Προς το περιεχόμενο
  • Άρθρα

    Άρθρα Μουσικής Τεχνολογίας
    • Superfunk
      Ο σωστός τρόπος τοποθέτησης χορδών.

      Επειδη ολα τα προβληματα tuning ξεκινανε απο το γεγονος οτι λιγοι κιθαριστες ξερουν να περνανε σωστα τις χορδες τους ο σωστος τροπος ειναι ο εξης:
       
      Κλειδια lock (sperzel, gotoh, grover, schaller κτλ) περναμε την χορδη απο τον καβαλλαρη και μετα απο την τρυπα του κλειδιου φροντιζοντας να την τεντωσουμε οσο το δυνατον περισσοτερο ετσι ωστε να μην «γυρισει» καθολου γυρω απο το κλειδι μολις ασφαλισουμε το μηχανισμο. Αν η χορδη εχει εστω και ενα γυρισμα πανω σto tuner shaft εχουμε ουσιαστικα καταστησει το κλειδι αχρηστο Απλα κλειδια με την τρυπα στο πλαiνο μερος του tuner shaft (τα πιο συνηθισμενα δηλ. gotoh, shaller, grover, κτλ). Ο σκοπος ειναι να τυλιξουμε την χορδη ετσι ωστε να μην ξεκουρδιζει και να υπαρχει αρκετη γωνια, κλιση πισω απο το nut για να μην εχουμε τριξιματα (στα lock κλειδια αυτο γινεται αυτοματα μια και ειναι staggered)
      Στις κιθαρες που εχουν δυο string trees ή μεγαλη κλιση στο headstock (π.χ gibson) περναμε τη χορδη απο τον καβαλλαρη και μετα την περναμε απο την τρυπα του κλειδιου, την τεντωνουμε ωστε να μην εχει slack και αμέσως την λυγιζουμε προς το εσωτερικο του headstock μετά την περναμε κατω απο τον εαυτο της ετσι ωστε να κανουμε εναν «κομπο». Ετσι ουσιαστικα κανουμε ενα lock χωρις lock κλειδια. Αυτος ειναι και ο καλυτερος τροπος μια και μετα το στρεσαρισμα τον χορδων το κουρδισμα μας θα κραταει εκπληκτικα.


      Στις κιθαρες τυπου fender που δεν εχουν παρα ενα string tree και μικρο headstock angle περναμε την χορδη απο τον καβαλαρη και μετα απο την τρυπα του tuner και φρoντίζουμε να τυλιξουμε γυρω απο το τuner 3-4 στροφες (οχι παραπανω) προσεχοντας να μην γινεται overlapping δηλ. Να μην τυλιγουμε την μια στροφη πανω στην αλλη και να «κατεβαινουν» οι στροφες προς τη βαση του κλεδιου. ια την σολ χορδη επειδη συνηθως τριζει χωρις string tree πολυ προσεκτικα τυλιγουμε 5-6 στροφες για να μεγαλωσει η γωνια με το nut.
       

      Κλειδια τυπου vintage split shaft (σαν αυτα που εχουν τα μοντελα vintage της fender). Τα κλειδια αυτα εχουν την τρυπα απο πανω, για ασφαλεια οποτε πρεπει να κοψουμε την χορδη στο σωστο μηκος πριν την τοποθετησουμε. Περναμε παλι την χορδη απο τον καβαλαρη και μετα την κοβουμε 3 κλειδια πανω απο αυτο που θα την τοποθετησουμε (πχ. αν τοποθετουμε την μι μπασα κοβουμε την χορδη στο υψος του κλειδιου της σολ κ.ο.κ) βαζουμε την ακρη της χορδης βαθια μεσα στην οπη του tuner την λυγιζουμε και φρoντίζουμε να τυλιξουμε γυρω απο το τuner 3-4 στροφες προσεχοντας να μην γινεται overlapping δηλ. Να μην τυλιγουμε την μια στροφη πανω στην αλλη και να «κατεβαινουν» οι στροφες προς τη βαση του κλεδιου. Για την σολ χορδη επειδη συνηθως τριζει χωρις string tree πολυ προσεκτικα τυλιγουμε 5-6 στροφες για να μεγαλωσει η γωνια με το nut.

      Παντα «τεντώνουμε» τις νεες χορδες τραβωντας απαλα μακρια απο την ταστιερα. Στις κιθαρες με τρεμολο βοηθαει να κανουμε και μερικα υπερβολικα τραβηγματα με το τρεμολο.
       
      Η ρύθμιση της κιθάρας (setup).
       
      1. Πρώτα απ'ολα τσέκαρουμε αν το μπράτσο εχει πολύ relief με τον εξής απλό τρόπο:
       
      βαλε ενα καποταστο πισω απο το πρωτο ταστο  πατα την μπασα μι χορδη στο 14ο ταστο  τσεκαρε την αποσταση της χορδης αυτης απο το 7ο η 8ο ταστο.  πρεπει να ειναι περιπου 0,25 mm ή και λιγοτερο αν δεν κοπαναμε πολυ (οσο λιγοτερο relief εχει άλλωστε μια κιθαρα τοσο πιο ευκολα παιζει,τοσο πιο άμεσο ήχο έχει και τοσο καλύτερο intonation διατηρεί σε όλο το μήκος του μπράτσου). Για ακουστικες και παίκτες με πολύ βαρύ χέρι μπορούμε, αν τρίζει πολύ η κιθαρα να πάμε μέχρι 0,40 mm αλλά καλύτερα να πάμε το όργανο σε εναν τεχνικό για fret leveling αν τα τριξιματα επιμενουν απο το 0,40 mm και πάνω  αν ειναι περισσοτερο τοτε το μπρατσο θελει "σφίξιμο" αν ειναι λιγοτερο θελει "χαλαρωμα"  το truss rod (βέργα) ρυθμιζεται ως εξης: αν θελεις να το τεντώσεις (δηλ. να αφαιρεσεις relief) βαζεις το αναλογο κλειδακι (συνηθως ενα κλειδί allen) στην υποδοχη και γυρνας clockwise δηλ. προς τα δεξια. Προσοχη! Μονο ενα τεταρτο της στροφης την καθε φορα (καλο ειναι να λειπανεις με wd40 την υποδοχη αν εχεις καιρο να ρυθμισεις την κιθαρα).
      Ξαναμετρα τη αποσταση της χορδης μεχρι να γινει 0,2-0,3 mm.
      Για να χαλαρωσεις το μπρατσο (να προσθεσεις relief) κανεις ακριβως το αντιθετο counterclockwise.
      2. Nut. Μετά θα πρεπει να τσεκαρεις το ποσο σωστα ειναι κομμενο το nut της κιθαρας (πολυ σπανια ειναι σωστο απο το εργοστασιο):
       
       βαλε παλι ενα καποταστο πισω απο το δευτερο ταστο και μετρα την αποσταση της χορδης απο το πρωτο ταστο.  πρεπει να ειναι η ελαχιστη δυνατη χωρις να ακουμπα σε αυτο οσο ενα τσιγαροχαρτο περιπου.  αν ειναι μεγαλυτερη τοτε πρεπει να βαθυνεις τα αυλάκια του nut (εκει που καθονται οι χορδες) αυτη ειναι μια δουλεια που θελει πειρα και ειδικές λίμες οποτε αστην σε καποιο επαγγελματια.
      Επισης πολύ σημαντικό είναι να μην «πιανουν» πολυ σφικτα τα αυλάκια την χορδη γιατί θα εχουμε πρόβλημα με το κούρδισμα μας.
      Οι χορδες πρεπει να «καθονται» χωρις πιεση στον καβαλλαρη και τα αυλάκια να ειναι αρκετα φαρδια (οχι ομως υπερβολικα) ωστε η χορδη να μπορει να κινηθει με ανεση οταν κανουμε bends. Λιγο απλο μολυβακι στα αυλάκια κάνει θαυματα.
       
      3. Αν και το relief aλλα και το nut ειναι οκ τοτε το προβλημα του hιgh action ειναι στον καβαλαρη ο οποιος θελει χαμηλωμα.

      Στις ακουστικες που δεν εχουν ρυθμιζομενο καβαλαρη οπως οι ηλεκτρικες πρεπει να "φας" το κατω μερος του καβαλαρη.
      Τον αφαιρεις και τον "σερνεις" απολυτα flat πανω σε ενα γυαλοχαρτο σιγα σιγα μεχρι να φτασει στο επιθυμητο υψος, τσεκαροντας διαδοχικα και πανω στην κιθαρα το υψος.

      Στις ηλεκτρικες ανεβαζουμε ή κατεβαζουμε τον καβαλαρη μεχρι να πετυχουμε το actιον που μας αρεσει, φροντιζοντας να ακολουθουμε το radius (καμπυλη) της ταστιερας.

      Ενα καλο αcτιον πpεπει να επιτρεπει bends χωρις σβήσημο του ήχου και να ειναι αρκετα χαμηλο ωστε να μην ταλαιπωρει το χερι.
      Οσο πιο βαριες χορδες τοσο πιο χαμηλο αctιον μπορουμε να εχουμε γιατι τριζουν λιγοτερο
       
      4. Intonation (πρωτα ρυθμιζουμε ολα τα αλλα και τελευταιο αυτο!)

      Κουρδίζουμε κάθε ανοιχτη xορδή στην κανονική τονικότητα της (πχ. μι) και αμέσως τσεκάρουμε στο 12ο τάστο αν η νότα είναι ακριβώς η ίδια και σωστά κουρδισμένη. Αν είναι χαμηλώτερη τότε μετακινούμε το saddle (σαμαράκι) προς την ταστιέρα της κιθάρας, ενώ αν είναι sharp (ψηλώτερη) αντίθετα. Ξανακουρδίζουμε την ανοιχτή χορδή, που τώρα θα είναι sharp η flat και ξανατσεκάρουμε το 12ο τάστο μέχρι να τίς κάνουμε να είναι ίδιες.
       
      5. Μαγνήτες (ρυθμιση υψους)

      Το σημαντικοτερο πραγμα για τον ηχο της ηλ.κιθαρας ειναι οι σωστα ρυθμισμενοι μαγνητες. Εχω δει πολλες εξαιρετικες κιθαρες να «αδικουνται» απο την αθλια ρυθμιση των μαγνητων τους. Αφου ρυθμισουμε ολα τα παραπανω βαζουμε την κιθαρα στον ενισχυτη με καθαρό ηχο και βαζουμε ενα καποταστο στο τελευταιο ταστο.

      Ξεκιναμε απο τον bridge μαγνητη. Τον φερνουμε γυριζοντας τις βιδες οσο πιο κοντα μπορουμε στις χορδες μεχρι του σημειου που να εχουμε ενα δυνατο και καθαρο σημα χωρις παραμορφωση και χωρις να «τραβαει» τις χορδες καταστρεφοντας το intonation.
      Κατα μέσο όρο, για medium output μονους μαγνητες η αποσταση με πατημενο το τελευταιο ταστο της χορδης απο τους πόλους, πρεπει να ειναι περιπου οσο το παχος 1-2 νομισματων του ενος ευρω στα καντινια και 2-3 στα μπασα (λιγο περισσοτερο για τους humbuckers που εχουν υψηλοτερη εξοδο).

      Μετα ρυθμιζουμε και τους υπολοιπους μαγνητες (neck & middle αν εχει η κιθαρα μας) προσεχοντας να τους ισοροπήσουμε με τον bridge μαγνητη ετσι ωστε να εχουν περιπου την ιδια εξοδο. Οσο πιο κοντα στο μπρατσο ειναι ο μαγνητης τοσο πιο μεγαλη εξοδο βγαζει γι αυτο και συνηθως τον χαμηλωνουμε πιο πολυ απο τον bridge μαγνητη.

      Αυτα και ελπιζω να βοηθησα!
      superfunk

    • odis13
      Εδώ και λίγο καιρό "μελετάω" ενα πασίγνωστο (και αντιγραμμένο από τους πάντες) σχέδιο ενισχυτή, τον Fender Champ. Σε λίγο καιρό σκοπευω να ξεκινήσω απο την συναρμολόγηση ενος πολύ απλού κιτ και μόντα στη μόντα να φτάσω μέχρι μια boutique, modded έκδοση ενός Badcat Minicat. Φυσικά προτού πιάσουμε τα κολλητήρια, πιάνουμε τα βιβλία...Ψάχνωντας λοιπόν βρίσκει κανείς πάρα πολλές χρήσιμες πληροφορίες. Σκέφτηκα λοιπόν να γράψω το παρακάτω αρθράκι, προσπαθώντας να εξηγήσω (λιγο μπακάλικα) το τι συμβαίνει μέσα σε έναν απλό ενισχυτή κιθάρας και το τι σημαίνουν ορισμένες έννοιες όπως output transformers, valve rectifiers, negative feedback κλπ που τόσο συχνά ακούμε. Ο υπερβολικά επιστημονικός χαρακτήρας πολλών ανάλογων άρθρων σε συνδυασμό με την έλλειψη τέτοιων άρθρων στην ελληνική γλώσσα ίσως εμπόδισε πολλους που είχαν όρεξη να μάθουν πέντε πράματα, για αυτό κάνω και την παρακάτω προσπάθεια.

      Επειδή ήδη θα έχουν τρομάξει οι περισσότεροι, μην πανικοβάλλεστε! Για να καταλάβετε τα παρακάτω αρκούν μερικές στοιχειώδεις λυκειακές γνώσεις φυσικής & ηλεκτρονικών.

      Ξεκινάμε λοιπόν μια ξενάγηση των εσωτερικών ενος πολύ πολύ απλου και διαδεδομένου ενισχυτή, του Fender Champ. Θα χρησιμοποιήσουμε το schematic του 5F1 Tweed και στο οποίο θα αναφερόμαστε σε όλο το υπόλοιπο άρθρο. Εχω μαρκάρει με κόκκινα τετράγωνα ορισμένες "περιοχές" του ενισχυτή. Ανοίξτε το σε ενα χωριστό παράθυρο, θα αναφερόμαστε σε αυτό συνέχεια.

      Block A: Αυτό είναι το πρώτο στάδιο προενίσχυσης του ενισχυτή μας. To σήμα της κιθάρας μπαίνει από το input jack και πηγαίνει στο 1ο μισο της 12AX7 προενισχύτριας λυχνίας όπου και ενισχύεται. Η έξοδος αυτού του τμήματος καταλήγει σε ενα ποτενσιόμετρο. Το ποτενσιόμετρο αυτο ελέγχει πόσο απο το προενισχυμένο σήμα μας θα περάσει στα επόμενα τμήματα του ενισχυτή και ειναι ουσιαστικά το volume μας. Θα καταλάβουμε τι ακριβώς σημαίνει αυτό όταν δούμε το επόμενο block. Αξίζει να αναφερθούμε και στον πυκνωτή που βρίσκεται αμέσως πριν από αυτό το ποτενσιόμετρο. Ο συγκεκριμένος πυκνωτής επιτελεί 2 σημαντικότατες εργασίες: Πρώτον, εμποδίζει το υψηλό DC current (συνεχές ρευμα) που χρησιμοποιούν οι λυχνίες για τη λειτουργία τους απο το να συνεχίσει στο επόμενο στάδιο προενίσχυσης. Ο λόγος είναι ότι θέλουμε να συνεχίσει στον ενισχυτή και να...ενισχυθεί μόνο το σήμα μας, όχι και το DC current. Οποιοσδήποτε πυκνωτής, ασχέτως τιμής, θα μπορούσε να κάνει αυτή τη δουλειά...το γιατί οι πυκνωτές λειτουργούν έτσι μπορεί εύκολα να το ψάξει όποιος ενδιαφέρεται. Η δέυτερη δουλειά του πυκνωτή ειναι να "ρυθμίζει" το πόσα μπάσα περνάνε στο κύκλωμα μας : οσο μεγαλύτερη η τιμή του, τόσα περισσότερα μπάσα θα έχει ο ενισχυτής μας. Αν ομως το παρακάνουμε, ο ήχος θα γίνει muddy, οπότε προσοχή...

