16bit ή 48kHz/16bit για εγγραφή; Ποιος θα μπορούσε να είναι ο μαθηματικός τελικός τύπος της παραπάνω διαδικασίας;   
      Η σχέση <Α> μας λέει ότι η ροή δεδομένων (bitrate) είναι 705,6 kbps (kilobit το δευτερόλεπτο).
      Γιατί λέμε ότι το CD audio έχει bitrate 1411 kbps; Αν μετατρέψω τα 44,1kHz/16bit σε mp3 με bitrate 256 kbps, πόσο χώρο θέλει το κάθε mono track σε μια ώρα;  
      Νικος Μενουδάκης 

    • rockdrum
      Για να καταλάβουμε μερικά πράγματα γύρω απο τη διαδικασία που κουρδίζουμε τα δέρματα και κυρίως για τους αρχάριους, θα πρέπει να εξηγηθούν κάποιες βασικές, μα και γενικές έννοιες οι οποίες αφορούν το θέμα τύμπανα. Έτσι, πρέπει να ξέρουμε πως τα τυμπανά μας ονομάζονται μεμβρανόφωνα, γιατί η παραγωγή του ήχου είναι αποτέλεσμα του παλμού των μεμβρανών (δερμάτων) κατά την κρούση με την κάθε είδους και προσωπικής προτίμησης επικρουστήρα (μπαγκέτας).

      Γενικά, κάθε όργανο που χρησιμοποιεί τεντωμένες μεμβράνες για την παραγωγή του ήχου του, ονομάζεται μεμβρανόφωνο. Συγκεκριμένα, τα τύμπανα που χρησιμοποιούν δύο μεμβράνες (πάνω-κάτω), όπως οι ντραμς, ονομάζονται και δυ-μεμβρανόφωνα. Η πάνω μεμβράνη ονομάζεται batter (top) head, ενώ η κάτω μεμβράνη ονομάζεται resonant (bottom) head. Η παραγωγή του ήχου επέρχεται κυρίως από την κρούση της πάνω μεμβράνης και την αναγκαστική μετακίνηση του αέρα μέσα στο τύμπανο, με αποτέλεσμα το παλμό της κάτω μεμβράνης. Καταλαβαίνουμε εδώ, πως παλμός των μεμβρανών γίνεται όπως σε ένα τραμπολίνο και εξηγείται στο παρακάτω σχήμα.



      Στο πρώτο σχήμα παρατηρούμε πως η μεμβράνη, πάλλεται ελεύθερα και ένας ήχος (μπόουουμμμ) ακούγεται. Αυτός προκύπτει, αν για παράδειγμα δεν «φοράμε» resonant head, στα τύμπανα μας.
      Το δεύτερο σχήμα, προκύπτει αν και οι δύο μεμβράνες, πάλλονται ομοιόμορφα (προϋπόθεση να είναι ίδιου πάχους και ίδιου κουρδίσματος). Στην περίπτωση αυτή οι μεμβράνες αλληλοεξουδετερώνουν τον παλμό, αφού πιέζουν και οι δύο συνεχώς με την ίδια δύναμη αέρα, μέχρι να σταματήσει η ταλάντωσή τους.
      Το τρίτο σχήμα αντιπροσωπεύει την ταλάντωση που παράγεται από διαφορετικού πάχους και κουρδίσματος μεμβράνες, με ένα φαινομενικά μπερδεμένο αποτέλεσμα ταλάντωσης, αλλά επιθυμητό πολλές φορές και χρήσιμο, όπως θα δούμε παρακάτω.

      Οι παράγοντες όμως που επηρεάζουν το ηχητικό αποτέλεσμα του set μας, είναι δύο:
      Ο ένας είναι η τάνυση που ο κάθε μουσικός, εφαρμόζει στο δέρμα κατά το κούρδισμα, και ο δεύτερος παράγοντας είναι η επιλογή του δέρματος που θα τοποθετηθεί.
      Δηλαδή η διάμετρος και το πάχος του.
      Έτσι για να μην αγοράζουμε τυχαία, πρέπει να γνωρίζουμε τον γενικό κανόνα που λέει πως:
      τα παχύτερα δέρματα και τα μεγάλης διαμέτρου, παράγουν χαμηλότερες συχνότητες και το αντίθετο.
      Αυτό συμβαίνει, γιατί όσο περισσότερη μάζα προστίθεται σε μια μεμβράνη, τόσο μειώνεται η ταλάντωσή της.

      *Παρένθεση:
      Εδώ νομίζω πως είναι κατάλληλη η στιγμή, να αναφέρουμε μια παγίδα στην οποία πέφτουν πολλοί συνάδελφοι και δεν αναφέρομαι σε κάτι ιδιαίτερο, αλλά σε μια απλή πρόβα σε studio της γειτονιάς. Ας το δούμε από τη μεριά του group. Τα περισσότερα γκρουπάκια που επισκέπτονται τα προβάδικα παίζουν σκληρή μουσική. Οι επίδοξοι ντράμερ για να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της μουσικής που παίζουν, αγοράζουν τύμπανα, ή αρέσκονται να παίζουν, σε τύμπανα μεγάλης διαμέτρου και βάθους χρησιμοποιώντας δέρματα muffle και βαριά όπως τα δέρματα λαδιού. Οι ιδοκτήτες των προβάδικων τώρα, για να αντεπεξέλθουν στο κάφρικο στυλ και στις ζημιές που προξενούν κάποιοι, ντύνουν τις ντραμς με επίσης βαριά δέρματα, που έχουν και μεγαλύτερη διάρκεια χρήσης. Να γιατί λοιπόν δεν βγαίνει ήχος στις πρόβες. Τα βαριά δέρματα που έχουν τοποθετηθεί για ξεχωριστό λόγο από τον καθένα, παράγουν χαμηλής συχνότητας ήχους (ιδίως αν είναι και μουφλαρισμένα), με αποτέλεσμα τα τύμπανα, να παίζουν πάνω στις συχνότητες του μπάσου και το αντίθετο. Έτσι αναγκάζονται οι μουσικοί, να δυναμώνουν συνέχεια ο ένας μετά τον άλλο με αποτέλεσμα τη δημιουργία χάους και βαβούρας ακόμα και σε slow ή ποιο ήσυχα κομμάτια Ένα άλλο όργανο που επηρεάζεται αρνητικά από την κακή συνεργασία ντράμερ και μπάσου, είναι τα πλήκτρα. Ας μην ξεχνάμε και τον ερμηνευτή μας. Προσέξτε, γιατί ο διαχωρισμός των συχνοτήτων σε μια πρόβα είναι αποτέλεσμα δουλειάς, συνεργασίας και υποχωρήσεων στο group. *Τέλος παρένθεσης.