      Block B: Εδώ το σήμα μας συνεχίζει στο δέυτερο στάδιο προενίσχυσης, που στην προκειμένη περίπτωση αποτελείται απο το 2ο μισό της 12ΑΧ7. Μεχρι στιγμής, το σήμα μας είναι σχετικά καθαρό, ή καλύτερα, είναι όπως το ταίσαμε στο input (αν είχαμε πχ ένα od και ένα compressor μπροστα απο τον ενισχυτή μας, το σήμα μας τώρα ειναι ακόμα σχετικά αναλοίωτο, δεν έχει υποστεί έξτρα παραμόρφωση/κομπρεσσάρισμα απο τον ενισχυτή). Εδω μπαίνει το ποτενσιόμετρο που αναφέραμε πριν. Aν το έχουμε σε υψηλό setting αφήνουμε πολύ μεγάλο μέρος του (ήδη ελαφρά προενισχυμένου από το 1ο μισό της 12AX7) σήματος να πάει στο δέυτερο στάδιο της προενίσχυσης. Αυτό την οδηγεί στα όρια της, και την κάνει να κομπρεσσάρει και να ενισχύει το σήμα μας αρκετά non-linearly ( μη-γραμμικά). Με λίγα λογια, έχουμε παραμόρφωση (preamp distortion).

      Block C: Εδώ μπαίνουμε στον τελικό ενισχυτή (power amplifier. Αν στην έξοδο του block B είχαμε βάλει άλλο ένα ποτενσιόμετρο, θα λειτουργούσε ουσιαστικά σαν master volume...think about it. Στον τελικό ενισχυτή έχουμε την 6V6 λυχνία μας που λειτουργεί σε (σχεδόν) single ended class A. Παραπάνω για τις κλάσεις και για το σχεδόν στην παρένθεση θα βρείτε με λίγο googling αλλά και στο παλαιότερο θέμα περι ενισχυτών. Μετά την λυχνία έχουμε έναν από τους 2 μετασχηματιστές του κυκλώματος μας, τον λεγόμενο output transformer. Η δουλειά αυτού του κυρίου ειναι (κυριως) να πραγματοποιήσει το λεγόμενο impedance matching έτσι ώστε το σήμα μας να μπορέσει να φτάσει στο μεγαφωνο και να παράγει ήχο. Αναλογα με τον μετασηματιστη που χρησιμοποιουμε και με το ποια taps του αξιοποιουμε παιρνουμε τις γνωστες εξοδους για 4,8,16 ohm speakers. Περισσοτερα περι του τι ειναι το impedance matching και γιατι ειναι απαραιτητο θα βρει οποιος θελει στο παρακατω link
      https://en.wikipedia.org/wiki/Impedance_matching

      Ουσιαστικα αυτος ειναι ο ενισχυτης μας: ακολουθησαμε το σημα μας απο τη στιγμη που μπηκε μεχρι τη στιγμη που εφτασε στο μεγαφωνο. Εχουμε παραλειψει ομως ενα σημαντικοτατο τμημα του ενισχυτη, και αυτο ειναι το power section, το τμημα που μας δινει το ρευμα και τα βολταζ που χρειαζομαστε για την λειτουργια του ενισχυτη μας. Και ναι παιζει και μεγαλο ρολο στον τελικο ηχο και αποκριση του ενισχυτη μας...



      Block D1: Eδω εχουμε το ρευμα που ερχεται απο την μπριζα μας. Εχουμε τον διακοπτη για το power, ο οποιος απλα ανοιγει/κλεινει το κυκλωμα και μια ασφαλεια. Καταληγουμε στο primary winding του power transformer.

      Block D2: Ξεκιναμε απο τον power transformer και τα δευτερευοντα πηνια του. Ο λογος ύπαρξης αυτού του κομματιού του κυκλώματος είναι ότι τα voltages που θέλουμε για την λειτουργία των λυχνιών δεν είναι ίδια με τα volt που παίρνουμε απο την μπρίζα του σπιτιού μας, οπότε θα πρέπει να τα "μετασχηματίσουμε" ώστε να πάρουμε τα επιθυμητά μεγέθη. Οι λυχνίες, λογω κατασκευής τους, απαιτούν μεγάλα voltage για να λειτουργήσουν. Ακομα και σε ενα τέτοιο απλό και low-wattage ενισχυτή βλέπουμε τάσεις που ξεπερνούν τα 300-350 Volt. Αυτό εξηγεί και σε ένα βαθμό την επικινδυνότητα του να βάζουμε χέρι σε λαμπάτους ενισχυτές...δε θα δούμε τέτοιες τάσεις στον 15ρακη Marshall MG και αντίστοιχα μηχανήματα. Αφου λοιπόν πήραμε τις τάσεις που θέλουμε, έχουμε ένα ακόμα πρόβλημα: Το ρέυμα που έρχεται απο την μπρίζα ειναι AC, εμείς θέλουμε DC για την λειτουργία του ενισχυτή μας. Θα πρέπει λοιπον να το μετατρέψουμε απο AC σε DC. Αυτο επιτυγχάνεται με τη χρήση ενος full wave rectifier. Στη συγκεκριμένη υλοποιηση έχουμε ένα valve rectifier, μια λυχνια 5Υ3 που επιτελεί αυτή την εργασία. Απο 'κει και πέρα, έχουμε ενα network απο αντιστάσεις και πυκνωτές που μας δίνει τα voltage drops που θέλουμε για κάποια άλλα σημεία του κυλώματος (πχ μπορεί να θέλουμε εκτός των 350 Volt και 348 και 320 volt - τυχαία νούμερα).

      And that's pretty much it folks!

      Ας επεκταθούμε λίγο σε ορισμένα πραγματάκια οπως το rectifier. Οπως είπαμε, εδώ έχουμε ένα valve rectifier, μια λυχνία που αναλαμβάνει την μετατροπή του AC σε DC. Η δουλεια αυτη μπορει να γινει απλουστατα με 4 διοδους (solid state rectifier). Αντι λοιπον της λυχνιας εχουμε το παρακατω:
       


      Ειναι πολυ πιο απλο απο την λυχνια, τραγικα πιο φτηνο (ουτε ενα ευρω δε κοστιζουν 4 διοδοι) και πιο αξιοπιστο (δεν υπαρχουν λυχνιες που πιθανον να θελουν αλλαγμα κλπ). Για αυτο το λογο οι περισσοτεροι ενισχυτες που κυκλοφορουν πλεον ΔΕΝ εχουν tube rectifier αλλα solid state rectification. Οσους ενισχυτες δειτε με tube rectifier, το εχουν ειτε για λογους ιστορικης ακριβειας (πχ καποιο αυστηρο reissue του εν λογω ενισχυτη) ειτε για τις ηχητικες του ιδιοτητες (το "sag" εχει συζητηθει παλαιοτερα) ειτε για mojo.

      Κατι αλλο που μπορουμε να αναφερουμε ειναι το λεγομενο negative feedback, που χρησιμοποιειται και στον Champ. Aν προσεξετε το schematic, υπαρχει μια αντισταση η οποια ειναι συνδεδεμενη μεταξυ της προενισχυσης (block B) και του τελους του block C, ακριβως πριν το μεγαφωνο (ΜΕΤΑ τον transformer). Βαζοντας αυτη την αντισταση εκει δημιουργησαμε μια διαδρομη για το σημα μας και ουσιαστικα "ταιζουμε" λιγο απο τελικο σημα μας πισω στην προενισχυση. Αυτο ειναι και το λεγομενο negative feedback. Ομως γιατι το κανουμε? Τι προσφερει? Μας προσφερει καλυτερες επιδοσεις, καλυτερη σταθεροτητα και αλλα πολλα. Παραθετω απο wiki:

      Aυταααααα
      *Αναδημοσίευση απο το αρχικό 29/12/09.
       
      Σχετική συζήτηση στο
       

    • rockdrum
      Διαβάστε τα χαρακτηριστικά των ξύλων που χρησιμοποιούμε στα τύμπανα μας και κάποιοι δεν τα ξέρουμε.

      Έτσι πηγαίνοντας σε ένα μουσικό οίκο και ο πάντα ευχάριστος και εξυπηρετικός υπάλληλος μας εξηγεί από τι είναι φτιαγμένο το set που ζαχαρώνουμε, να ξέρουμε εν μέρει γιατί έχει αυτή την αξία και τι ήχο βγάζει αλλά και πιο είδος μουσικής του ταιριάζει.

      Ο ήχος που παράγεται από τα τύμπανά μας δεν είναι μόνο αποτέλεσμα του ξύλου που έχουμε επιλέξει.
      Ο ήχος επηρεάζεται από το είδος των μετάλλων, π.χ. κλειδιά στεφάνια και το πώς δένονται μεταξύ τους, ποιότητα δερμάτων, κούρδισμα μονώσεις ανάμεσα στα μέταλλα και στο κέλυφος που έρχονται σε επαφή και άλλα.

      Γενικά τα λεπτά κελύφη παράγουν ποιο ανοικτό ήχο ενώ τα παχύτερα ποιο στεγνό.

      Επίσης παίζει ρόλο αν μέσα στα τύμπανα υπάρχουν πρόσθετες ξύλινες στεφάνες (counter hoops), οι οποίες δίνουν ποιο θερμό ήχο και ελέγχουν την αντήχηση.

      Τέλος άλλοι υποστηρίζουν ότι το ξύλο αποδίδει καλλίτερα περασμένο μόνο με λάδι.
      Άλλοι προτιμούν το βερνίκι και άλλοι όπως όλοι γνωρίζουμε επενδύουν το κέλυφος με πλαστικό διαφόρων χρωμάτων.

      Όλα είναι σχετικά και για όλα υπάρχουν αποδεκτές απόψεις.

      Ξύλα όπως:

      Albasia falkata χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατα του maple (κελεμπέκι), γιατί έχουν καλό φινίρισμα και είναι φθηνότερα σε τιμή.
      Παράγουν πριμαριστό τόνο και χρησιμοποιούνται κυρίως στην εσωτερική επένδυση των τυμπάνων.

      Maple ή κελεμπέκι: Σκληρό ξύλο, με ζεστό τόνο, που παράγει σχεδόν πολυφασματικές συχνότητες κυρίως όμως αποδίδει πολύ καλές χαμηλές.
      Για να αποδώσει τα μέγιστα το δένδρο θα πρέπει να είναι κάποιας ηλικίας και να έχει αναπτυχθεί αργά και σε ευθεία ύψους, ενώ οι κύκλοι του δένδρου θα πρέπει να είναι ομόκεντροι.
      Είναι το ξύλο που προτιμούν οι περισσότεροι ντράμερ, ιδίως στο ταμπούρο.

      Mahogany ή μαόνι: Το πραγματικό μαόνι Αμερικής ή Ονδούρας δίνει 20% αύξηση των χαμηλών συχνοτήτων, σε σύγκριση με το κελεμπέκι.
      Στις μεσαίες και υψηλές συχνότητες, είναι σχεδόν το ίδιο αλλά επειδή έχει αυτή την αύξηση 20% στις χαμηλές από το κελεμπέκι, είναι ακόμα ποιο «ζεστό».
      Το μαόνι Ονδούρας είναι σπάνιο και το 99% των set που κυκλοφορούν είναι από μαόνι Φιλιππίνων.

      Birch ή σημύδα: Σκληρό και ανθεκτικό ξύλο, με ανοιχτόχρωμη απόχρωση, που δουλεύεται καλά.
      Χάνει περίπου 10% σε χαμηλές συγκρινόμενο με το καλεμπέκι και έχει +20% αύξηση στις υψηλές, ενώ σε μεσαίες είναι περίπου τα ίδια. Έτσι, τα τύμπανα από σημύδα, γενικά ποιο σκληρά σε ήχο.
      Είναι ένα είδος που χρησιμοποιήθηκε πολύ σε στουντιακά σετ, ιδίως στα τέλη του ΄60, λόγω του ότι τα τύμπανα που θα πέρναγαν στην εγγραφή έπρεπε να ήταν δυνατά σε ήχο.
      Το beech (οξυά) μοιάζει με αυτό και θεωρείται ξύλο που ταιριάζει σε «φωνακλάδικες» drums.

      Poplar ή λεύκα: Φθηνότερο ξύλο από τη σημύδα και το κελεμπέκι.
      Χρησιμοποιείται συνήθως στο εσωτερικό του κελύφους σε φύλλα, ως απομίμηση ακριβότερων ξύλων.
      Ακούγεται κυρίως σαν σημύδα, ή μαόνι και λιγότερο σαν καλεμπέκι.

      Basswood ή φιλύρα: Καλό σκληρό αλλά φθηνότερο ξύλο, που μιμείται το κελεμπέκι ή για μερικούς το μαόνι.
      Υπάρχει αρκετό σε αφθονία με αποτέλεσμα να μπορούν οι κατασκευαστές να ρίχνουν την τιμή. Χρησιμοποιείται κυρίως ως πυρήνας των φύλλων του κελύφους και δίνει λίγο περισσότερες χαμηλές, γι’ αυτό σε μερικούς θυμίζει μαόνι.

      Lauan: Προέρχεται από τις Φιλιππίνες, Μαλαισία και Ινδονησία από διάφορες ποικιλίες δένδρων που μοιάζουν με το Αμερικανικό μαόνι.
      Σε μερικούς ο ήχος του μοιάζει με σημύδα και καθόλου με μαόνι, δηλαδή σχεδόν το αντίθετο απ’ ότι περιμένουμε να ακούσουμε από αυτή την επιλογή για τα τύμπανά μας και εδώ χρειάζεται προσοχή από ποιο πραγματικά ξύλο είναι κατασκευασμένα.

      Υπάρχουν και πολλοί άλλοι συνδυασμοί ξύλων, αλλά και ήδη αυτών, τα παραπάνω όμως είναι τα κυριότερα.

      Σε άλλο άρθρο, ίσως αναφέρω και για άλλα ήδη μετά από σχετικό ψάξιμο και μετάφραση.

      Γενικότερα, το maple δεν είναι κατάλληλο για να το χρησιμοποιούμε σε σκληρή μουσική, όπως Heavy, Hard Rock κ.λ.π.  Εκεί θέλει μικρόφωνο και παρέμβαση από την κονσόλα.
      Βέβαια αν ξέρουμε από καλό κούρδισμα και γενικά στήσιμο του set, είναι ιδανικό για τη Rock μουσική, αλλά όχι για καφροπαίξιμο.

      Αν τώρα παίζουμε Heavy και βάλε, το καλύτερο είναι να πάρουμε drums από Birch ή beech ή συνδυασμό με maple στα ενδότερα φύλλα.

      Πολλοί κατασκευαστές χρησιμοποιούν maple σε πολλά φύλλα και στο τελευταίο για ποιο δυνατό ήχο των τυμπάνων, βάζουν ένα φύλλο σημύδας. Έτσι το set γίνεται λίγο ποιο all around.

      Μερικοί κατασκευαστές, χρησιμοποιούν το basswood ή άλλο φθηνότερο ξύλο, π.χ. σε 4 φύλλα και κοτσάρουν ένα μαόνι ή maple στο τέλος για να δοθεί στο set μια ποιο ποιοτική ηχητική χροιά.
      Προσέξτε όταν ψάχνετε αυτού του είδους τα set.
      Δεν είναι τα φθηνότερα, αλλά είναι χαμηλού κόστους παρόλο που αναφέρουν κάπου ότι περιέχουν maple. Δεν είναι όμως all maple.