      Συνεχίζοντας, πρέπει να καταλάβουμε, πως το ηχητικό αποτέλεσμα του κουρδίσματος, δεν οφείλεται μόνο στα δέρματα, αλλά και στο είδος των ξύλων που έχει το set μας, τα μέταλλα που το απαρτίζουν και το δέσιμό του.
      Εμείς επικεντρωνόμαστε στο κούρδισμα που γίνεται σε ένα set στο σημείο των δερμάτων και γενικά καταπιανόμαστε τώρα, με τα συνήθη απλά τύμπανα, όπως είναι τα τομ, χωρίς να αποκλείσουμε όμως, πως η bass drum και το snare, δεν κουρδίζονται με τον ίδιο τρόπο. Απλά αυτά τα δύο έχουν κάποιες μικρές ιδιαιτερότητες. Ιδίως το ταμπούρο, είναι το τύμπανο που εκφράζει την προσωπικότητα του κάθε ντράμερ. Στη συναυλία το 99% των ντράμερ ότι και να μη φέρει μαζί, το ταμπούρο θα το έχει για να το στήσει στο live.
      Έτσι, για να αρχίσουμε, αυτά που θα χρειαστεί να έχουμε μαζί μας, οπωσδήποτε ένα κοινό, απλό, κλειδί κουρδίσματος και μπακέτες. Εδώ αποκλείουμε ειδικά κλειδιά κουρδίσματος που κυκλοφορούν στην αγορά, δυναμόκλειδα, πένσες και άλλες πατέντες που μπορεί να βλάψουν το κέλυφος του τύμπανου και το στεφάνι.



      Είτε έχουμε ένα νέο drumset είτε ένα παλιό, η διαδικασία θα πρέπει να ξεκινά από τον έλεγχο της αρτιότητας του κελύφους τόσο για το αν είναι σκεβρωμένο, αλλά και για το αν το κόψιμο της άκρης του, (το χείλος όπου θα ακουμπήσει το δέρμα), είναι ευθεία. Το χείλος αυτό ονομάζεται bearing edge. Όσο ποιο κοφτό σε μοίρες είναι αυτό το χείλος, τόσο ποιο πρίμος θα είναι ο ήχος, λόγω της μικρότερης επιφάνειας που θα ακουμπά το δέρμα.



      Αυτό το σημείο θα πρέπει να είναι λείο και απαλό στην αφή και για να διαπιστώσουμε αν είναι ομοιόμορφο θα πρέπει να ακουμπήσουμε το τύμπανο (φυσικά χωρίς δέρμα) σε λεία επιφάνεια και να διαπιστώσουμε κατά πόσο δεν αφήνει από κάτω κενά.

      Σε περίπτωση που διαπιστώσουμε πρόβλημα, θα πρέπει να απευθυνθούμε σε ειδικό, ώστε να διορθωθεί. Μην επιχειρήσετε να λειάνετε μόνοι σας τις άκρες αυτές αν δεν γνωρίζετε πως, γιατί στη πλειοψηφία των περιπτώσεων αυτών, η ζημιά είναι ανεπανόρθωτη. Εννοείται πως η όλη διαδικασία αρχίζει με το κέλυφος να ακουμπά σε λεία επιφάνεια (πάτωμα) και όχι πάνω στις βάσεις της ντραμς.
      Στα set που ήδη έχουν χρησιμοποιηθεί, και αντικαθιστούμε δέρμα, οι άκρες αυτές, πρέπει να καθαρίζονται από χνούδια και σκόνη και σε όλες τις περιπτώσεις, να λιπαίνονται ανεπαίσθητα με κάποιο είδος ελαφρού λιπαντικού π.χ., σιλικόνη, πάντα με φειδώ και χωρίς υπερβολές. Θέλουμε απλά το δέρμα κατά την εφαρμογή του, να γλιστράει απαλά στην επιφάνεια αυτή. Ο λόγος είναι η πανταχού ομοιομορφία.
      Το επόμενο βήμα, είναι η τοποθέτηση του δέρματος. Πριν ακουμπήσει στο τύμπανο, θα πρέπει απαλά να τσακίσουμε τις άκρες του, όπως στην εικόνα για να το προετοιμάσουμε για το σοκ του τσακίσματος που θα δεχθεί κατά το κούρδισμα.



      Από πάνω, εφαρμόζουμε το στεφάνι και αρχίζουμε να βιδώνουμε της βίδες (tension rods) μέχρι να σφίξουν όσο πάει με τα δάκτυλα.



      Χρησιμοποιώντας το κλειδί του κουρδίσματος, αρχίζουμε να βιδώνουμε τις βίδες, όχι όμως κυκλικά. Εδώ χρησιμοποιούμε σταυρωτή μέθοδο σφιξίματος, όπως για παράδειγμα στην αλλαγή ελαστικού του αυτοκινήτου. Άσχετα αν τα τύμπανα μας έχουν 6, 8, 10, 12 βίδες ακολουθούμε πάντα την ίδια μέθοδο



      Ακολουθήστε το παραπάνω σχήμα, ανάλογα με τον αριθμό των κλειδιών που έχουν τα τύμπανα σας. Στην αρχή, γυρίζουμε το κλειδί μας, για μια πλήρη περιστροφή σε κάθε βίδα, μέχρι το δέρμα να εμφανίσει, ένα υποτυπώδες τέντωμα.
      Τώρα είναι η στιγμή που μπορούμε να του εφαρμόσουμε πίεση, έτσι ώστε να προκαλέσουμε ένα pre-stretch.



      Το κούρδισμα συνεχίζεται με μικρότερες στροφές για τη κάθε βίδα με το κλειδί μας, μέχρις ότου το τύμπανο, παράγει την πρώτη ικανοποιητική νότα. Εδώ αρχίζει και η μικρορύθμιση. Η δοκιμασία του ήχου, γίνεται χτυπώντας με τη μπακέτα το δέρμα κοντά σε κάθε βίδα (κλειδί), σε απόσταση 1-2 δάκτυλα από το στεφάνι.