      Γενικά ζητάτε προσπέκτους από το κατάστημα για να σιγουρευτείτε από τι είναι φτιαγμένη η κούκλα σας, εφ όσον αυτό είναι δυνατό. Και το κυριότερο, πάρτε ότι σας αρέσει, όχι ότι σας λένε, (αρκεί να ξέρετε τι έχετε και γιατί το πήρατε) και να είστε υπερήφανοι γι΄ αυτό!

      Rockdrum

    • rockdrum
      Γενικά πρέπει να γνωρίζουμε πως κανένα πιατίνι δεν είναι ακριβώς ίδιο με το αντίστοιχο της ίδιας σειράς του. Επίσης δεν σημαίνει πως αφού ακούσαμε κάποιο καλό ήχο από ένα συνάδελφο, και αποκτήσαμε τα ίδια πιατίνια, θα έχουμε κι εμείς τον ίδιο ήχο και αποτέλεσμα.

      Οπωσδήποτε θα πρέπει να έχουμε στο νου μας, κατά πόσο θα τα χρησιμοποιήσουμε με μικρόφωνα, το χώρο που θα στηθούνε, τη δυναμική στο παίξιμο, το σχήμα της κεφαλής της μπακέτας και γενικά χίλια δυο πράγματα που μπορούν να επηρεάσουν τον ήχο.

      Ας αρχίσουμε με κάποιες γενικές γραμμές:

      Μπορούμε να χρησιμοποιούμε «γρήγορα» πιατίνια, όταν παίζουμε μουσική με πολλά στοιχεία instrumental, περίπλοκα patterns και γρήγορες αλλαγές. Αυτό βοηθάει στη μίξη του κομματιού και αναδεικνύει τη μουσική. Πιατίνια με μεγάλο pick και ποιο γεμάτο ήχο ταιριάζουν σε μουσικά κομμάτια  με «κενά» από τα υπόλοιπα όργανα και φτωχές αλλαγές, αφού βοηθάνε καλλίτερα στο να γεμίσει ο κενός χώρος.

      1ο βήμα : Αν ήδη έχουμε πιατίνια, καλό θα είναι να πάρουμε μαζί μας το hi-hat και ένα ride στο μαγαζί που θα επισκεφτούμε. Τα πιατίνια αυτά είναι και τα ποιο βασικά σε ένα set. Είναι αυτονόητο λοιπόν να αρχίζουμε την αναζήτηση μας με αυτά ως βάση.

      2ο βήμα : Καλό θα είναι να μην επισκεφτούμε το μαγαζί σε ώρα αιχμής.

      3ο βήμα : Πληροφορούμε ευγενικά το κατάστημα  πως θα κάτσουμε αρκετή ώρα και θα δοκιμάσουμε πολλά από τα πιατίνια που διαθέτει.

      4ο βήμα : Παίρνουμε μαζί τις δικές μας μπακέτες. Ο ήχος του πιατινιού που παράγεται από το χτύπημα της μπακέτας μπορεί να επηρεαστεί κατά πολύ, αν δοκιμάσουμε πιατίνια με μπακέτες που θα μας εφοδιάσει το κατάστημα. Επίσης προσωρινά ξεχνάμε το χρηματικό ποσό.

      5ο βήμα : Σειρά δοκιμής: Πρώτα ξεκινάμε από το hi-hat, έπειτα από το βασικό crash, μετά από το δευτερεύον crash και τέλος τα special effect όπως china splash κ.λ.π. Αν σκοπεύουμε να αλλάξουμε όλη μας τη σειρά καλό θα είναι να ξεκινήσουμε από μια νέα ολοκληρωμένη σειρά πιατινιών ώστε να έχουμε μια βάση και σιγά-σιγά να αλλάζουμε ή να προσαρμόζουμε άλλα.

      6ο βήμα : Σύγκριση: Παίζουμε το ride μας (ή το νέο ride που έχουμε διαλέξει) και το hi-hat κι έπειτα τα υπόλοιπα. Βασικό είναι η δοκιμή να γίνεται στον ίδιο χώρο και να μην μετακινούμαστε π.χ. σε άλλο δωμάτιο του μαγαζιού. Για παράδειγμα το γυαλί που πιθανώς να υπάρχει στο χώρο, κάνει τα πιατίνια να ακούγονται καθαρότερα, δυνατότερα. Ο ανοιχτός χώρος ή εκεί όπου έχει τοποθετηθεί μοκέτα, δίνει μια πιο ζεστή χροιά στον ήχο που παράγεται καθώς και λιγότερη λαμπρότητα. Επίσης μειώνεται και ο χαρακτηριστικός συριγμός. Τώρα αναφερόμενοι στο χρηματικό ποσό, πείτε πως έχουμε καταλήξει κάπου αλλά η τιμή είναι υψηλή.  Κρατάμε ως σύγκριση το πιατίνι που μας άρεσε και ψάχνουμε να ακούσουμε κάτι οικονομικότερο που μοιάζει κατά πολύ στον ήχο που συμπαθήσαμε.

      7ο βήμα : Απόσταση: Αφού καταλήξαμε στο set, ζητάμε από κάποιον άλλο να χτυπήσει τα πιατίνια για να τα ακούσουμε από απόσταση. Αυτός θα είναι κατά μεγάλη προσέγγιση και ο ήχος που θα ακούει και το κοινό μας. Εδώ είναι ένα κομμάτι που πολλοί ντράμερ το παρακάμπτουν.

      8ο βήμα : Εμείς και μόνο εμείς είμαστε οι τελικοί κριτές για την αγορά μας. Ο καλύτερος σύμβουλος αγοράς πιατινιών είναι τα αφτιά μας. Άσχετα αν κάποιος δίνει συμβουλές να πάρουμε το X πιατίνι, αυτό που μετράει είναι η δική μας ευχαρίστηση. Πρέπει να είμαστε ανοιχτόμυαλοι, να δοκιμάζουμε και να μην αγοράζουμε κάτι που δεν το έχουμε ακούσει. Δεχόμαστε τις γνώμες αλλά κυρίως σε ότι αφορά την ποιότητα του προϊόντος και την εξυπηρέτηση του καταστήματος.

      9ο βήμα : Ηλικία: Όλα τα πιατίνια γίνονται ποιο μελωδικά και ζεστά με τον καιρό. Δεν παίζει ρόλο κατά πόσο τα καθαρίζεις ή πως το κάνεις, έτσι κι αλλιώς αυτό θα γίνει. Καλό θα είναι λοιπόν να αγοράζουμε κάτι ποιο καθαρό σε ήχο συνήθως από αυτό που μας αρέσει. Πολύ επαγγελματίες ψαγμένοι ντράμερ, ζητούν προς αγορά, μεταχειρισμένα πιατίνια γνωρίζοντας αυτή την ιδιότητα.

      10ο βήμα : Προσοχή στη κούραση: Τα αφτιά κουράζονται εύκολα από το δυνατό ήχο και επηρεάζονται πολύ από τις υψηλές συχνότητες των πιατινιών. Μην πάμε να διαλέξουμε πιατίνια μετά από ασκήσεις που έχουμε κάνει, ή μετά από ένα μεγάλο νυχτερινό live! Πρέπει να δώσουμε την ευκαιρία στο αφτί να ξεκουραστεί. Ας μην παίξουμε για κάποιο μικρό διάστημα. Βασικά προσπαθούμε να μην επιμένουμε στις επιλογές και αφήνουμε το ένστικτο μας να μας καθοδηγήσει. Όσο ποιο λίγο επιμένουμε στις επιλογές πιατινιών τόσο περισσότερες θα έχουμε δοκιμάσει.

      Rockdrum

    • toneless
      Είναι ότι πιο μινιμαλιστικό και ηχητικά καλό μπόρεσα να βγάλω από "κοινά" υλικά που μπορεί να βρει κάποιος σε μαγαζιά ηλεκτρονικών της γειτονιάς του. 

      Στη πρώτη εικόνα βλέπουμε το σχέδιο του overdrive ...που ίσως να μην βοηθά και πολύ στην κατανόηση της κατασκευής. Nevermind! Θα του κάνω μια απλή περιγραφή, του ρίχνουμε μια ματιά και προχωράμε παρακάτω.
       
      Schematic:



      Στο σχέδιο παρατηρούμε τρεις αντιστάσεις (R1,R2,R3), δύο πυκνωτές(C1,C2), ένα τρανζίστορ (Q1),δύο διόδους (D1,D2), δύο jacks (In, Out) και μια τροφοδοσία (στη συγκεκριμένη περίπτωση 9V). Παρατηρούμε ότι όλα τα παραπάνω έχουν και τα αντίστοιχα σύμβολα τους. Από εδώ και στο εξής η παραπάνω εικόνα θα αναφέρεται σαν "schematic".
       
      Layout:



      Αυτό είναι το βασικό σχέδιο που θα μας βοηθήσει στην κατασκευή του πεταλιού. Μπορούμε να διακρίνουμε όλες τις ενώσεις μεταξύ των υλικών (οι ενώσεις μεταξύ διακόπτη, jacks και clip μπαταρίας είναι κοινές στο 90% των true bypass πεταλιών που κυκλοφορούν) και έτσι θα το χρησιμοποιήσουμε σαν το βασικό μας εργαλείο. Η έλλειψη "Gain" ποτενσιόμετρου, led ένδειξης Οn/οff και η χρήση διάτρητης πλακέτας έγιναν για χάριν ευκολίας. Η παραπάνω εικόνα θα αναφέρεται ως "layout".
       
      Υλικά που θα χρησιμοποιήσουμε:



      Αντιστάσεις 1/4 watt

      R1 - 2.2M
      R2 - 22K
      R3 - 560Ω 

      Ποτενσιόμετρo

      P1 - 100k λογαριθμικό

      Πυκνωτές 16v

      C1 - 0.22μF
      C2 - 0.22μf 

      Δίοδοι

      D1 - 1N4001 
      D2 - 1N4001 

      Τρανζίστορ

      Q1 - 2N3904

      Λοιπά υλικά :
      1 - DPDT διακόπτης
      1 - jack μονοφωνικό για σασί
      1 - jack στερεοφωνικό για σασί
      1 - κλίπ για 9v μπαταρία
      1 - Διάτρητη πλακέτα
      Κουτί, καλώδιο, κουμπί ποτενσιόμετρου

      Κοφτάκι, κολλητήρι(30watt), καλάι, πολύμετρο κλπ

      "Μην τρελαθείτε αν δεν τα βρείτε όλα ακριβώς ή δεν είναι ίδιου τύπου με αυτά στις φωτογραφίες, δεν έγινε και τίποτα..."
       
      Κατασκευή:

      Η "διάτρητη" πλακέτα βοηθά στη συγκράτηση των υλικών σε ένα σταθερό σημείο, διότι από τη μια μεριά έχουμε τη δυνατότητα να κολλήσουμε τα υλικά μεταξύ τους. Κόβουμε ένα κομμάτι πάνω στο οποίο θα δουλέψουμε. Προσωπικά χρησιμοποίησα ένα κομμάτι 14x11 (ωφέλιμες τρύπες) αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε ένα μεγαλύτερο κομμάτι για να έχετε περισσότερο χώρο και άνεση.



       
      Ξεκινάμε χρησιμοποιώντας το layout σαν οδηγό τοποθέτησης των υλικών μας. Το πρώτο πυκνωτάκι και η πρώτη αντίσταση τοποθετήθηκαν ήδη πάνω στη διάτρητη πλακέτα.

       

       

      Σύμφωνα με το schematic αλλά και με τις “γκρι” γραμμές του layout τα παραπάνω υλικά πρέπει να ενωθούν μεταξύ τους. Από την άλλη μεριά της πλακέτας ενώνουμε τα “ποδαράκια”…

       

       

      …και κατόπιν τα κολλάμε με το κολλητήρι μας.

       

       

      Συνεχίζουμε με τη βοήθεια του layout μέχρι να τοποθετηθούν όλα τα υλικά. Όποιο "ποδαράκι" πιστεύουμε ότι δεν θα μας χρειαστεί στη συνέχεια της κατασκευής μπορούμε να το αφαιρέσουμε. Παρατηρήστε ότι έχω τοποθετήσει τα υλικά σχεδόν ακριβώς όπως είναι και στο schematic. Αν και αυτό καταναλώνει πολύ χώρο στη πλακέτα μας δεν ενοχλεί μιας και είναι περισσότερο άνετο και κατανοητό.

       

       

      Η πίσω μεριά είναι κάπως έτσι.

       

       

      Έχοντας επιλέξει ένα κουτί της αρεσκείας μας ξεκινάμε να συνδέουμε τη πλακέτα με τα υπόλοιπα υλικά (jacks, dpdt switch κλπ). Μια καλή τακτική είναι να κολλάμε τα υλικά μέσα στο κουτί αλλά σαν πρώτο project προτείνω να μην ακολουθήσετε αυτή τη λογική καθώς επίσης να χρησιμοποιήσετε μεγαλύτερο μήκος καλωδίου από αυτό που νομίζεται ότι χρειάζεται.

       

       

      Το τελικό αποτέλεσμα είναι ίδιο με το αρχικό layout.

       

       
       
      Birth of  "The Noiz" overdrive :



      Results may vary… Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε οποιοδήποτε μεταλλικό κουτάκι βρείτε. Ανακυκλωμένα κουτάκια Nes Cafι, κουτάκια από Nivea και καραμέλες μπορούν να γίνουν το “σπίτι” της νέας σας κατασκευής. Άλλωστε για να έχετε φτάσει μέχρι εδώ κάτω μάλλον σας αρέσει να πειραματίζεστε οπότε σίγουρα κάτι καλό θα σκεφτείτε.
       
      Προτεινόμενη χρήση:

      Έχοντας το "The Noiz" overdrive ανοιχτό και χρησιμοποιώντας το volume της κιθάρας σε χαμηλές θέσεις το πετάλι μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν ένα απλό booster, καθώς γυρνάμε το ποτενσιόμετρο προς τα δεξιά ξεκινά ένα "γλυκό" ξέσπασμα το οποίο σύντομα μετατρέπεται σε παραμόρφωση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί από όλα τα μουσικά όργανα για προενίσχυση του ήχου, για υπεροδήγηση λαμπάτου ενισχυτή και για χρήση overdrive. Βάλτε μια καλή αλκαλική μπαταρία και κλείστε το κουτί, δεν θα χρειαστεί να την αλλάξετε για χρόνια.

      Μετατροπές:

      Σε αυτό το σημείο πάντοτε ρωτάω τον έμπιστο σύμβουλό μου και διευθυντή του R&D section της Behringer για τυχόν προτάσεις και μετατροπές.

      Η απάντηση του -όπως πάντα- απλή και λακωνική.



      Don't waste my precious time mr. Toneless.

      Let there be Fuzz!

      Πάραυτα, η συσκευή παίρνει αρκετές μετατροπές -οι οποίες ισχύουν για όλα τα πετάλια της κατηγορίας.

      Copyleft! All rights reserved.
      tonelessdiy @ yahoo.gr
       
      Πρώτη δημοσίευση 12/10/08.

    • nikodemos
      Το Re-Amping είναι μια πολύ διαδεδομένη τεχνική στα recording studios παγκοσμίως με σκοπό είτε να ολοκληρώσει μια συγκεκριμένη διαδικασία είτε να αποτελέσει ακόμη ένα όπλο στην επεξεργαστική φαρέτρα των mixing engineers.
       
      Τι ακριβώς είναι όμως το Re-Amping?
       
      Οι περισσότεροι το έχουν συνδέσει με την επαναηχογράφηση του "καθαρά" ηχογραφημένου σήματος ηλεκτρικών οργάνων (κυρίως κιθάρας και μπάσου) μέσω του συνδυασμού ενισχυτής - καμπίνα - μικρόφωνο, ώστε να αξιοποιηθούν οι ευεργετικές ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης αλυσίδας, όπως αυτές έχουν μείνει κλασσικές τα τελευταία 50 τουλάχιστον χρόνια και έχουν ουσιαστικά καθορίσει τον ήχο των συγκεκριμένων οργάνων. Δεν είναι όμως μόνο αυτό....
       
      Στην πραγματικότητα, και αν θέλουμε να είμαστε ακριβολόγοι, η έννοια της συγκεκριμένης επεξεργασίας καλύπτει κάθε ηχογραφημένο σήμα που επαναδρομολογείται σε κάποιο ενισχυτικό κύκλωμα (προ-ενισχυτικό ή τελικό) ώστε να του προσδώσει κάποια από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του (από τα subtle χαρακτηριστικά ενός κυκλώματος που περιλαμβάνει μετασχηματιστές ή (και) λυχνίες έως βέβαια την προσθήκη του πολύ επιδραστικού παράγοντα μεγάφωνο, χώρος, μικρόφωνο κλπ). Με αυτή την λογική λοιπόν δεν μπορούμε να μιλάμε μόνο για το "κλασσικό" reamping στις ηλεκτρικές κιθάρες και μπάσα, αλλά μπορούμε να εντάξουμε πάρα πολλές διαφορετικές περιπτώσεις από synth & τύμπανα έως ομάδες οργάνων ή και ολόκληρο το μιξ.
       
      Ας τα δούμε λοιπόν πιο αναλυτικά.
      Ας ξεκινήσουμε από τις κιθάρες που είναι και το πιο διαδεδομένο σενάριο.....θα μπορούσε καποιος να πει ότι το reamping αποτελεί τον καλύτερο τρόπο διασύνδεσης ανάμεσα σε ένα project - home και σε ένα επαγγελματικό recording περιβάλλον. Είναι μια διαδικασία που μας επιτρέπει να εκμεταλλευτούμε με τον καλύτερο τρόπο τα πλεονεκτήματα και θετικά και των 2 πλευρών, δηλαδή από την  πλευρά το χαμηλό κόστος, την προσωπική άνεση και τον απεριόριστο χρόνο και από την άλλη την υποδομή σε χώρο και εξοπλισμό όπως και την δυνατότητα επιλογής της κατάλληλης κάθε φορά λύσης (υλικοτεχνικά). Με άλλα λόγια έχουμε την δυνατότητα να καταγράψουμε σωστά και με άνεση παικτικά τα μέρη στον χώρο μας και στην συνέχεια να μεταβούμε σε ένα περιβάλλον όπου θα έχουμε την δυνατότητα να επανα-ηχογραφήσουμε το υλικό αξιοποιώντας τις επιλογές σε ενισχυτές, μικρόφωνα, χώρους, προενισχύσεις αλλά και φυσικά τις γνώσεις και εμπειρίες των τεχνικών αν κάτι τέτοιο είναι επιθυμητό. 

      Πως έχει όμως αυτή η διαδικασία και ποιες είναι οι προυποθέσεις?
      Γίνεται εύκολα κατανοητό πως ουσιαστικά στην συγκεκριμένη περίπτωση αυτό που κάνουμε είναι να καταγράφουμε "καθαρό" το σήμα του οργάνου σε κάποιο DAW και στην συνέχεια να το επαναδρομολογούμε προς ηχογράφηση όπως θα κάναμε και στην περίπτωση που το επαναλαμβάναμε και στην πραγματικότητα. Για να μπορέσει να γίνει αυτό σωστά θα πρέπει να φροντίσουμε για 2 πολύ βασικά πράγματα....αρχικά για την σωστή ενίσχυση του instrument level του οργάνου μας σε line level ώστε να καταγραφεί με όσο το δυνατόν καλύτερα χαρακτηριστικά (S/N ratio, THD) όπως και σε σχέση με την μετατροπή σε ψηφιακό που ακολουθεί....και στην συνέχεια το αντίστροφο, δηλαδή η μετατροπή του ήδη ηχογραφημένου line level σήματος σε σήμα κατάλληλο να οδηγήσει έναν ενισχυτή. Εκτός από το σωστό levelling είναι πολύ σημαντικό και το κατάλληλο impedance matching ανάμεσα στις διάφορες συσκευές που διασυνδέονται σε όλες τις περιπτώσεις.
       
      Για τον σκοπό αυτό υπάρχουν οι κατάλληλες υλοποιήσεις που παρεμβάλλονται στην αλυσίδα μας.... έτσι αν η προενίσχυση μας δεν έχει είσοδο κατάλληλη για το όργανο (HiZ) μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε κάποιο DI ώστε να μπορέσουμε στην συνέχεια να χρησιμοποιήσουμε σωστά την μικροφωνική είσοδο. Αντίστοιχα βγαίνοντας από το DAW το ηχογραφημένο line πλέον σήμα θα πρέπει να πέσει στα επίπεδα έντασης  της εξόδου του οργάνου αλλά ταυτόχρονα να προσαρμοστεί η αντίσταση εξόδου στα επίπεδα που "περιμένει" να δει ο ενισχυτής.....για τον λόγο αυτό υπάρχουν εξειδικευμένες συσκευές από εταιρίες όπως η Radial που αναλαμβάνουν να πραγματοποιήσουν με ακρίβεια και επιτυχία αυτές τις αλλαγές.
       
      Μια ενδιάμεση εναλλακτική λύση σε σχέση με την έξοδο από το DAW θα ήταν να μειώσουμε "χειροκίνητα" την στάθμη εξόδου μέσα από τον σταθμό εργασίας, αλλά αυτή η μέθοδος αν και δεν προυποθέτει κάποιον έξτρα εξοπλισμό (άρα έχει μικρότερο κόστος) έχει 2 πολύ σημαντικά μειονεκτήματα, πρώτον δεν μπορούμε να έχουμε και το πολύ σημαντικό  impedance matching και δεύτερον μειώνοντας δραστικά την στάθμη εξόδου πριν την μετατροπή του σήματος σε αναλογικό, μειώνουμε δραστικά και την ανάλυση, αυξάνοντας τα επίπεδα θορύβου και γενικά αλλοιώνουμε σημαντικά την ποιότητα του σήματος κάτι που στην προκειμένη θα αποβεί μοιραίο καθώς ακολουθεί ένα πολύ ισχυρό ενισχυτικό στάδιο που θα φέρει στην επιφάνεια πολλά από αυτά τα προβλήματα.
       
      Ακριβώς τα ίδια πράγματα ισχύουν και σε όργανα όπως τα συνθεσάιζερ κλπ κλπ
      Η διαφορά είναι κυρίως στο οτι σε αυτές τις περιπτώσεις μας ενδιαφέρει πιο πολύ να "προσθέσουμε" κάτι στο ηχογραφημένο σήμα από τις ιδιαιτερότητες του ενισχυτικού κυκλώματος και όχι να το μεταλλάξουμε ριζικά όπως στις κιθάρες πχ.

      Το ίδιο θα μπορούσε να ισχύει και για την επαναδρομολόγηση ενός ηχογραφημένου track ή και ενός ολόκληρου mix από ένα προενισχυτικό στάδιο με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όπως πχ κάποια valve προενίσχυση μικροφώνου ή κάποιο vintage line amp με ιδιαίτερα χρωματισμένους transformers....αντίστοιχα και εδώ είναι πολύ πιθανόν (ειδικά στην περίπτωση που μιλάμε για προενισχυτή μικροφώνου ή για ένα hotmix) να είναι αναγκαία η προσαρμογή της στάθμης εξόδου του DAW , αφενός για να μην έχουμε προβλήματα ανεπιθύμητης υπεροδήγησης αλλά και για να έχουμε την δυνατότητα να οδηγήσουμε κατά βούληση του προενισχυτικό κύκλωμα...σε αυτές τις περιπτώσεις μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε κάποιο pad κυκλωμα που να παρεμβάλλεται αναμεσα στην έξοδο του DAW και στην είσοδο της προενίσχυσης.
       
      Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να κάνουμε σε ότι αφορά την χρήση του reamping με τύμπανα και κρουστά... όσο και αν ακούγεται περίεργο είναι μια ιδιαίτερα διαδεδομένη τεχνική με πολύ καλά και ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Ουσιαστικά η λογική είναι παραπλήσια με την διαφορά ότι εδώ πολλές φορές χρησιμοποιούνται και κανονικά όργανα συνδυασμένα με τον ενισχυτή (πχ μπορούμε να οδηγήσουμε το ηχογραφημένο σήμα του ταμπούρου σε έναν μικρό ενισχυτή πάνω στον οποίο έχουμε το τοποθετήσει ένα άλλο ταμπούρο με χαλαρές τις χορδές ώστε καθώς συντονίζει από την ένταση του ενισχυτή να μπορέσουμε να πάρουμε ένα έντονο μεταλικό κροτάλισμα που θα συμπληρώσει το αρχικό σήμα) ή άλλες φορές μπορεί να είναι κάτι που γίνεται ακόμη και κατά την διάρκεια του tracking με την χρήση ενός μικρού PA ώστε να γίνει πιο έντονη και "ιδιαίτερη" η παρουσία στον χώρο κάποιων τμημάτων του σετ  κλπ κλπ.

      Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο και ελπίζω να επιστρέψω σύντομα με ένα δευτερο μερος με ηχητικά και φωτογραφικά παραδείγματα.
       
      Βασικό πρόβλημα σε ένα reamping σενάριο μπορεί να αποδειχθεί το υψηλό crosstalk ανάμεσα στις εξόδους ενός πολυκάναλου μετατροπέα.....η πιο απλή λύση (πέρα από την χρήση μιας πραγματικά καλής υλοποίησης ) είναι η λειτουργία σε κατάσταση solo κατά την επανεγγραφή.
       
      Ένα ακόμη σημείο το οποίο πρέπει να προσέχουμε στην όλη διαδικασία είναι τα προβλήματα φάσης που μπορούν να δημιουργηθούν λόγω της καθυστέρησης από την DA/AD μετατροπή κάτι όμως που σε πολλά DAW υπολογίζεται αυτόματα αλλά στις συγκεκριμένες περιπτώσεις του reamping είναι αρκετά εύκολο να γίνει και "χειροκίνητα".
       
      Kαι μην ξεχνάτε το πιο βασικό συστατικό της επιτυχίας στο συγκεκριμένο θέμα πέρα από την τεχνογνωσία είναι ο πειραματισμός.  
       
      * Αναδημοσίευση απο το αρχικό άρθρο 26/1/2010.

    • Yannis Methenitis
      Οταν πήγαινα δημοτικό σχολείο, ακούγαμε ότι άκουγαν οι γονείς μας απο μουσική και αυτοί ότι έπαιζε το ράδιο.
       
      Η αλήθεια είναι πως ο πατέρας μου είχε ένα πικάπ και μπόλικες πλάκες του Καζαντζίδη πoυ έπαιζε στα συχνά πάρτι που διοργάνωναν. Ηταν Tepaz νομίζω, ένα πικαπ που στο καπάκι του (γιατί έκλεινε σαν κουτί) είχε ένα μεγάφωνο και έπαιζε και με μπαταρίες για λίγο. Η απόδοση του ήταν ικανοποιητική για τα δεδομένα.
       
       
      Αργότερα, πήρε ο μπαμπάς ένα σύστημα National στερεοφωνικό που ακούγαμε τον Καζαντζίδη και εγω πήρα το Tepaz στο δωμάτιο μου και λίγο αργότερα ένα μικρότερο National που το σύνδεσα με δύο μεγάφωνα αυτοκινήτου που όταν ξάπλωνα τα ακουμπούσα δίπλα στα αυτιά μου σαν ακουστικά και άκουγα Mountain - Flowers of evil.
       
      Στα 18 μου με το που έπιασα δουλειά, στόχος του εξαμήνου ήταν να βάλω δόσεις για ένα Hi-fi το οποίο και έκανα πραγματικότητα στο τρίμηνο.
      Απο τότε μέσα στο σπίτι μου πάντα είχα διάφορες εκδοχές πολύ καλών ηχητικών συστημάτων απέναντι απο την πολυθρόνα μου.
       

      Έφτασε το σήμερα που δεν ξέρουμε τι να πρωτακούσουμε απο μουσική και όλα είναι εύκολα και φτηνά.
      Ηρθαν τα στικάκια και μετά το streaming του Spotify και κυρίως του Youtube.
      Κάθομαι στο μπαλκόνι μου και βλέπω τους απέναντι πιτσιρικάδες να ακουν μουσική.
      Περπατάω στο παρκο με τον Ρίκο το αρπακτικό σκυλί και γύρω μου τι βλέπω; Άτομα να ακούν μουσική στα παγκάκια.
      Το ίδιο και στον δρόμο και στα σπίτια που επισκέπτομαι.
      Και τι ακούν;
      Ένα τσικι - τσικι - τσικι - τσικι - τσικι - τσικι - τσουκ.
      Απο το κινητό τηλέφωνο φυσικά και το μεγάφωνο του.
       
      Ήμαρτον ρε φίλε... τι ακούς; Ούτε καν ακουστικά!
      Κι ο τόπος βρωμάει απο blue tooth speakers. Οχι πως είναι stereo τα φτηνά αλλά  είναι τουλάχιστον ένα μεγάφωνο με ηχείο!
       
      Τι καταλαβαίνουν δεν είμαι σε θέση να απαντήσω. Το ότι δεν τους ενοχλεί μου προκαλεί εντύπωση.
      Πόση ώρα να ακούσεις κανείς; Κι όμως χτες τα κοριτσάκια απέναντι κάνανε κόντρες στη διαπασών ποια έχει τα καλύτερα τραγούδια, απο τα κινητά τους για ένα τρίωρο και το διασκέδασαν. Φαντάσου δηλαδή όταν θα ακούσουν κάποια στιγμή απο 8-ιντσο μεγάφωνο τον Σάκη τι αποκάλυψη θα προκύψει!
      Η κατάσταση αυτή θεωρείται σχεδόν φυσιολογική μιας και τα περισσότερα σπίτια έχουν πάρει τελευταίας τεχνολογίας flat τηλεοράσεις που και αυτές πάσχουν απο το ίδιο πρόβλημα. Λόγω διάστασης δεν έχουν ηχείο αλλά 2 μικρά μεγάφωνα και ότι ακούγεται απο εκεί είναι τσικι - τσικι - τσικι - τσικι - τσικι - τσικι - τσουκ. Λύνεται αυτό με μια μπάρα όπως προβλέπουν οι κατασκευαστες TV αλλά είναι εξτρα.
       
      Ενας θεός ξέρει τι θα πάθουν τα αυτάκια των παιδιών και επίσης τι μουσική κουλτούρα διαμορφώνεται. Για να μη μιλήσω για εμάς τους μουσικούς και ηχολήπτες, τι ηχεία αναφοράς πρέπει να χρησιμοποιούμε στο εξής πριν κυκλοφορήσουμε μια δουλειά ηχογραφημένη.
       
      Έχω μείνει μ... άναυδος. Κυρίως για το ότι η εξέλιξη δεν σημαίνει απαραίτητα πρόοδο.
      Τι άλλο έχουν ν' ακούσουν τα αυτάκια μας!
       