      Θα πρέπει, κάθε σημείο να παράγει τον ίδιο τόνο με άλλο σημείο. Αυτό επιτυγχάνεται ξεκινώντας από το σημείο με τον υψηλότερο τόνο και προσαρμόζουμε μικρορύθμιση στο επόμενο απέναντι, με μόλις το πολύ 1/4 της πλήρους ολόκληρης στροφής του κλειδιού κουρδίσματος. Αν τεντώσουμε από τώρα υπερβολικά, το συνολικό τέντωμα πολλαπλασιάζεται δραματικά και θέλει προσοχή. Τελειώνουμε, όταν η επιθυμητή νότα παραχθεί. Για το πια νότα είναι αυτή θα μιλήσουμε παρακάτω.
      Η διαδικασία επαναλαμβάνεται από την αρχή, και για το δεύτερο δέρμα του τύμπανου, καταλήγοντας όμως και τα δύο να παράγουν την ίδια νότα. Για τους λιγότερο έμπειρους, όταν έρθει η στιγμή να κουρδίσουμε το δεύτερο δέρμα καλό θα είναι να απομονώσουμε το πρώτο, βάζοντάς το να ακουμπά στο πάτωμα, πάνω σε ένα χαλί ή σε ύφασμα. Στο τέλος σηκώνουμε το τύμπανο και κάνουμε τη μικρορύθμιση και των δύο.

      Ο τρόπος που αναφέραμε εδώ εφαρμόζεται σε όλα τα τύμπανα του set και είναι ο ποιο συνήθης τρόπος, με το πάνω δέρμα, να είναι ίδια κουρδισμένο με το κάτω. Ποιες είναι όμως η σωστές νότες, που θα πρέπει να κουρδίσουμε τη ντραμς μας;
      Αυτό το ερώτημα για μερικούς ούτε που έχει τεθεί, γιατί απλά δεν γνωρίζουν ότι και τα τύμπανα κουρδίζονται σε νότες. Ακόμα και από τους γνώστες του κουρδίσματος αγνοείται η υπόθεση, πως και το εμπειρικό κούρδισμα με το αυτί πάλι νότες παράγει.
      Στο σημείο αυτό θα πρέπει επιτέλους, να κάνουμε πέρα τις προστριβές μας και τα μίση με τον μπασίστα του συγκροτήματός μας και με την καρδιά μας πέτρα να ζητήσουμε ευλαβικά τη βοήθειά του, μια και από τους μουσικούς που οι συχνότητες του οργάνου είναι πιο κοντά στις δικές μας είναι αυτός. Και εξάλλου, μπορεί η πλειοψηφία των ντράμερ να μην γνωρίζει νότες, αλλά ο μπασίστας κάτι ξέρει.

      Από την εμπειρία μου και της ωδειακές μου σπουδές, αν και λίγες αλλά χρήσιμες, προτείνω 3 τρόπους κουρδίσματος με νότες, τον εξής ένα:
      Ξεκινάμε αφού έχουμε ως στάνταρ, πως η μπότα, κουρδίζεται πάντα σε Ντο. Βρίσκει ο μπασίστας μας ένα Ντο στην ταστιέρα του και μας το δίνει μέχρι να παράγει η μπότα μας μπροστά πίσω την επιθυμητή αυτή νότα. Εννοείται πως τα κουρδίσματα, γίνονται με ελεύθερες τις μεμβράνες των τυμπάνων, χωρίς το παραμικρό muffle. Αυτό είναι άλλο θέμα. Το επόμενο τύμπανο που θα κουρδίσουμε, είναι το snare. Στο ταμπούρο, κατά την ανωτέρα διαδικασία, κουρδίζουμε (από μπάσα προς πρίμα), είτε σε Μι, είτε σε Φα, είτε σε Σολ. Για τους χεβάδες, καλό είναι το Μι. Για τους τζαζίστες καλό το Σολ. Ας υποθέσουμε λοιπόν, πως το ταμπούρο μας, κουρδίστηκε σε Σολ. Σε ένα set με δύο τομ και ένα βαθύ, περνάμε στο βαθύ και το κουρδίζουμε πάλι Σολ αλλά μια οκτάβα κάτω. Συνεχίζουμε στο δεύτερο τομ, αυτό που βρίσκεται δηλαδή πάνω από το βαθύ μας και ανεβαίνουμε μια διαφορά (διάστημα) τρίτης καθαρής, δηλαδή περνάμε στη νότα Σι. Δηλαδή Σολ, Λα, Σι, διαφορά τρίτης. Παρομοίως και στο πρώτο τομ, αυτό που βρίσκεται πάνω από το ταμπούρο μας. Διαφορά τρίτης πάλι από τη Σι. Δηλαδή Σι, Ντο, Ρε. Η νότα Ρε είναι η νότα του πρώτου τομ που θέλουμε να ακουστεί.
      Αυτή η διαδικασία, γίνεται ακριβώς και αν ξεκινήσουμε από το ταμπούρο σε Μι ή Φα.

      ΚΟΛΠΑ
      Τι γίνεται αν το set μας αποτελείται από περισσότερα τύμπανα; Πάλι ξεκινάμε από το βαθύ πηγαίνοντας προς το ποιο πρίμο τομ.
      Γιατί πρέπει πάντα να έχουμε διαφορά τρίτης στις νότες; Δεν πρέπει πάντα να έχουμε διαφορά τρίτης στις νότες, αλλά αυτός ο τρόπος είναι συνήθης.

      Η διαφορά τρίτης, αφορά τύμπανα που δεν είναι πνιγμένα, φοράνε λεπτά δέρματα που αναδεικνύουν τις συχνότητες, τη χροιά και την τονικότητα και γενικότερα τα χαρακτηριστικά του οργάνου. Όσο ποιο βαριά δέρματα χρησιμοποιούμε και όσο ποιο μεγάλα σε διάμετρο τύμπανα, η διαφορά τρίτης, θα μας δίνει την εντύπωση, πως σχεδόν όλο το set μας παράγει την ίδια νότα. Τι κάνουμε εκεί; Ας υποθέσουμε πως παίζουμε Classic και Hard Rock. Εκεί μια καλή λύση, είναι να περάσουμε σε διαστήματα τετάρτης, αφού τα τύμπανά μας και παχύτερα δέρματα θα έχουν, αλλά και κάποιο είδος muffle θα έχουμε χρησιμοποιήσει. Τώρα αν το set μας είναι ντυμένο με δέρματα λαδιού κάργα στη ταινία και στα Ο rings, μην περιμένουμε και πολλά. Ένα κούρδισμα σε διαστήματα πέμπτης θα φτιάξει κάπως την κατάσταση. Γενικά, όσο ποιο καθαρό ήχο έχουμε τόσο ποιο πολύ μικραίνουμε τα διαστήματα κουρδίσματος και το αντίθετο. Για τους περισσότερο ψαγμένους υπάρχει και η λύση του κουρδίσματος των τομ κυρίως στη πεντατονική κλίμακα!

      ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ
      Μιλήσαμε ως τώρα, για κούρδισμα των τυμπάνων, με το πάνω και το κάτω δέρμα στην ίδια νότα. Τι συνεπάγεται αυτό; Παραγωγή ζεστού ήχου με αρκετό sustain. Η διάρκεια είναι λογικό να παραμένει καλή αφού και τα δύο δέρματα ταλαντώνονται το ίδιο. Οι αρμονικές δεν επηρεάζονται συνήθως από αυτή την επιλογή και είναι αρκετές. Νομίζω πως είναι και το ποιο όμορφο κούρδισμα, για να αναδειχθεί ο ήχος του τυμπάνου.

      Άλλη παραλλαγή κουρδίσματος είναι όταν το κάτω δέρμα είναι λιγότερο τεντωμένο. Αυτό μας δίνει ένα αποτέλεσμα όπου, η διάρκεια του ήχου και τα χαρακτηριστικά, μειώνονται κάπως, καθώς και οι αρμονικές του τυμπάνου. Ο ήχος γίνεται ποιο σκληρός, αλλά αλλάζει και η νότα που κουρδίσαμε από την αρχή κατεβάζοντας (μπασάροντας) όλο το τύμπανο.

      Τέλος, αρκετό ενδιαφέρον παρουσιάζει όταν το κάτω δέμα είναι περισσότερο τεντωμένο από το πάνω, Αυτό μας δίνει ένα ανάλογο αποτέλεσμα με τον προηγούμενο τρόπο, αλλά χτυπώντας τη μπακέτα στο πάνω δέρμα και σταματώντας την ταλάντωσή του κατά το παίξιμο, το κάτω πάλλεται ποιο γρήγορα δίνοντας ένα επιτρέψτε μου, βροντερό αποτέλεσμα, χωρίς να έχουμε σοβαρές αλλαγές στη νότα που το κουρδίσαμε. Η πρακτική αυτή, εφαρμόζεται και στο ταμπούρο, αλλά για άλλο λόγο. Εκεί επιτυγχάνουμε, τη μείωση του ενοχλητικού για κάποιους βουίσματος της χορδιέρας

      ΧΡΟΙΑ ΤΟΥ ΤΥΜΠΑΝΟΥ
      Για όσους έχουν ασχοληθεί παραπάνω με το θέμα κουρδίσματος και ήχου των τυμπάνων, προφανώς γνωρίζουν πως ένα γυμνό από δέρματα τύμπανο, παράγει ή μάλλον έχει κάποια χαρακτηριστική χροιά. Αυτό είναι κάτι διαφορετικό από τον τόνο που παράγουμε κατά το κούρδισμα με τα δέρματα επάνω. Ανάλογα την ποιότητα των ξύλων η χαρακτηριστική χροιά του κελύφους είναι καλλίτερη αναλόγως. Κάθε κέλυφος πάλλεται σε συγκεκριμένη συχνότητα.

      Αν θέλουμε να ακούσουμε αυτή τη χροιά, θα πρέπει να κρατήσουμε (κρεμάσουμε) το κέλυφος από μέσα με το δάχτυλο μας και να το χτυπήσουμε ελαφρά με ένα κοπανάκι. Η νότα που θα παραχθεί, είναι ο ήχος της καρδιάς του τυμπάνου μας. Αυτή η νότα είναι το χαρακτηριστικό του. Για τους προχωρημένους, το κούρδισμα της ντραμς γίνεται βάση της χροιάς του κάθε τύμπανου. Είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί αυτό, λόγω του ότι άλλες φορές θα πάρουμε καλό ήχο, επειδή το τέντωμα του δέρματος δεν θα εξουδετερώσει τη χροιά του κελύφους και άλλες φορές θα πάρουμε ένα άσχημο πνιγμένο ήχο επειδή οι συχνότητες αλληλοεξουδετερώθηκαν και αυτό μπορούμε να το δούμε στις παρακάτω κυματομορφές όπου:



      Κατά την πρώτη το κέλυφος και το δέρμα αλληλοσυμπληρώνουν το ένα το άλλο και κατά τη δεύτερη κυματομορφή:



      Το κέλυφος και το δέρμα αλληλοεξουδετερώνονται.

      ΕΠΙΛΟΓΟΣ:

      Σε γενικές γραμμές, ασχοληθήκαμε με τους κανόνες κουρδίσματος και κάποια θεωρία κατανόησης το πώς δουλεύει το set μας. Το συμπέρασμα είναι πως δεν υπάρχουν στην ουσία κανόνες. Μόνο κάποιες πράγματα για να μπορέσει κάποιος αρχάριος να ξεκινήσει ή κάποιος έμπειρος να λύσει απορίες και να ξαναθυμηθεί ορισμένες αρχές. Η ιστορία είναι, πως η θεωρία παραμένει θεωρία αν κάποιος δεν εξασκηθεί. Πιστέψτε με, για να περάσετε στα δυναμόκλειδα και στα memokeys ή όπως η κάθε εταιρεία θέλει να τα ονομάζει, για να έχετε γρήγορα κουρδίσματα κ.λ.π, θα πρέπει πρώτα να μάθετε πως κουρδίζεται το drum set σας και μετά να αλλάξετε επίπεδο. Το κούρδισμα των τυμπάνων είναι πολύπλοκη υπόθεση για ένα αρχάριο και πολλές φορές έρχεται σε δύσκολη θέση σε ένα live ή ένα studio. Πως σας φαίνεται ένας κιθαρίστας να προσκαλεί άλλο κιθαρίστα για να του κουρδίσει την κιθάρα πριν το live; Η εμπειρία θα κάνει το κάθε πρωτάρη να κουρδίζει σωστά και με κλειστά μάτια.
      Σας ενημερώνω πως τα μισά σχεδόν στοιχεία προέρχονται από ιστοσελίδες στο internet και πολλά από προσωπική δουλειά και εμπειρία. Μπορείτε να πάρετε ακόμα περισσότερες πληροφορίες δίνοντας σας παρακάτω, κάποιες από τις πολλές ιστοσελίδες που αναφέρουν σχετικά. Όλες είναι στα Αγγλικά και ένας από τους λόγους γραφής αυτού του κειμένου, είναι πως δεν υπάρχει κάτι τουλάχιστο δημοσιευμένο στα Ελληνικά. Γι' αυτό δεν πειράζει καθόλου, αν σας άρεσε να το χρησιμοποιήσετε όπου θέλετε, αρκεί να πιάσει τόπο και να κάνετε σωστά η δουλειά σας.