       

    • Sami Amiris
      Το πως γράφονται οι νότες φαίνεται απλό, λυμένο θέμα, έτσι; Κι όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι. Στο παρόν άρθρο υπάρχουν ορισμένα λίγο έως πολύ τραβηγμένα πράγματα, αλλά είναι σημαντικό να τα ξέρει κανείς για να καταλάβει το πως λειτουργεί το σύστημα μουσικής γραφής, ο μηχανισμός.
       
      Αυτό είναι προαπαιτούμενο ώστε να μπορέσει να κατανοήσει σε βάθος τα διαστήματα, την κατασκευή κλιμάκων, συγχορδιών, μεταβάσεις από τη μία στην άλλη, κτλ. Μην τα θεωρήσετε τετριμμένα, δεν είναι! Αντίθετα, δημιουργούν παρανοήσεις συνεχώς, τις οποίες και δεν θα έχετε εφόσον τα κατέχετε. Καλή υπομονή!

      Πόσες νότες έχουμε στη χρωματική κλίμακα;
      Απάντηση: 12.
       
      Πόσα ονόματα έχουμε για νότες;
       
      Απάντηση: Η πρώτη απάντηση που παίρνω συνήθως είναι πάλι "12". Μετά όμως το ξανασκέφτονται και μου λένε "15".  Το κακό όμως είναι ότι αν μου έλεγαν μια απάντηση, θα έπρεπε να ήταν μία από τις εξής δύο: 
      7, ή άπειρα!  
      Ναι, καλά διαβάσατε. Ας δικαιολογήσουμε τις δύο απαντήσεις.
       
      Καταρχήν, γιατί 7; Για τον προφανή λόγο: C, D, E, F, G, A, B, ή Ντο, Ρε, Μι, Φα, Σολ, Λα, Σι αντίστοιχα αν προτιμάτε ελληνιστί. Αυτά τα ονόματα αντιστοιχούν ακριβώς στα άσπρα πλήκτρα του πιάνου, σε ένα σύνολο από νότες που λέγεται "φυσική κλίμακα" (αν και το μόνο φυσικό που έχει είναι ότι παίζεται ευκολότερα από αρχάριο από τις άλλες), "Ντο Μείζων" κτλ.  
       
      Αφού τα άσπρα πλήκτρα του πιάνου έχουν αυτά τα ονόματα, τα μαύρα πλήκτρα του πιάνου ποια ονόματα έχουν; Η στάνταρ απάντηση είναι "διέσεις/υφέσεις". Έτσι, το μαύρο πλήκτρο που βρίσκεται ακριβώς δεξιά του C θα λέγεται C#, ενώ επειδή βρίσκεται ακριβώς αριστερά του D θα λέγεται ταυτόχρονα και "Db". Διπλή ονομασία λοιπόν. 
       
      Προσοχή: Τα ονόματα C# και Db δεν είναι προφανώς τα ίδια, αλλά συμπίπτουν σαν πλήκτρα στο πιάνο. Σε όργανα που μπορούν να παίζουν μικροδιαστήματα, όπως π.χ. βιολιά, τρομπόνια κτλ, δεν συμπίπτουν απαραίτητα ως τονικά ύψη. Αυτό έχει να κάνει με ιδιότητες προσαγωγέων, το αφήνουμε ασχολίαστο. Πάντως, επειδή ακριβώς συμπίπτουν στο πιάνο, θα ονομάζονται "εναρμόνιες". 
      Άρα:
      Αν δύο ονόματα νοτών αντιστοιχούν στο ίδιο πλήκτρο του πιάνου, θα λέγονται "εναρμόνια". Ή θα λέμε ότι "οι νότες τάδε και τάδε είναι εναρμόνιες" ακριβώς όταν αντιστοιχούν στο ίδιο πλήκτρο του πιάνου (ή τάστο της κιθάρας, ας μην τα χαλάσουμε για αυτό!)
       
      Άρα, τα μαύρα πλήκτρα, με βάση τα άσπρα πλήκτρα που βρίσκονται δίπλα τους, θα λέγονται:
       
      "C#/Db", "D#/Eb" για τα δύο μαύρα ανάμεσα στα C και E, και "F#/Gb", "G#/Ab". "A#/Bb" για τα τρία μαύρα ανάμεσα στα F και B.
      Όλες οι διπλές ονομασίες είναι εναρμόνιες μεταξύ τους.
      Όλα μαζί λοιπόν: 
       
      όνομα ανά πλήκτρο για τα άσπρα πλήκτρα x 7 πλήκτρα στην οκτάβα = 7x1 = 7 ονόματα, και ονόματα ανά πλήκτρο για τα μαύρα πλήκτρα x 5 μαύρα πλήκτρα στην οκτάβα= 2x5 = 10 ονόματα,
      σύνολο 7+10=17 ονόματα. Στη σειρά:
       
      C  [C#/Db]  D  [D#/Eb]  E F [F#/Gb]  G [G#/Ab]  A [A#/Bb]  B  ||  C κτλ. (επανάληψη στην οκτάβα)
       
      όπου σκέτα τα άσπρα πλήκτρα και [...] τα μαύρα πλήκτρα. 
      Όλα ωραία και καλά λοιπόν!!!  Όχι. 
      Δυστυχώς το παραπάνω είναι ελλιπές. Για να καταλάβουμε γιατί, πρέπει να δούμε λίγο πιο βαθιά τα πράγματα.
       
      Τι είναι η δίεση και η ύφεση;
      "Μα, σημείο αλλοιώσεως", θα μου πει κανείς.
       Δηλαδή;
      "Μπαίνει δίπλα στη νότα για να μας πει να την παίξουμε ένα ημιτόνιο ψηλότερα (δίεση) ή χαμηλότερα (ύφεση) από την κανονική θέση της."
       
      Σωστό. Η δίεση και η ύφεση μας λένε να παίξουμε ένα ημιτόνιο ψηλότερα ή χαμηλότερα από τη νότα στην οποία τοποθετούνται και μάλιστα χωρίς να αλλάξουμε το όνομα. Αυτό σημαίνει ότι κάνουμε έναν πολύ εύκολο υπολογισμό: 
       
      Νότα με γνωστό όνομα (από τις ""φυσικές") + Δίεση = η νότα ακριβώς ένα ημιτόνιο πάνω.
       
      Π.χ. Ντο (γνωστό όνομα) + δίεση = η νότα ακριβώς ένα ημιτόνιο πάνω από την Ντο. Πως θα την αποκαλούμε; Ντο Δίεση (C#).
       
      Μας εμποδίζει κανείς να κάνουμε το ίδιο με όλα τα ονόματα που ξέρουμε; Όχι βέβαια. Άρα, μπορούμε να βάλουμε δίεση και στο Μι. Τότε ποιά νότα θα είναι το Μι#; Θα συμπίπτει με το πλήκτρο Φα! Όμοια, μπορώ να βάλω δίεση στο Σι, και πέφτει πάνω στο Ντο. Με υφέσεις, μπορώ να βάλω ύφεση στο Φα, οπότε πέφτω στο Μι, ή στο Ντο, οπότε πέφτω στο Σι. Καινούριες εναρμόνιες λοιπόν.
       
      Έχουν νόημα όλα αυτά; Έχει νόημα να συζητάμε για E#, B#, Fb, Cb; Ναι, έχει. Από τη στιγμή που έχουμε ένα σύστημα που μπορεί να τις παράγει, είναι καλό να ξέρουμε το πως γίνεται. Και βέβαια, έχουν σημασία για τις κλίμακες.
       
      Ο ανανεωμένος μας χάρτης λοιπόν έχει τώρα τις εξής ονομασίες:
       
      B#/C  [C#/Db]  D  [D#/Eb]  E/Fb  E#/F  [F#/Gb]  G  [G#/Ab]  A  [A#/Bb]  B/Cb  ||  B#/C κτλ.
       
      Σύνολο: 21 ονόματα:
       
      7 σκέτα (C, D, E, F, G, A, B), 7 με δίεση (C#, D#, E#, F#, G#, A#, B#), και 7 με ύφεση (Cb, Db, Eb, Fb, Gb, Ab, Bb).
      Οι ακριβείς τους εναρμόνιες σχέσεις φαίνονται στην παραπάνω σειρά.
       
      Τελειώσαμε λοιπόν, έτσι; Όχι δυστυχώς.
       
      Διότι, κανείς δεν μας εμποδίζει να βάλουμε σημείο αλλοιώσεως σε νότα που ήδη έχει σημείο αλλοιώσεως. Δηλαδή, μπορούμε κάλλιστα να βάλουμε δίεση σε νότα που ήδη έχει δίεση ή ύφεση, και ύφεση σε νότα που έχει ήδη ύφεση ή δίεση. Έτσι, π.χ. Αν βάλω δίεση στη νότα C#, θα πάρω τη νότα (C#)#, δηλαδή τη νότα ακριβώς ένα ημιτόνιο πάνω από την C#. Αυτή πέφτει ακριβώς στο πλήκτρο D! Άρα, τo πλήκτρο D μπορώ να το ονομάσω και (C#)#.
       
      Στην πράξη, δεν γράφουμε (C#)#. Καταρχάς βγαίνει η παρένθεση, και μετά αντί για ## σημειώνουμε x, οπότε:
       
      (C#)# = C## = Cx, όπου x=##. Λέγεται διπλή δίεση. Άρα η νότα Cx = C## λέγεται "Ντο διπλή δίεση". Και βέβαια, οι νότες D και Cx είναι εναρμόνιες.
       
      Όμοια με υφέσεις. Μπορώ να βάλω π.χ. ύφεση στη νότα Eb, και να πάω στη (Eb)b, η οποία είναι η νότα ένα ημιτόνιο κάτω από τη Eb, και συμπίπτει πάλι με το πλήκτρο D! Πάλι οι παρενθέσεις φεύγουν - δεν υπάρχει όμως αυτή τη φορά σύμβολο για τις δύο υφέσεις όπως το x για τις διπλές διέσεις - και έτσι έχουμε ότι οι νότες D και Ebb ("Μι διπλή ύφεση") είναι εναρμόνιες.
       
      Άρα οι νότες Cx, D και Ebb είναι όλες εναρμόνιες, και αντιστοιχούν στο D του πιάνου.
       
      Μπορούμε να βάλουμε δίεση σε νότα με ύφεση; Ναι, αλλά η δίεση με την ύφεση αλληλοεξουδετερώνονται. Π.χ. η νότα (C#)b είναι η νότα ένα ημιτόνιο κάτω από τη C#, που είναι η νότα ένα ημιτόνιο πάνω από τη C, δηλαδή στο τέλος η ίδια η C. Όμοια, αν έχουμε ύφεση σε νότα με διπλή δίεση, μένει απλή δίεση. Ας έχουμε στο μυαλό μας τη δίεση σαν "+1" και την ύφεση σαν "-1". Τότε, η νότα (Cb)x θα είναι -1+2 = +1, δηλαδή C#. Είναι πραγματικά παιχνιδάκι.

      Με βάση αυτό το σκεπτικό, έχουμε τώρα 35 ονόματα:
       
      7 φυσικά, 7 με δίεση, 7 με ύφεση, 7 με διπλή δίεση, και 7 με διπλή ύφεση.

      Οι ακριβείς τους θέσεις και εναρμόνιες σχέσεις είναι οι εξής:
       
      B#/C/Dbb  [Bx/C#/Db]  Cx/D/Ebb  [D#/Eb/Fbb]  Dx/E/Fb  E#/F/Gbb  [Ex/F#/Gb]  Fx/G/Abb  [G#/Ab]  Gx/A/Bbb  [A#/Bb/Cbb]  Ax/B/Cb  ||  B#/C/Dbb κτλ.
       
      Άρα, όλα τα πλήκτρα έχουν από 3 ονομασίες το καθένα, εκτός από το G#/Ab που έχει μόνο δύο!
       
      Τελειώσαμε πια, έτσι;  Δυστυχώς όχι.
       
      Όπως είπαμε παραπάνω, "κανείς δεν μας εμποδίζει να βάλουμε σημείο αλλοιώσεως σε νότα που ήδη έχει σημείο αλλοιώσεως". Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να βάλουμε διέσεις πάνω σε νότες με διπλές διέσεις, φτιάχνοντας τριπλές διέσεις - το ίδιο και με υφέσεις. Μετά, καινούριες διέσεις πάνω στις τριπλές, φτιάχνοντας τετραπλές διέσεις κτλ., και πάλι το ίδιο με τις υφέσεις. Που σταματάει αυτό; ΠΟΥΘΕΝΑ. Συνεχίζεται επ' άπειρον! Μάλιστα, μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία:
       
      Κάθε 12 διέσεις έχω την ίδια νότα μια οκτάβα ψηλότερα. Οπότε σαν ονόματα συμπίπτουν, αλλά όχι ως πλήκτρα!!! Όμοια για υφέσεις, κάθε 12 από δαύτες έχουμε την ίδια νότα μια οκτάβα χαμηλότερα.Μπορώ να προσθέτω όσες διέσεις θέλω σε όσες διέσεις ή υφέσεις θέλω. Για να βγάλω άκρη, θεωρώ τις διέσεις σαν +1, τις υφέσεις σαν -1, βγάζω το αλγεβρικό τους άθροισμα, μετρώ από το στάνταρ πλήκτρο που ξέρω το αρχικό του όνομα, και τέλος. Παράδειγμα:
       
      Θέλω το πλήκτρο 4 ημιτόνια κάτω από το Cxxxx. Δηλαδή θέλω το (Cxxxx)bbbb. Θεωρώ ότι x=##=+2, άρα το Cxxxx είναι 4x2 = 8 ημιτόνια πάνω από το C. Αντίστοιχα, bbbb = 4 x (-1) = -4. Σύνολο: 8-4 = 4, άρα (Cxxxx)bbbb = Cxx, το οποίο είναι εναρμόνιο με το E!
       
      Είναι καλό να κάνετε εξάσκηση σε αυτά τα χαζά και μερικώς ανύπαρκτα πράγματα, για ένα και μόνο λόγο: δεν πρόκειται ποτέ να μασήσετε σε παρτιτούρα, πάντα θα μπορείτε να καταλάβετε τι πρέπει να παίξετε. Επίσης, θα έχετε μια πολύ σοβαρή βάση για να καταλάβετε τα διαστήματα, και αυτό είναι πραγματικά η βάση για τη μουσική σας ανάπτυξη. Διότι, το πρόβλημα που έχουν όλοι με τα διαστήματα είναι "γιατί να το λέω 4η ελαττωμένη αφού είναι το ίδιο με την 3η Μεγάλη;", και η απάντηση είναι ότι ΔΕΝ είναι το ίδιο. Αντιστοιχεί στις ίδιες νότες, αλλά το τονικό περιβάλλον είναι σαφώς διαφορετικό και για αυτό δεν θα ακουστεί καν το ίδιο. Αυτά παρακάτω...
       
      Ένα σχόλιο: Δεν υπάρχει κύκλος 4ης/5ης. Υπάρχει ΑΠΕΙΡΗ ΣΠΕΙΡΑ 4ης/5ης, την οποία κόβουμε σε συγκεκριμένα επιθυμητά σημεία, τα ενώνουμε και τα κάνουμε κύκλο. Σκεφθείτε το αυτό, δεν είναι δύσκολο. 
       