      ΠΗΓΕΣ

      http://www.drumdojo.com/tech/toctuning.htm
      http://www.drummingweb.com/tuning.htm
      http://home.earthlink.net/~prof.sound/
      http://www.acousticdrums.com/ad_frames/tuning_free_old.html
      http://www.musiccenters.com/dtune.html
      http://www.pearldrum.com/03_nuupdts/edu/freshapproach/snaredrum/tuning.html
      http://www.pearldrum.com/education/howto/index.html
      http://www.drumcentral.com/ictunedrums.htm
      http://www.musiciansfriend.com/document?doc_id=88281&src=3SOSWXXA
      http://www.remo.com/portal/pages/drumming/product_tips/Drumming+Product+Tips+Drumset.html
      http://www.musicyo.com/planet/tune_drums.asp
      http://www.drumsoloartist.com/Site/Drum_Tuning.html
      http://www.tedturnermusic.co.uk/acatalog/drumtuning.html

      Σας ευχαριστώ.
      Rockdrum

    • nikodemos
      Το ηλεκτρικό μπάσο αν και είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι στις μοντέρνες ποπ και ροκ παραγωγές τις περισσότερες φορές αντιμετωπίζεται ως "φτωχός συγγενής" , ειδικά σε σχέση με την ηλ.κιθάρα. Αυτό βέβαια είναι από μόνο του οξύμωρο καθώς μιλάμε και πάλι για μια ηλεκτρική κιθάρα....

      Αυτό σημαίνει πως και στο ηλεκτρικό μπάσο μπορούμε (αν αυτό είναι βέβαια επιθυμητό) να ακολουθήσουμε προσεγγίσεις αντίστοιχες με την ηχογράφηση της κιθάρας, να χρησιμοποιήσουμε δηλαδή την ιδιαιτερότητα ενός συστήματος όργανο-ενίσχυση-χώρος και το πως αυτά τα στοιχεία αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Ταυτόχρονα μπορούμε να ασχοληθούμε και με την direct ηχογράφηση του οργάνου και πιθανότατα με τον συνδυασμό των δύο.

      Ας δούμε κατ'αρχάς τι μας προσφέρει η κάθε περίπτωση...

      Η απ'ευθείας (direct) ηχογράφηση μας προσφέρει μια πιο "ακριβή" και άμεση "εικόνα" του οργάνου απαλαγμένη από άλλα επεξεργαστικά στάδια (ενίσχυση) αλλά και από μέσα που επιδρούν στον χαρακτήρα και στο ηχόχρωμα (μικρόφωνα - χώρος). Ταυτόχρονα μας δίνει (υπό συνθήκες) ένα πληρέστερο συχνοτικά και δυναμικά υλικό για να δουλέψουμε, ενώ δεν αποκλείει και την μετέπειτα χρήση ενισχυτή (αν χρειαστεί) μέσω reamping. Απαραίτητη προυπόθεση για την επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος η κατάλληλη ενίσχυση του σήματος σε line level. Στα μείον θα μπορούσαμε να βάλουμε το υπερβολικά "στεγνό" και "δισδιάστατο" σήμα, την έλειψη ιδιαίτερου χαρακτήρα (αν και η προενίσχυση μπορεί να είναι ιδιαίτερα δραστική) και φυσικά την πιθανότατα διαφορετική αίσθηση που μπορεί να έχει για τον μη εξοικοιωμένο χειριστή-μουσικό αυτή η συνδεσμολογία.

      Η ηχογράφηση μέσω μικροφώνου και ενισχυτή από την άλλη πλευρά μας δίνει ένα σαφέστατα πιο χρωματισμένο και με χαρακτήρα αποτέλεσμα, ανάλογα με τον χώρο, τα μικρόφωνα, την τοποθέτηση κλπ κλπ Έτσι όπως και στην περίπτωση της κιθάρας και ανάλογα με την τοπολογία του ενισχυτή, τον τύπο και την θέση του μικροφώνου μπορούμε να επιτύχουμε από "απαλά" χρωματισμένο ήχο έως ακραία υπεροδηγημένο. Στα μείον θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε τους περιορισμούς στο συχνοτικό και δυναμικό περιεχόμενο όπως αυτοί καθορίζοντε από τον συνδυασμό ηχείου-μικροφώνου-χώρου, τον υψηλότερο θόρυβο αλλά και την μη αναστρέψιμη παρέμβαση στην ηχητική πηγή.

      Και οι 2 πλευρές λοιπόν έχουν τα υπέρ και τα κατά τους και όπως συνήθως η καλύτερη επιλογή βρίσκεται κάπου στην μέση, στον συνδυασμό δηλαδή και των δύο.

      Ας δούμε λοιπόν πως θα μπορούσαμε να έχουμε τα καλύτερα αποτελέσματα και τι θα πρέπει να προσέξουμε.

      Σε ότι αφορά την απ'ευθείας (direct) ηχογράφηση,όπως είπαμε είναι πολύ σημαντική η σωστή ενίσχυση του σήματος σε line level, με άλλα λόγια η επιλογή προενίσχυσης....Έτσι είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε αν θέλουμε απόλυτα καθαρή ενίσχυση ή κάτι πιο χαρακτηριστικό και χρωματισμένο. Ανάλογα λοιπόν με το τι θέλουμε επιλέγουμε και την ανάλογη υλοποίηση. Και σε αυτή την περίπτωση οι solid state προενισχύσεις (και ειδικότερα οι σύγχρονες με ic's) προσφέρουν πιο γρήγορο transient response από τις αντίστοιχες λυχνίας (χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα καλό - το πιο αργό response σε συνδυασμό με το πιθανό soft clipping μπορεί να δημιουργήσει ένα πολύ επιθυμητό subtle compression effect). Πολύ καθοριστικός παράγωντας είναι και η παρουσία ή όχι μετασχηματιστών εισόδου και εξόδου και ο τρόπος που αυτοί επιδρούν στο χαμηλώτερο συχνοτικό φάσμα. Εδώ πολύ συχνά γίνεται μια παρανόηση καθώς σε πολλές προενισχύσεις με traffos που περιλαμβάνουν είσοδο HiZ το σήμα ΔΕΝ περνάει από τον μετασχηματιστή εισόδου.Σε αυτή την περίπτωση και αν θέλουμε να αξιοποιήσουμε και τους μετασχηματιστές εισόδου μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ένα DI και στην συνέχεια την mic είσοδο....γενικότερα σε πολλά preamps η HiZ είσοδος δεν μοιράζεται την ίδια διαδρομή (στο σύνολο της) με την mic και αξίζει τον κόπο να πειραματιστούμε με την παρεμβολή ενός DI. Προσωπικές μου επιλογές στο θέμα είναι τα line amps από broadcast modules όπως Telefunken & Siemens της σειράς Vx72 ή το 1272 της Neve. Στα αυτιά μου δίνουν την εικόνα ενός πολύ πλούσιου αποτελέσματος με πολύ έντονο χαρακτήρα στα χαμηλομεσαία, πολύ συμπαγή ήχο και πολύ "απαλά" ψηλά. Γενικά προτιμώ σαφέστατα το χαρακτηριστικό αποτύπωμα των μετασχηματιστών αυτού του τύπου ειδικά σε discrete tranzistor preamps-line amps όπως αυτά που ανέφερα.

      Σε ότι αφορά την ηχογράφηση με μικρόφωνο, είναι πολύ βασικό να θυμόμαστε ένα πολύ απλό πράγμα....σκοπός μας είναι κατ'αρχάς να ηχογραφήσουμε αυτό που ακούμε....δηλαδή πολύ απλά να μας ικανοποιεί αυτό που ακούμε από τον ίδιο τον ενισχυτή του (που σημαίνει πως έχουμε κάνει την σωστή επιλογή ενισχυτή και καμπίνας). Προσωπικά αυτό που θέλω να πάρω τις περισσότερες φορές από έναν ενισχυτή μπάσου είναιένα πιο "ζωντανό" υψηλομεσαίο συχνοτικό τμήμα (το attack από τα δάκτυλα ή την πένα) και τον όποιο "αέρα"....Γι'αυτό τον λόγο επιλέγω συνήθως καμπίνες μικρότερου συνολικού όγκου και πιο "κιθαριστικής" λογικής όπως η τρομερή 4 x12" JCM800 BASS SERIES...αντίστοιχα και σε ότι αφορά την επιλογή μικροφώνου τα ribbon είναι μια πολύ καλή λύση για την περίπτωση καθώς τα περισσότερα αποτυπώνουν με ιδιαίτερη λεπτομέρεια το μεσαίο τμήμα του συχνοτικού φάσματος με πολύ smooth άκρα. Από εκεί και πέρα πολύ καλές επιλογές μπορεί να είναι και πολλά δυναμικά με παρόμοια χαρακτηριστικά όπως τα SM7b & MD441, MD421, RE20 κλπ κλπ αλλά και κάποια πιο "ιδιαίτερα" LDC όπως τα U87, MA200, M147, U47FET κλπ κλπ

      Σε ότι αφορά την επιλογή προενίσχυσης ισχύει ότι και πιο πάνω με τον επιπρόσθετο παράγωντα της "συμπεριφοράς" των δυναμικών και ribbon και άρα την ανάγκη για το καλύτερο δυνατό matching σε ότι αφορά το απαραίτητο input gain & impedance.

      Αυτό που θα πρέπει οπωσδήποτε να προσέξουμε αν θέλουμε να συνδυάσουμε τα 2 διαφορετικά κανάλια είναι τυχόν προβλήματα φάσης που πολύ εύκολα μπορούν να "καταστρέψουν" την όλη προσπάθεια δημιουργώντας ένα εξαιρετικά αδύναμο bass track.

      Σε ότι αφορά το θέμα της επεξεργασίας με eq των tracks κατά την ηχογράφηση, αν και προσωπικά θεωρώ την ισοστάθμιση περιττή αν έχει γίνει προσεκτική δουλειά (με εξαίρεση ίσως κάποιο ελαφρύ HighPass στο direct κανάλι ώστε να το "απελευθερώσει" από "περιττή" πληροφορία), καλό θα είναι να είμαστε προσεκτικοί στο πόσο παρεμβατική θα είναι αυτή. Μην ξεχνάμε ότι "ότι γράφει....δεν ξεγράφει". Για περισσότερα σχετικά με την ισοστάθμιση σας παρπέμπω στο σχετικό άρθρο. Γενικά στο μπάσο κατά την ηχογράφηση η ισοστάθμιση θα πρέπει να έχει μάλλον "επιδιορθωτικό" χαρακτήρα με αναιπαίσθητες επεμβάσεις. Αν το υλικό μας έχει κάποιο έντονο συχνοτικό πρόβλημα καλό είναι να αναζητήσουμε την λύση στα αρχικά στάδια της δημιουργίας του, δηλαδή στο παίξιμο, στο όργανο αλλά και γιατί όχι στην ίδια την ενορχήστρωση. 

      Σε ότι αφορά την δυναμική επεξεργασία ισχύει μεν το ίδιο, από την άλλη όμως προσωπικά την θεωρώ απαραίτητο συστατικό ενός πετυχημένου bass track. Πιο συγκεκριμένα για το μεν direct track συνήθως η επιλογή μου είναι κάποιο "αργό" tube compressor με smooth αλλά αρκετά γρήγορο release ώστε να διατηρεί ένα καλό μέσο level εξομαλύνωντας και στρογγυλεύωντας τις άκρες, χωρίς όμως να δημιουργεί ακουστό pumping και για το μικρόφωνο κάποιο πιο "γρήγορο" και "άγριο" FET comp που θα τονίσει πιο πολύ την δυναμική κίνηση του οργάνου αλλά και θα κάνει πολύ πιο έντονη την αίσθηση του χώρου αναδεικνύωντας το σώμα κάθε νότας εκτός από το attack.....και στις 2 περιπτώσεις είναι τρομερά χρήσιμο να υπάρχει η δυνατότητα για sidechain έλεγχο του gain reduction μέσω κάποιου HP φίλτρου. Πολλές φορές είναι πολύ καλή ιδέα η χρήση του compression παράλληλα και η ηχογράφηση του σε διαφορετικά tracks ή ακόμη και ο συνδυασμός και σε σειρά και παράλληλα....με εξαίρεση ίσως την παράλληλη σύνδεση τα VCA comps και o smashing χαρακτήρας τους δεν αποτελούν για εμένα καλή λύση για το ηλ.μπάσο (τουλάχιστον όχι στο tracking).