      Εν τέλει λοιπόν, τι είναι τα σημεία αλλοιώσεως;
       
      Λοιπόν, φανταστείτε μία μηχανή που παίρνει μια είσοδο και δίνει μια έξοδο. Η δίεση είναι μηχανή που παίρνει για είσοδο ένα όνομα, και δίνει για έξοδο ένα όνομα ένα ημιτόνιο ψηλότερα από αυτό που πήρε, χωρίς να αλλάξει το όνομα της νότας που περιέχεται μέσα. Όμοια η ύφεση, και όλα τα σύμπλοκά τους. Υπό αυτήν την έννοια λοιπόν, τα σημεία αλλοιώσεως είναι συναρτήσεις. Με την έννοια του:
       
      #(Νότα) = η νότα ένα ημιτόνιο πάνω από τη "Νότα" με το ίδιο όνομα, και θα συμβολίζεται "Νότα#"
       
      π.χ. #(C) = η νότα ένα ημιτόνιο πάνω από το C, με το ίδιο όνομα = C#
       
      Στην πραγματικότητα λοιπόν, καθαρά ονόματα έχουμε μόνον τα 7 που ξέρουμε. Όλα τα άλλα είναι παράγωγα συναρτήσεων!
       
      Και η θλιβερή διαπίστωση της ημέρας: Αν οι 5 μαύρες νότες είχαν συγκεκριμένα ονόματα, όπως και οι C, D, E, F, G, A, B που ξέρουμε, π.χ. H, I, L, K, J ή ότι άλλο θέλετε, όλη η θεωρία θα ήταν απλούστερη, και πολλά ευτράπελα απλώς δεν θα υπήρχαν. Δυστυχώς, είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε σε ένα χρωματικό σύμπαν με μόνον 7 ονόματα, και αυτό έχει τις ολέθριες συνέπειες που έχει. Το βάρος της παράδοσης...

      [[Υπό την παραπάνω έννοια, η "αναίρεση" δεν είναι τίποτε άλλο από ενδεικτικό, όχι σημείο αλλοίωσης, αφού δεν αλλοιώνει το όνομα. Μας δείχνει ότι η νότα που συνοδεύει είναι φυσική, έχει αλγεβρικό άθροισμα 0 στα σημεία αλλοιώσεως. Φυσικά, αργότερα στις κλίμακες θα δούμε ότι η αναίρεση μπορεί στην πραγματικότητα να είναι σημείο αλλοιώσεως, εφόσον το φυσικό περιβάλλον της κλίμακας επιβάλει διέσεις ή υφέσεις εξ αρχής. Παρακάτω αυτά...]]

      ΑΣΚΗΣΗ

      Πάρτε κάθε ένα από τα 12 πλήκτρο του πιάνου μέσα στην οκτάβα (ή τάστο της κιθάρας στα πλαίσια μίας οκτάβας, αν προτιμάτε), και δώστε του όλα τα ονόματα, C, D, E, F, G, A και B, με την κατάλληλη προσθήκη διέσεων ή υφέσεων.Οι διέσεις ή υφέσεις να μην ξεπεράσουν τις 12 γιατί μετά έχετε επαναλήψεις. Παράδειγμα:

      Η νότα C του πιάνου, γράφεται ως εξής:
       
      C, Cxxxxxx, Cbbbbbbbbbbbb, Dbb, Dxxxxx, Ebbbb, Exxxx, Fbbbbb, Fxxx#, Gxx#, Gbbbbbbb, Ax#, Abbbbbbbbb, B#, Bbbbbbbbbbbb
      τα bold είναι τα πιο χρήσιμα, τα άλλα μουσειακό είδος, αλλά αν τα δείτε δεν θα τρομάξετε. Συνεχίστε εσείς με τις υπόλοιπες 11.

      Μην το αμελήσετε!

    • Spyros Delta
      Με ρώταγαν κάποια παιδιά για το σύστημα που περνάω κομμάτια (covers), καθώς και τον τρόπο μελέτης στη κιθάρα που μπορεί ομως να φανεί χρήσιμο και για άλλα όργανα. Τα έγραψα στο Forum όπου γίνεται σχετική συζήτηση αλλά τα γράφω και εδώ, ενώ στο τέλος φιλοσοφώ και λίγο περι της χρησιμότητας ή οχι, των covers.
       
      1. Ακούω το κομμάτι πολλές φορές. 
      Το πρωτο πραγμα στην εκμάθηση της μουσικης ειναι να ακουμε μουσικη. Και ολων των ειδων τις μουσικες, οχι κολλημα σε ενα ειδος.

      2. Μετα το ξανακουω πολλες φορες πιο αργα ομως στο 90% της ταχυτητας, ισως και λιγο πιο αργα, αναλογα το κομματι. Μονο αν μπει στο μυαλο μου, θα το εχω μετα και στα χερια, τα οποια το μονο που χρειαζονται ειναι εξασκηση -πολυ ή λιγη, αναλογα το επιπεδο του καθενος. Πρεπει να το τραγουδαω το κομματι, να ξερω απο εξω τη μελωδια.
      Χρησιμοποιώ για αναπαραγωγή ήχου και μελετη το προγραμματακι subscribe που υπαρχει για ελευθερο downloading εδω : http://www.seventhstring.com/xscribe/download.html
      Μπορει να μειώνει την ταχυτητα του κομματιού, χωρις να αλλοιώνει σημαντικά τον ηχο και ετσι ειναι ευδιάκριτος ακομα και σε πολυ αργή ταχύτητα. Επισης εχει τη δυνατότητα αλλαγης τονου, ακομα και σε μορια, παλι με ελαχιστη πτωση ποιοτητας.

      3. Μετα καθομαι και προσπαθω να βγαλω την πρωτη φραση στο 90% περιπου (οχι πιο αργα), εστω slopy (με μουτζουρες λαθη κλπ στο αριστερο χερι) για να εχω αρχικά, σωστο το δεξι χερι. Τα ρυθμικα δηλαδη και τα πανω κατω της πενας να ειναι σωστα. Αν το βαλω να το περασω απο τη αρχη πολυ αργα, θα πεσω στην παγιδα και θα το μαθω με οτι πενα βολευει και ετσι στην πραγματικη ταχυτητα δεν θα παιζεται συνηθως με τιποτα.

      4. Μετα κανω slowdown στο 80% και αρχιζει η δουλεια για το αριστερο χερι, ετσι ωστε να "καθαρίσουν" οι νοτες.
      Αν δεν μπορω στο 80% παω και πιο αργα, αναλογα το κομματι. 
      Βασικό: Το δεξι χερι πρεπει να ακολουθει τα patterns που ειχα και στο 90%

      5. Μετα ξεκιναω να ανεβαζω 3-4% καθε φορα, οταν πια σε καθε φραση, μετα απο οσες επαναληψεις χρειαστουν, εχει καθαρισει το παιξιμο και εχουν αποκτησει τα χερια muscle memory.
      Βασικα ολα ειναι θεμα παραγωγης της μυελινης απο τον οργανισμο μας, κατα την διαδικασια των επαναληψεων.
      Εδω κι ενα σχετικο, πολυ ενδιαφερον βιβλιο γα διαβασμα: The Talent Code.

      6. Μετα συνεχιζω μεχρι να παιζω τη φραση και πιο γρηγορα απο το original.

      7. Μετα παω στη επομενη φραση, ακολουθω τα ιδια.

      8. Μετα παιζω και τις δυο φρασεις σε πιο αργη ταχυτητα, προσεχωντας ιδιαιτερα το σημειο "ενωσης τους". 
      Το οποιο σημειο αν χρειαστει, το απομονωνω και το μελεταω ξεχωριστα, με πολλες επαναληψεις απο αργα σε πιο γρηγορα κλπ. Παντα προσεχω οταν κανω slowdown, το pattern στο δεξι χερι να ειναι ιδιο με της γρηγορης ταχυτητας.

      9. Επομενες δυο φρασεις τα ιδια. Και τις κολλαω στις δυο πρωτες που εχω ηδη περασει. κ.ο.κ.

      10. Μετα παιζω ολο το κομματι αρχικα στο 80-90% και μετα αυξηση της ταχυτητας οσο παει.
      Ή αν ειναι πολυ μεγαλο το κομματι, παιζω ενα μερος καθε φορα - A, B, C, bridge κλπ - και μετα τα ενωνω και το παιζω ολοκληρο.

      Παρόμοιο τροπο ακολουθώ οταν μελεταω κατι απο παρτιτουρα ή tab κλπ, με το μετρονομο. 
      Αρχικα λιγο πιο αργα, για να τσεκαρω τα patterns του δεξιου χεριου, μετα slowdown για το αριστερο χερι και μετα σταδιακη αυξηση της ταχυτητας. Την ταχυτητα στο μετρονομο την φτανω μεχρι το 110%, ή οσο περισσότερο μπορω, ετσι ωστε στο live το 100% να μου φαινεται "παιχνιδακι". Το μονο μειονεκτημα του transcribe software, ειναι οτι δυστυχως μονο μειωνει την ταχυτητα. Δεν μπορει και να την ανεβάζει.

      Ποτέ στο live δεν μπορουμε να φτάσουμε τις δυνατότητες μας στο 100%, οπως οταν ειμαστε ανετοι στο σπιτακι μας, αραχτοι με το καφεδακι/ποτακια μας κλπ. Θα υπαρχουν πολλοι παραγοντες που θα μας φρεναρουν την αποδοση.
      Επισης ενας πολυ σημαντικο λογος για να εχουμε ενα κομματι για πλακα πριν το παιξουμε live, ειναι οτι πρεπει να το διασκεδαζουμε κι εμεις, οχι μονο το κοινο.
      Αν βγουμε να παιξουμε και εχουμε κολλημενα τα ματια πανω στην ταστιερα να μη μας φυγει καμια νοτα και καθηλωμενοι σαν κουτσουρα σε μια μερια, θα χασουμε το fun της υποθεσης και βασικα... δεν θα βλεπουμε τα κοριτσακια απο κατω   
      Θα τελειωσει το Live, δεν θα εχουμε καταλαβει τιποτα και θα ειμαστε και πτωματα (εγκεφαλικα). Ετσι, ουτε μετα το Live, θα διασκεδασουμε.
       
      Επίσης θα ήθελα να επισημάνω κατι για τα covers γενικά.
      Τα covers δεν ειναι πανάκεια, αλλα ειναι ομως απαραίτητα για ανάπτυξη τεχνικης. 
      Απο εκει ξεκινάμε και φτανουμε στο σημειο να παιζουμε τα δικα μας, μεσα φυσικα κι απο τα θεωρητικα της μουσικης και γενικα ολα τα μαθηματα της μουσικης, ακομα και ιστορια κλπ, οχι μονο το practice.
      Και βασικα πρεπει  να ΑΚΟΥΜΕ πολυ, καλη μουσικη ολων των ειδων. Δεν πρεπει να μενουμε και να μελεταμε ενα ειδος και ιδιαιτερα να κολλαμε σε εναν ή ελαχιστους κιθαριστες. Θα γινουμε κοπια του.
      Οταν παιζουμε τα δικα μας (ειτε σε μια μπαντα, ειτε αυτονομα σαν σολιστες) θα εχουμε φυσικα το δικο μας στυλ και θα το υποστηριζουμε, αλλα η μελετη ειναι διαφορετικο πραγμα και πρεπει να απλωνεται παντου. Ποτε δεν ξερεις τι θα σου ερθει κι απο που, το οποιο θα σου ανοιξει νεους οριζοντες για τη δικια σου μουσικη.

      Με τα covers που ανεβαζω, ισως (μαλλον σιγουρα δηλαδή), εχω δημιουργησει την εντυπωση του coverά.
      Εξηγω οτι, με τα covers δεν στηνω ρεπερτοριο. Τα κομματια δεν τα θυμαμαι μετα απο μερικες μερες να τα ξαναπαιξω, και συνηθως δεν τα ξαναπαιζω. 
      Αν καποια στιγμη μετα απο καιρο θελω να τα ξαναπαιξω, θα πρεπει να κατσω να τα ξανακοιταξω. Και τοτε, παντα ανακαλυπτω νεα πραγματα μεσα τους, που δεν ειχα προσεξει αρχικα, λογω του τοτε επιπεδου μου.

      Ολη η δουλεια λοιπον που χρειαζομαι ως μουσικος, εχει γινει κατα την μελετη τους. Τα "χωνευω", και μου χρησιμευουν αλλου στη μουσικη μου πορεια. Και αυτο ειναι πολυ βασικο, επειδη συμμετεχω και στη δισκογραφια ως (οχι ακριβως "session"), που τις περισσοτερες φορες του ζητουν οχι απλα να παιξει μερικες νοτες απο μια παρτιτουρα, αλλα να δημιουργησει κατι νεο ή γενικα να δωσει κατι δικο του ηχητικα και παιχτικα.
      Ολα αυτα που ακολουθω στην πορεια μου, ετσι και τα covers, μου εχουν χρησιμευσει πολυ, ως καλη "τροφη" για το μυαλο, για να παιζω χωρις να κοπιαρω. Αν και πολλες φορες εχουμε "παραγγελιες", τυπου "βαλε λιγο Santana, ή Edge, Andy Summers, Nickelback, Pantera, Muse, Pearl jam, Soundgarden, κλπ" και φυσικα, παλι ειναι χρησιμα τα covers.
      Βασικά χαίρομαι οταν ακουω καποιον να αναγνωριζει το παιξιμο μου, μεσα σε τυχαια κομματια.
      Καποια στιγμη,  Θεου... ή μαλλον χρηματος θελοντος, πρεπει να "χρησιμοποιησω" τον εαυτο μου, και προς οφελος καθαρα δικο μου, σε δικο μου cd εννοω.

      Μη φοβαστε τα covers λοιπον, αρκει να ειστε ανοιχτομυαλοι και δεν κανετε covers συνεχως μονο ενος ειδους μουσικης ή ενος κιθαριστα.


      Σπυρος Δελτα

    • Yannis Methenitis
      Και ήρθαμε στο σήμερα όπου στην άκρη της κρεβατοκάμαρας πάνω στο γραφείο υπάρχει ένας υπολογιστής με οθόνη wide και ηχεία. Το ιδανικό περιβάλλον για τις πιό εμπνευσμένες στιγμές του καθενός. Με την παντοφλίτσα, τον καφέ κάτω από τις αφίσες των AC/DC και του Moby, γρατζουνάω την κιθάρα και την ηχογραφώ ακόμα και το Πάσχα που είναι όλα κλειστά.
      Τι χρειάζομαι λοιπόν για αυτή τη Νιρβάνα; Πολύ κοινά αλλά σωστά επιλεγμένα πράγματα. Ας τα πάρουμε ένα -ένα.

       
      Ο Υπολογιστής
      Το σημαντικότερο μέρος του σημερινού στούντιο είναι ο υπολογιστής.
      Οι προδιαγραφές αλλάζουν καθημερινά καθιστώντας το περσινό, παλιό. Για να γράψω μουσική, καλό θα είναι να είναι όσο πιό σύγχρονος γίνεται με τελευταίας γενιάς επεξεργαστή και Windows 10 - 11, 64bit.
      16 Gb μνήμη RAM είναι ικανή για σοβαρή δουλειά αλλά σαν κανόνας όσο περισσότερη τόσο καλύτερα για να σηκώνει μεγάλα αρχεία. 
      Ιδανικά ας υπάρχουν 2 δίσκοι. Ένας Solid State SSD NVMe για τα προγράμματα και το λειτουργικό και ένας μεγάλος HDD 7200 rpm με αρκετό χώρο για να σώνω τα αρχεία ήχου και τις τεράστιες ηχοθήκες samples. Σαν αναφορά, ένα τετράλεπτο stereo κομμάτι στα 16-bit, 44.1 Khz = 40 mb και όσο αυξάνεται ο ρυθμός δειγματοληψίας αυξάνεται και το μέγεθος του αρχείου.
      To motherboard καλό είναι να έχει τελευταίας τεχνολογίας chipset και όλες τις χρήσιμες πόρτες σύνδεσης USB 3, Ethernet, κ.α.
      Η κάρτα γραφικών μπορεί να είναι μια απλή onboard καθώς τα μουσικά προγράμματα δεν έχουν ιδιαίτερες απαιτήσεις στην εικόνα όπως τα games και επιπλέον θέλουμε να αποφύγουμε τους θορυβώδεις ανεμιστήρες που αυτές διαθέτουν και το σοβαρό κόστος τους που αναλογεί όσο άλλο ένα PC σχεδόν.
       