      Αυτά τα λίγα για αρχή... πειραματιστείτε και μην ξεχνάτε τα εξής

      - Τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει το "σωστό" και εμπνευσμένο παίξιμο.
      - Τίποτα δεν μπορεί να διορθώθεί τελείως εκ των υστέρων....
      - Τίποτα δεν είναι λάθος αν ακούγεται σωστά...."if it sounds good, it's good" (J.Meek)      
       
      * Αναδημοσίευση απο το αρχικό άρθρο 25/07/09.

    • npap
      Παραμύθι με όνομα για αρχαρίους με ψηφιακούς δράκους, ηλεκτρονικές νεράιδες, μάγισσες με σκουπόξυλα πυριτίου και λοιπά δυαδικά ξωτικά σε audio κάστρα...
      Κόκκινη κλωστή δεμένη…

      Μια φορά κι έναν καιρό, στο βασίλειο της μουσικής αναπαραγωγής, ο βασιλιάς «δίσκος βινυλίου», κάλεσε τον τρανό μάγο PHILIPS, με σκοπό να του βρει έναν τρόπο, ώστε ο ίδιος να καταστεί πιο προσιτός στους μουσικόφιλους υπηκόους του που παραπονούνταν από καιρό εις καιρό για τη χρηστικότητα και την εν γένει εργονομία της εξουσίας που τους ασκούσε. 

      Ο μάγος λοιπόν, αφού είδε και απόειδε, τελικά ανακάλυψε μέσα σε μια φτωχική πλαστική καλύβα, τη φτωχή πλην τίμια μεταλλοπούτα «κασέτα» να κοιμάται σ’ ένα σωρό από ρινίσματα σιδήρου. Χρίζοντάς την με συνοπτικές διαδικασίες ως ακόλουθη του βασιλιά, του έλυσε το πρόβλημα της επαφής με τους υποτελείς του ακόμη και στο πιο μακρινό χωριό της χώρας. 

      Έτσι, για χρόνια πολλά, γαλήνη επικρατούσε στο βασίλειο της μουσικής αναπαραγωγής και όλοι ήταν ευχαριστημένοι. 
      Όμως, ο χρόνος είναι σκληρός και ο βασιλιάς γέρασε κινδυνεύοντας να μείνει χωρίς διάδοχο. Κάτω από το βάρος των συνθηκών, επιστρατεύτηκε για άλλη μια φορά ο μάγος «PHILIPS» για να δώσει τη λύση. 

      Αυτός, αφού είδε και ματαπόειδε, συμβουλευόμενος το κόκκινο βιβλίο του, έφτιαξε ένα μαγικό φίλτρο που βοήθησε την βασίλισσα «τεχνολογία» να χαρίσει στο βασιλιά «βινύλιο» τον πολυπόθητο διάδοχο. Το όνομα δε αυτού «cd». 

      Ο πανδαμάτωρ χρόνος, χαϊδεύοντας στοργικά με όρους σχετικότητας το πριγκιπόπουλο, το ώθησε να ανδρωθεί γρήγορα και μόλις στην εφηβεία του να ανέβει στο θρόνο (αν και δεν έπεισε ποτέ ότι του αξίζει), παραγκωνίζοντας τον γέρο πατέρα του. Παράλληλα, ήρθε η ώρα της (φτωχής πλην τίμιας όπως προείπαμε ανωτέρω) «κασέτας» να βγει στη σύνταξη, χωρίς μάλιστα να λάβει «εφάπαξ», ως ελάχιστη ανταμοιβή για τις τεράστιες υπηρεσίες που προσέφερε στο κοινωνικό σύνολο. 

      Να ‘μαστε λοιπόν και στην ανάγκη για την δική της διαδοχή και μάλιστα με πολύ μεγαλύτερες απαιτήσεις στο ρόλο που καλείται να αναπληρώσει ο επερχόμενος αντικαταστάτης της.
      Άλλοι καιροί, άλλα ήθη πια, επιβάλουν την ανάθεση ανεύρεσής του στο Γερμανικό Ινστιτούτο Fraunhofer-IIS σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο Erlangen και εταιρείες όπως η Thomson Multimedia, CNET, AT&T. Σαν αποτέλεσμα της συνεύρεσης όλων αυτών με τη βασίλισσα «τεχνολογία» γεννιέται το νόθο (κατά τις δισκογραφικές εταιρείες πάντα), MPEG-Layer 3 ή κατά κόσμον MP3.

      Θα ανταποκριθεί στο ρόλο του; Ποιος ξέρει; Ίδωμεν… Μέχρι τότε θα ζούμε εμείς καλά και αυτοί (οι εταιρείες ως την στιγμή που θα το αξιοποιήσουν δημιουργικά) μάλλον χειρότερα… 

      Εxtras
      Επιστροφή στην πεζή πραγματικότητα, ξεκινώντας με μια αναφορά σε σημαντικές  στιγμές από τη ζωή των πρωταγωνιστών του παραμυθιού.
      1948 Η βιομηχανία πετρελαίου παρουσιάζει ένα πλαστικό πολλαπλής χρήσης το πολυβινυλοχλωρίδιο (PVC). Δίνεται λοιπόν ευκαιρία για τη δημιουργία δίσκων με στενό αυλάκι. 1963 Η Philips στην έκθεση του Βερολίνου παρουσιάζει την κασέτα. 1978 Η Philips ανακοινώνει το Compact Disc, το γνωστό μας CD. 1981 Η Philips παρουσιάζει το CD και σε συνεργασία με τη SONY παράγουν ένα ψηφιακό δίσκο για εμπορική χρήση. 1982 Ξεκινά στην Ιαπωνία η παραγωγή CD Hardware και Software. 1983 Την 1η Μαρτίου το CD κάνει την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στην Αγγλία. Θεωρήθηκε η μεγαλύτερη καινοτομία στη μουσική βιομηχανία μετά το δίσκο βινυλίου. 1987 Ξεκινάει η προσπάθεια της συμπίεσης του ψηφιακού ήχου στο Ινστιτούτο Ολοκληρωμένων Κυκλωμάτων Fraunhofer-IIS. Ο αρχικός αλγόριθμος που δημιουργήθηκε ήταν ο MPEG Layer 1 που ήταν και ο πρόγονος του MPEG Layer 3 δηλαδή του MP3. 1988 Για πρώτη φορά οι πωλήσεις CD ξεπερνούν αυτές των δίσκων βινυλίου. 2005 Ο υποφαινόμενος συγγράφει το ανωτέρω παραμύθι, βλέποντας στον ύπνο του εφιάλτες με τον Αίσωπο ως DJ, να του πετά CD σε άψογη φρίσμπι τεχνική, με στόχο το λαιμό του. Μπανάκι στο ποτάμι του ιδρώτα του δεν έκανε ακόμη, αλλά που θα πάει… ίσως στο επόμενό του θέμα…
      Τι είναι επιτέλους αυτό το MP3;
      Κάθε ηλεκτρονικός υπολογιστής με λειτουργικό Windows χρησιμοποιεί σαν βασικό αρχείο αποθήκευσης ήχου το Wave (.wav). Το MP3 (.mp3) δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μια συμπιεσμένη μορφή του. Παράγεται μέσω software το οποίο χρησιμοποιεί έναν απωλεστικό αλγόριθμο συμπίεσης (σημ. ο απωλεστικός αλγόριθμος κατά τη διαδικασία της συμπίεσης χάνει για πάντα κάποιο μέρος της πληροφορίας το οποίο δεν μπορεί πλέον με κανένα τρόπο ν’ ανακτηθεί). Ο εν λόγω λοιπόν, για να μειώσει το μέγεθος του αρχικού ασυμπίεστου αρχείου εκμεταλλεύεται μια ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης ακοής που ονομάζεται ακουστική σκίαση. Με απλά λόγια, ανιχνεύει τα στοιχεία εκείνα από την αρχική μουσική πληροφορία που δεν θα είναι σε θέση (θεωρητικά) το ανθρώπινο αυτί να διακρίνει και τ’ αφαιρεί.