      Και επειδή έχει αποδειχτεί πως το να ρίχνεις εξαρτήματα υψηλών προδιαγραφών σε ένα κουτί δεν κάνει απαραίτητα έναν γρήγορο και λειτουργικό υπολογιστή (λόγω διαφόρων ασυμβατοτήτων), θα κοίταζα για έτοιμες λύσεις απο εταιρίες HP, Dell, κ.α. που το κάνουν καλά αυτό.  Στα laptop φυσικά είναι μονόδρομος αυτή η επιλογή, αν δεν σας περιορίζει το μέγεθος της οθόνης.

      Μία σχετικά μεγάλη οθόνη 24-27" HD ή 4K wide (ίσως και 2) αφού καλό και εύχρηστο είναι να υπάρχει σε θέα το timeline, τα plug-ins (εφέ και όργανα) και ο μείκτης σε μια ματιά. 
      Καλό είναι να κρατώ το σύστημα μου όσο πιό καθαρό και ελαφρύ γίνεται χωρίς περιττές εγκαταστάσεις «δοκιμαστικών» προγραμμάτων, γιατί το βαραίνουν και καθυστερεί μέχρι κάποιο αναπόφευκτο format μετά απο λίγο καιρό ανεμελιάς.
      Εαν προτιμούσα Apple θα πήγαινα σε iMac και πάνω αν και η δουλειά γίνεται σχεδόν ανέμελα και με MacMini.
       
      Το software
      Για να γράφω θέλω ένα πολυκάναλο recorder και μαζί μια κονσόλα για να μιξάρω τα κανάλια. Φυσικά σε software.
      Παλαιότερα τα προγράμματα αυτά χωρίζονταν σε audio εγγραφείς και midi sequencers. Τώρα δεν υπάρχει διακριτή διαφορά και ένα sequencer γράφει δεδομένα midi και ήχο πλάι – πλάι και αποκαλείται DAW (Digital Audio Workstation).
      Ταυτόχρονα επειδή αυτά τα προγράμματα έχουν εξελιχθεί σε σουίτες virtual studio, προσφέρουν και software εκδόσεις οργάνων (πιάνα, μπάσα, synths, drum machines), τα λεγόμενα VST instruments (VSTi) ή TDM ανάλογα με την πλατφόρμα. Επίσης προσφέρουν κάθε λογής εφέ 'οπως reverb, delay, chorus, compressors και ότι περάσει από το νού του φαντασιόπληκτου και δημιουργικού καλλιτέχνη, σε μορφή plug-in.

      Επειδή μια από αυτές τις σουίτες θα γίνει το περιβάλλον που θα γράφω μουσική, θα πρέπει να το μάθω καλά για να εκμεταλλευτώ τις τεράστιες δυνατότητες του, που σημειωτέον απευθύνονται σε ειδικούς και ξεπερνούν κατά πολύ τις απαιτήσεις του μέσου χρήστη. Στόχος είναι να αφοσιωθώ στο να γράφω μουσική και να μην καταντήσω περιπλανώμενος νομάς απο εταιρία σε εταιρία. Κάτι που συχνά συμβαίνει σε όσους δεν διαβάζουν το manual, αποδίδοντας την δική τους άγνοια σε αδυναμία του software.
       
      Οι  προτάσεις είναι πολλές. Ableton Live, Cubase Pro, Reason, Reaper, Bitwig Studio, Samplitude, Sonar, Logic Pro, Pro Tools, κ.α.
      Τα προγράμματα αυτά είναι τεράστια και πέρα απο χρήμα απαιτούν γνώσεις μουσικής τεχνολογίας, που για τις ανάγκες κάποιου που θέλει να γράψει 10 κανάλια ήχου και να βάλει βάθος και delay, είναι σαν να παίρνει ολόκληρη νταλίκα για να πάει στο περίπτερο για τσιγάρα.
      Αν διαθέτω τις γνώσεις ή την υπομονή να μάθω μελετώντας ολοκληρωμένες λύσεις, είναι το Sonar πλέον δωρεάν και το Reaper με συμβολικό ποσό. Υπάρχουν εκδόσεις light για σχεδόν όλα τα γνωστά DAW που κοστίζουν κάτω από 100 ευρώ όπως τα Sequel, Cubase Essential, Sonar Essential, Live Intro, που περιορισμοί τους όπως τα maximum 64 κανάλια ηχογράφησης δεν θα επηρεάσουν αρνητικά ποτέ έναν ερασιτέχνη μουσικό και θα λειτουργήσουν σαν βάση αν θέλετε να εξοικειωθείτε με κάποιο απο αυτά και αργότερα να αναβαθμίσετε αν χρειαστείτε περισσότερα εργαλεία. Φυσικά υπάρχουν και δωρεάν προτάσεις σοβαρών προδιαγραφών όπως το Garage Band που προσφέρεται απο την Apple, το Krystal για Windows και το Ardour για όσους προτιμούν Linux.
       
      Η κάρτα ήχου

       
      Η είσοδος και έξοδος στον μουσικό υπολογιστή. Μου δίνει ποιότητα ήχου, αθόρυβη εγγραφή, MIDI για να ελέγχω και να συνδέω εξωτερικά keyboards και synthesizers και επιλογές διασύνδεσης. Να μπορώ να συνδέω όποια εξωτερική συσκευή έχω, στον υπολογιστή δηλαδή.
      Φροντίζω να υποστηρίζει τεχνολογίες ASIO, κ.α. με εργοστασιακούς οδηγούς/drivers ώστε να μπορώ να κάνω real-time χρήση των VST instruments και plug-in. Έτσι όταν πατάω ένα πλήκτρο στο κλαβιέ, ο ήχος θα ακούγεται σύγχρονα και όχι αργότερα. Latency είναι η λέξη που πρέπει να αποφύγω. Η καθυστέρηση δηλαδή που προκύπτει όταν δεν είναι εγκατεστημένοι οι ειδικοί ASIO drivers

      Οι κάρτες ήχου είναι το σημείο που θα συνδέσω το μικρόφωνο και τα όργανα μου. Γι αυτό υπάρχει ποικιλία εισόδων και εξόδων (αναλογικές, ψηφιακές, πολυκάναλες με ADAT optical και MIDI). Επιλέγω βάσει των αναγκών που υπαγορεύονται απο τον αριθμό των πηγών (οργάνων) που θα ηχογραφώ ταυτόχρονα. Για έναν τραγουδοποιό π.χ. μια stereo κάρτα είναι συνήθως αρκετή, αφού θα γράφει ένα όργανο ή μια φωνή ή και τα δύο τη φορά. Υπάρχουν εκδοχές εξωτερικών καρτών που συνδέονται στον υπολογιστή με Thunderbolt και USB που είναι τα σημαντικά πρωτόκολλα σήμερα.

      Μικρόφωνα
      Τη δουλειά μου για ένα demo την κάνω και με το δυναμικό μικρόφωνο που χρησιμοποιώ στα live. Το Shure SM-58. Στο κάτω-κάτω την έμπνευση της στιγμής θέλω να πιάσω! Αν όχι... και θέλω να το στείλω στην κατανάλωση, ίσως να χρειαζόμουν κάτι πιο πιστό. Ένα πυκνωτικό μικρόφωνο, που πλέον με τα κινέζικα στην αγορά, αρχίζουν απο την ίδια τιμή και είναι καλύτερη επιλογή για το στούντιο αλλά πιο ευαίσθητο στην κακομεταχείριση και τις εντάσεις.
      Γι αυτό χρειάζομαι έναν αθόρυβο προενισχυτή μικροφώνου στην κάρτα μου, με τροφοδοσία ρεύματος 48 volt (phantom power) για να το συνδέσω. Συνήθως περιλαμβάνονται και στην πιο προσιτή κάρτα ήχου αλλά όσο ανεβαίνει η τιμή ανεβαίνει και η ποιότητα τους. Εναλλακτικά υπάρχουν και standalone προενισχυτές σε άπειρες εκδοχές με 1, 2 ή 8 εισόδους, με Equalizer, compressor, κύκλωμα λυχνίας αν επιθυμώ και έξοδο με Analogue to Digital (A/D) converter.

      Ηχεία
      Για να έχω ένα σημείο αναφοράς, καλό είναι να επενδύσω σε ένα σετ active monitors, (δηλαδή ηχείο με ενισχυτή στο ίδιο κουτί). Όταν λέω σημείο αναφοράς εννοώ ότι θα πρέπει να ακούω σωστά, χωρίς χρωματισμούς ώστε όταν μεταφέρω το “αριστούργημα” μου στο αυτοκίνητο ή στο σπίτι του φίλου μου, να ακούγεται σχεδόν το ίδιο. Δηλαδή να μην ακούω μόνο το ταμπούρο και το hi-hat και να είναι χαμένα τα μπάσα ή το arpeggio του 303... και αντίστροφα.
      Ενα σωστό ηχείο είναι ο καθρέφτης της ηχογράφησης, που φανερώνει τα λάθη και δεν τα καλύπτει, ούτε τα ομορφαίνει, ώστε να μπορώ να τα διορθώνω.
      Αυτά πάντως δεν είναι τα ηχεία που πήρα με τον υπολογιστή προς €30. Θα βρώ μεγάλη ποικιλία, στα σχετικά μουσικά καταστήματα ενώ ένα αξιοπρεπές ζευγάρι κοστίζει από €250 και πάνω.
      Χρήσιμο θα είναι και ένα σετ καλών ακουστικών. Μπορεί να κοιμάται το μωρό ή ο κύριος Αλέκος δίπλα... ή να με απειλεί η Στέλλα με το πιστολάκι της, μετά τις 173 επαναλήψεις του κουπλέ που ακούει τις τελευταίες εβδομάδες. Για πολύωρη χρήση, ένα σετ ημι-ανοικτού τύπου είναι σωστό και ξεκούραστο, ενώ για υψηλές εντάσεις απαιτούνται κλειστού τύπου που συνήθως όμως έχουν χαμηλότερη πιστότητα. Η αλήθεια είναι ότι με λιγότερα χρήματα βρίσκεις καλύτερα ακουστικά από ότι σωστά ηχεία. Τα ακουστικά βέβαια δεν αντικαθιστούν τα ηχεία.

      Controllers
      Controller λέγεται το μέσον (πέρα από το ποντίκι) που ελέγχει το software. Μπορεί να είναι πλήκτρα πιάνου, pads για να παίζω τύμπανα με τα δάχτυλα ή επιφάνειες εργασίας για να ελέγχω τα fader του virtual μείκτη. Υπάρχει ποικιλία πλήκτρων, από 2 οκτάβες μέχρι 7, βαρυκεντρισμένα και μη, με σύνδεση στον υπολογιστή από τη θύρα MIDI ή την USB. Συνδέω και παίζω. Τόσο απλά.

      Επίλογος
      Μ’ αυτά και μ’ αυτά στήνεις μια πολύ σοβαρή βάση για να γράψεις μουσική.
      Αν μιλάμε για synthesizer και loop-based φάσεις δεν χρειάζεται να πάμε παραπέρα. Αυτά θα χρειαστώ από εργαλεία.
      Αν μιλάμε για πιό ροκ κι ακουστικές καταστάσεις είναι αρκετά για να στηθούν τα σημαντικότερα όπως κιθάρες, μπάσα, πλήκτρα και φωνές. Τα τύμπανα; Ε... και τι θα κάνουν τα επαγγελματικά στούντιο; Κλέφτες θα γίνουν; Θα μεταφέρω τη δουλειά που έκανα στο σπίτι σε ένα κατάλληλο χώρο για να γράψω ντραμς και να τα μειξάρω με τη σημαντική βοήθεια του επαγγελματία ηχολήπτη. Γίνεται απλά και γρήγορα.
      Μα πάνω απ’ όλα όμως χρειάζεται να ξέρουμε τα εργαλεία μας. Η μουσική δεινότητα σε συνδυασμό με την τεχνική κατάρτιση δίνει το σωστό αποτέλεσμα. Ικανό φυσικά και για κυκλοφορία. 

      Γιάννης Μεθενίτης
       

    • Yannis Methenitis
      Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 80 κρέμασα τα γάντια μου από τα live. Αφορμή το καθημερινό ξενύχτι, το ποτό κι η κούραση. Εξ άλλου είχα αρχίσει να γέρνω αριστερά από τα κιλά της Les Paul και εκτός αυτού ποτέ δεν παίζονταν τα κομμάτια μας όπως τα φανταζόμουν ενώ τα απογεύματα είχα αρχίσει να πειραματίζομαι με ένα μικρό Casio αρμόνιο που μου έκανε δώρο η Κική.
      Αυτό ήταν! Κόλλησα γερά και ξαναβγήκα απο το καβούκι μου μια δεκαετία αργότερα, έχοντας σπαταλήσει άπειρες νύχτες και Σαββατοκύριακα προγραμματίζοντας synthesizer και ντραμοκούτια, παίζοντας μπάσα, κιθάρες και ότι όργανο βρισκόταν πρόχειρο, προσπαθώντας να ενορχηστρώσω το τέλειο background για τις μουσικές μου διαστροφές. Κι ας μην τις άκουγε κανείς. Εγώ διασκέδαζα! Μόνος αλλά πάντα στην ώρα μου για την “πρόβα” και χωρίς αντιρρήσεις από τον “μπασίστα”. Μεγάλο χάσιμο χρόνου για πολλούς αλλά δεν θ’ άλλαζα με τίποτα την απόλαυση που ένοιωθα όταν πετύχαινε το ζητούμενο. I did it my way!
      Και συνεχίζω... τριάντα χρόνια αργότερα όπου πολλά έχουν αλλάξει προς το αρτιότερο, το ευκολότερο και το φτηνότερο. Μακάρι να είχα τα εργαλεία του σήμερα, τότε. Αλλά ποιός τα είχε; Και κυρίως πόσα θα ήξερα, αφού θέλοντας και μη συνυπήρξα στην επανάσταση του Home recording και παρακολούθησα το κάθε βήμα των εξελίξεων καθημερινά και όχι από βιβλίο;

      Λίγη Ιστορία
      Πριν τον πολυκάναλο τρόπο ηχογράφησης, η εγγραφή της μουσικής ήταν μια αποτύπωση ενός  performance σε ταινία. Οι μουσικοί μαζεύονταν σε ένα στούντιο ηχογράφησης, έτρεχε η ταινία και έγραφε την συγκεκριμένη εκτέλεση μαζί με κάθε απρόοπτο. Παρά το γεγονός ότι πολλοί θα πουν πως είναι η πιό ειλικρινής και πιστή διαδικασία εκτέλεσης, πρόκειται για μια μέθοδο ηχογράφησης με περιορισμούς. Εαν κάποιος μουσικός του συνόλου κάνει ένα μικρό λάθος, αυτό αποτυπώνεται στην ηχογράφηση. Προβλήματα και αδυναμίες στη διαδικασία επίσης, όπως η άνιση στάθμη μεταξύ οργάνων και φωνών καταγράφονται μόνιμα.