      Κι όμως εδώ το «μέγεθος» μετράει
      Ένα κοινό CD χωράει 700MB δεδομένων. Ένα τρίλεπτο μουσικό κομμάτι ασυμπίεστο, έχει μέγεθος 30MB. Συμπερασματικά μπορούμε σε ένα CD να «στριμώξουμε» 23 τρίλεπτα μουσικά κομμάτια. Ένα κοινότυπο MP3 αρχείο των 128 Kbps παράγεται με συμπίεση 1/10 οπότε εύκολα πλέον υπολογίζουμε ότι στο CD μας μπορούν να χωρέσουν περίπου 230 κομμάτια. Ε! ναι λοιπόν, το μέγεθος στην περίπτωσή μας παίζει σημαντικό ρόλο.

      Και με την ποιότητα; Τι γίνεται;
      Τα αρχεία MP3 δεν είναι όλα στον ίδιο βαθμό συμπιεσμένα. Το ποσοστό της συμπίεσης που θα έχει το κάθε αρχείο το επιλέγουμε οι ίδιοι κατά τη δημιουργία του. Όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό συμπίεσης τόσο μικρότερο θα είναι και το αρχείο. Απ’ την άλλη όσο περισσότερο το συμπιέζουμε, τόσο περισσότερη πληροφορία χάνουμε, με άμεσο αντίκτυπο στην ποιότητα του ήχου. 
      Το μέγεθος της συμπίεσης που εφαρμόζουμε μετριέται σε Kbps (Kbit/δευτερόλεπτο). Η μέτρηση αυτή δεν αφορά το ποσοστό ή το λόγο συμπίεσης αλλά το ρυθμό ροής των δεδομένων. Εύκολα όμως μπορούμε να υπολογίσουμε και το λόγο αυτό, αφού γνωρίζουμε ότι ο ρυθμός ροής δεδομένων του ασυμπίεστου ήχου είναι 1360 Kbps. Π.χ. σ’ ένα MP3 των 128 Kbps ο λόγος συμπίεσης θα είναι περίπου 1/10 (1360 : 128 = 10,63). 
      Με την εξέλιξη του αλγόριθμου συμπίεσης στο πέρασμα του χρόνου, φτάσαμε στο σημείο ένα MP3 των 320 Kbps σε VBR (μεταβλητό ρυθμό συμπίεσης)  να μην έχει καμία «ακουστή διαφορά» στην ποιότητα του ήχου από ένα CD στα μη «εκπαιδευμένα αυτιά» (αν και τα τελευταία εκτίθενται πολλάκις σε blind test…). 
      Από την άλλη ένα MP3 των 128 Kbps να έχει ικανοποιητικότατη ποιότητα για τον μέσο ακροατή χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις και αρκούντως μικρό μέγεθος ώστε να αποτελεί χρυσή τομή για πλήθος χρήσεων. 

      2006
      Νίκος Παπαρρόδου

    • Yannis Methenitis
      Είναι σημαντικό να συνδυάζουμε σωστά τα μεγάφωνα στις καμπίνες (ηχεία) ή και καμπίνες ολόκληρες.
      Ο ένας λόγος είναι γιατι έτσι θα πετύχουμε την απόλυτη απόδοση ισχύος και ο άλλος γιατί μπορεί να δημιουργηθούν συνθήκες που θα κάνουν κακό στον ενισχυτή.

      Οι πιο διαδεδομένοι τρόποι σύνδεσης είναι σε σειρά και παράλληλα.

      Σε σειρά είναι όταν τα μεγάφωνα συνδέονται ως εξής:



      Παράλληλη σύνδεση είναι όταν π.χ. ο ενισχυτής έχει 2 εξόδους και το καθε μεγάφωνο συνδέεται σε διαφορετική ή όταν απο την μία έξοδο τα καλώδια μοιράζονται ως εξής: 



      Όταν συνδέουμε τα μεγάφωνα μεταξύ τους το φορτίο τους αλλάζει ως εξής:

      Σύνδεση σε σειρά 2 μεγαφώνων
      Δύο 2 ohm μεγάφωνα = 4 ohm 
      Δύο 4 ohm μεγάφωνα = 8 ohm
      Δύο 8 ohm μεγάφωνα = 16 ohm 

      Παράλληλη σύνδεση 2 μεγαφώνων
      Δύο 4 ohm μεγάφωνα = 2 ohm 
      Δύο 8 ohm μεγάφωνα = 4 ohm 
      Δύο 16 ohm μεγάφωνα = 8 ohm 

      Παράλληλη σύνδεση 4 μεγαφώνων
      Τέσσερα 8 ohm μεγάφωνα = 2 ohm
      Τέσσερα 16 ohm μεγάφωνα = 4 ohm
      Τέσσερα 32 ohm μεγάφωνα = 8 ohm

×
×
  • Δημοσιεύστε κάτι...

Τα cookies

Τοποθετήθηκαν cookies στην συσκευή σας για να είναι πιο εύκολη η περιήγηση στην σελίδα. Μπορείτε να τα ρυθμίσετε, διαφορετικά θεωρούμε πως είναι OK να συνεχίσετε. Πολιτική απορρήτου