      Με την εμφάνιση της πολυκάναλης ηχογράφησης οι παραγωγοί απέκτησαν άμεσο έλεγχο σε συγκεκριμένα μέρη της εκτέλεσης. Αν μια φωνή φαλτσάρει ή ένα όργανο κάνει λάθος, το συγκεκριμένο κανάλι που ηχογραφήθηκε αυτό το όργανο, μπορεί να ξαναγραφτεί χωρίς να επηρεάσει τα υπόλοιπα όργανα. Με αυτό τον τρόπο ηχογραφείται το μεγαλύτερο μέρος της δισκογραφίας σήμερα.

      Την δεκαετία του 50, ο κιθαρίστας και εφευρέτης Les Paul πρωτοεφάρμοσε την πολυκάναλη διαδικασία, χρησιμοποιώντας μαγνητική ταινία 1 ίντσας σε ένα οκτακάναλο μαγνητόφωνο Ampex για να γράψει σε παράλληλα κανάλια ή επίπεδα τη μουσική του. Ηταν μια επαναστατική εξέλιξη στην βιομηχανία της φωνογράφησης (όπως λεγόταν τότε), αυτή που θα καθόριζε την καλλιτεχνική απελευθέρωση των μουσικών την επόμενη δεκαετία.

      Στα 60’ς οι Beatles με τις επαναστατικές ηχογραφήσεις τους προώθησαν τις εξελίξεις στην τεχνολογία της πολυκάναλης ηχογράφησης. Υπο την καθοδήγηση του παραγωγού τους George Martin, η χρήση των πολυκάναλων εγγραφέων από το δικάναλη ηχογράφηση του "Please, Please Me" μέχρι την οχτακάναλη του "Abbey Road" επέβαλε τον τρόπο που θα γραφόταν μελλοντικά η μουσική.

      Φυσικά όλοι πλέον ξέρουμε την εποχή των δεινοσαύρων που ακολούθησε στην δεκαετία του 70, με τα μεγάλα ροκ συγκροτήματα να κάνουν χρήση της τεχνολογίας αυτής, που στο απόγειο της αναλογικής ηχογράφησης έφτασε στα 24-κάναλα μαγνητόφωνα σε μέγεθος ψυγείου. Οι δεινόσαυροι “έκλειναν” τα πανάκριβα στούντιο με τους μήνες για να γράψουν ένα άλμπουμ. Ολο αυτό είχε ένα κόστος σοβαρό που το πλήρωναν μόνο όσοι είχαν υπογράψει συμβόλαιο με πολυεθνική δισκογραφική εταιρεία.

      Ο τρόπος αυτός έπαιξε μεγάλο ρόλο στην μουσική της εποχής αφού τα σημαντικότερα συγκροτήματα δούλευαν περισσότερο με την τεχνική των στούντιο παρά σαν live performers. Η ηχογραφημένη μουσική έγινε ένα είδος τέχνης όπου ο ηχητικός πειραματισμός αποχαλινώθηκε, πολλές φορές δημιουργώντας αποτελέσματα που ήταν αδύνατο να επαναληφθούν επι σκηνής. Κλασσικό παράδειγμα το “A night at the Opera” των Queen.
      Αν για τα μεγάλα συγκροτήματα αυτό σήμαινε δημιουργική ελευθερία, για τους σόλο μουσικούς ήταν αποκάλυψη. Ο Stevie Wonder για παράδειγμα που έπαιζε πολλά όργανα, μπόρεσε να συνθέσει και να ηχογραφήσει δίσκους όπου τραγουδούσε και έπαιζε αν όχι όλα, τα περισσότερα όργανα μόνος του.

      Προς το τέλος της δεκαετίας εμφανίστηκαν τα πρώτα 4-κάναλα μπομπινόφωνα στενής ταινίας και αμέσως μετά τα κασετόφωνα από τις Tascam και Fostex με ενσωματωμένους μείκτες, που επέτρεψαν στους κοινούς θνητούς να γράφουν στο σπίτι τους, αφού το κόστος ήταν πλέον προσιτό.

      Για τον “ηλεκτρονικό” μουσικό το έτος Μηδέν ήταν το 1982 όταν παρουσιάστηκε το MIDI (Musical Instrument Digital Interface) ένα ανοιχτό πρωτόκολλο σύνδεσης μηχανημάτων και synthesizer. Λόγω των περιορισμών χρόνου στις στενές ταινίες που έπαιζαν στις διπλάσιες ταχύτητες για ν’ ανταπεξέλθουν στα προβλήματα ποιότητας του format και των λίγων σχετικά καναλιών, η ενορχήστρωση με τον συνδυασμό synthesizer που έπαιζαν ταυτόχρονα και σύγχρονα λόγω MIDI, είχε μεγάλο αντίκτυπο στην μουσική του 80, κυρίως στην “φτωχότερη” Ευρώπη όπου το home recording άρχισε να αναπτύσσεται. Ο άμεσα αναγνωρίσιμος ήχος των 80’ς οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε αυτές τις προδιαγραφές ενορχήστρωσης, καθώς όλοι πειραματίζονταν με ότι “μαραφέτι” κυκλοφορούσε τότε χωρίς κανόνες και περιορισμούς. Σε γεννήτριες ήχου ή και εφέ.

      Απο την Αμερική γεννήθηκε ο ήχος του hip-hop και rap από άτομα που είχαν στη διάθεση τους τέτοια προσιτά εργαλεία που ναι μεν επέτρεπαν τη σύνθεση, ταυτόχρονα όμως οδηγούσαν σε επαναλαμβανόμενους ρυθμούς, κυρίως από το γεγονός ότι ήταν αυτοδίδακτοι μουσικοί περιορισμένων δυνατοτήτων στην ανάπτυξη αρμονίας. Ετσι δημιουργήθηκε ένα ολόκληρο μουσικό ιδίωμα με βάση ρυθμούς από drum machines, που πάνω του στήθηκε η σημερινή σκηνή του R&B και του House.

      Στα μέσα του 90 εμφανίστηκαν τα digital hard disk recorder (μηχανήματα εγγραφής σε σκληρό δίσκο) και παράλληλα η ψηφιακή πολυκάναλη ηχογράφηση αναπόφευκτα πέρασε στον υπολογιστή με δυνατότητες που ήταν στη σφαίρα της φαντασίας για όσους είχαν ξεκινήσει την πολυκάναλη εγγραφή και το home recording.
       
      Και ήρθαμε στο σήμερα όπου στην άκρη της κρεβατοκάμαρας πάνω στο γραφείο υπάρχει ένας υπολογιστής με οθόνη και ηχεία. Το ιδανικό περιβάλλον για τις πιό εμπνευσμένες στιγμές του καθενός. 

    • blue
      Στις αρχές του 1967 η Vox κυκλοφόρησε το πρώτο Wah , με την ονομασία Clyde McCOy Wah Wah Pedal. Η πιο διαδεδομένη από τις ιστορίες που ακούγονται για την προέλευση αυτού του εφέ είναι ότι ο διάσημος τρομπετίστας Clyde McCoy ζήτησε από τους μηχανικούς της Vox να του κατασκευάσουν μια συσκευή που θα προσομοίωνε τον ήχο που παράγεται από τη μετακίνηση της σουρντίνας κατά το παίξιμο της τρομπέτας. Ο Dell Casher και ο Brad Plunkett ξεκίνησαν να εργάζονται πάνω στο MRB tone κύκλωμα με το οποίο ήταν εφοδιασμένοι οι ενισχυτές της Vox. Ένας τριθέσιος επιλογέας έδινε τη δυνατότητα εναλλαγής ανάμεσα σε διαφορετικές περιοχές του φάσματος του ήχου. Οι Casher και Plunkett προσάρμοσαν αυτό το κύκλωμα ώστε να χωράει στο κουτί ενός volume pedal και όταν ο Casher , ως κιθαρίστας, το δοκίμασε σε μια ηλεκτρική κιθάρα όλοι εντυπωσιάστηκαν.
      Ο πρόεδρος της Vox οραματίστηκε την πώληση  του πεταλιού σε πολλούς τρομπετίστες οι οποίοι για τη χρήση του θα αναγκάζονταν να αγοράσουν και ενισχυτή και δεν έδωσε σημασία στις προσπάθειες  του Casher να του εξηγήσει ότι το πετάλι είχε καλύτερη εφαρμογή στην ηλεκτρική κιθάρα. 

      Τον Ιούνιο του 1967 όμως οι Cream κυκλοφόρησαν τον δίσκο «Disraeli Gears», ο οποίος περιελάμβανε το τραγούδι «Tales of Brave Ulysses», που θεωρείται ως η πρώτη εμπορική ηχογράφηση κατά την οποία χρησιμοποιείται το Wah. Ο Eric Clapton είχε αγοράσει ένα και το είχε χρησιμοποιήσει κατά την ηχογράφηση της ηλεκτρικής του κιθάρας. Αργότερα ο Jimi Hendrix θα δήλωνε ότι αγόρασε ένα wah επειδή άκουσε τον Clapton.
       
      Αργότερα η Vox κατασκεύασε το V846 και η Thomas Organ (θυγατρική της Vox) το Cry Baby. Ωστόσο κανείς δεν σκέφτηκε να κατοχυρώσει ούτε το κύκλωμα ούτε το όνομα του νέου πεταλιού. Αυτό επέτρεψε τη δημιουργία μιας πληθώρας κλώνων του Wah από τις υπόλοιπες εταιρείες.

      Το 1968 ο Mike Mathews προσπαθώντας να δημιουργήσει ένα εφέ που να μπορεί να διατηρεί τον ήχο μιας νότας για μεγάλο χρονικό διάστημα (sustainer) αλλά να μην παραμορφώνει το σήμα, σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί εμπορικά μια συσκευή που χρησιμοποιούσε ο συνεργάτης του μπροστά από τα πρωτότυπα κυκλώματα για να ενισχύει το εισερχόμενο σε αυτά σήμα. Οι πωλήσεις του LPB-1 (linear power booster) εκτοξεύτηκαν στα ύψη και σήμαιναν την αρχή της εταιρείας του Mathews, με την επωνυμία Electro Harmonix. Αργότερα κατάφερε να υλοποιήσει την αρχική του ιδέα για την κατασκευή ενός sustainer ενώ το 1971 ο Meyer σχεδίασε το Big Muff, που είχε τη δυνατότητα να παράγει πιο ήπιους ήχους παραμόρφωσης.
      Στο μεταξύ η Maestro, ιδιοκτησία της Chicago Music Industries, στην οποία άνηκε και η Gibson, συνέχισε να παράγει το αυθεντικό Fuzz-Tone ενώ ταυτόχρονα κυκλοφορούσε την εκδοχή της του wah pedal και άλλες συσκευές όπως το Ring Modulator, που είχε σχεδιάσει για την εταιρεία ο Tom Oberheim.  Ο Oberheim την ίδια εποχή στην προσπάθειά του να κατασκευάσει μια συσκευή που να μιμείται το ηχητικό αποτέλεσμα μιας καμπίνας Leslie με περιστρεφόμενο μεγάφωνο, κατέληξε στην κατασκευή του πρώτου πεταλιού phase shifter, του Maestro PS-1. 
       
      Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ήταν πλέον μόδα η χρήση των πρωτοποριακών πεταλιών από τους περισσότερους κιθαρίστες. Το 1972 ο απόφοιτος του ΜΙΤ Mike Beigel συνεργάστηκε με τον αρχιμηχανικό του τμήματος ηλεκτρονικών της Guild με σκοπό την κατασκευή ενός πεταλιού που θα βασιζόταν σε κάποια πειράματα του Beigel πάνω στους ήχους του synthesizer. Δημιούργησαν την εταιρεία Musictronics και κατασκεύασαν το Mu-tron III, ένα envelope filter που παρήγαγε ήχους παρόμοιους με αυτούς των synthesizers.
       
      Ταυτόχρονα ο Keith Barr και ο Terry Sherwood, ιδιοκτήτες ενός μικρού καταστήματος ηχητικών συστημάτων, παρατήρησαν πόσο χαμηλό κόστος έχει η κατασκευή ορισμένων πεταλιών όπως το Maestro PS-1 και θεώρησαν πως μπορούν να δημιουργήσουν τα δικά τους εφέ τα οποία θα ήταν πιο αξιόπιστα και θα ακούγονταν καλύτερα. Έτσι ξεκίνησε η ιστορία της MXR, τα εφέ της οποίας μέχρι σήμερα παραμένουν κορυφαία για την ποιότητα κατασκευής τους και την εργονομία τους.

      Το 1974 στην Ιαπωνία η Ibanez συνεργάστηκε με τη Maxon για την κατασκευή πεταλιών.  Η πρώτη δημιουργία τους ήταν ένας κλώνος του επιτυχημένου Phaser της MXR  και κάποιες άλλες υλοποιήσεις που δεν έγιναν πολύ δημοφιλείς. Η κατάσταση διαμορφώθηκε διαφορετικά όταν το 1979 παρήγαγαν το πασίγνωστο Ibanez Tubescreamer TS-808 και λίγο αργότερα το TS-9 , το οποίο αποτέλεσε το αγαπημένο πετάλι του Stevie Ray Vaughan.
       
       
      Στο μεταξύ, από το 1972 η επίσης ιαπωνική Roland είχε παρουσιάσει το Space echo, μια εφεύρεση του Ikutaro Kakehashi. Η λειτουργία του ήταν επαναστατική : κατέγραφε σε μαγνητοταινία το εισερχόμενο σήμα, αμέσως το αναπαρήγαγε και στη συνέχεια το διέγραφε για να ηχογραφηθεί το επόμενο σήμα. Το echo και παραλλαγές του μπορούσαν πλέον να αποτελούν μέρος του εξοπλισμού ενός μουσικού. Το 1976 αποφασίστηκε διαχωρισμός  του τμήματος εφέ της Roland με στόχο την ανάπτυξη μιας εταιρείας που θα δραστηριοποιούταν αποκλειστικά στην ανάπτυξη  μονάδων εφέ. Η Boss εισήλθε δυναμικά στην αγορά πεταλιών με την κυκλοφορία του CE-1 Chorus Pedal, του πρώτου πεταλιού chorus που παράχθηκε. Το 1977 κυκλοφόρησε τρία πετάλια : το OD-1 overdrive , το PH-1 Phaser και το SP-1 Spectrum,  που αποτελούν τα πρώτα μιας ιδιαίτερα δημοφιλούς σειράς περισσότερων από 50 πεταλιών που κατασκεύασε στα επόμενα 20 χρόνια. Οι κατασκευές της χαρακτηρίζονται για την πρωτοποριακή τους φιλοσοφία και πρακτικότητα και σύντομα κατέκτησε κυρίαρχη θέση στην παγκόσμια αγορά.
       
      Για λόγους πληρότητας αξίζει να σημειωθεί ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των μονάδων εφέ που αναφέρονται δεν αποτελούν σήμερα μουσειακά εκθέματα αλλά χρησιμοποιούνται από τους σύγχρονους κιθαρίστες κατά κόρον. Η τεχνολογική εξέλιξη στις εφαρμογές ήχου δεν έχει καταφέρει να διαφοροποιήσει τις ηχητικές προτιμήσεις των κιθαριστών , μάλιστα γίνεται προσπάθεια ώστε τα σύγχρονα τεχνικά μέσα να μπορέσουν να προσομοιώσουν αυτούς τους ήχους μέσω της ψηφιακής επεξεργασίας σήματος.

      Kυρίαρχη πηγή άντλησης πληροφοριών για αυτό το άρθρο αποτέλεσε μια σειιρά από άρθρα που είχε δημοσιεύσει παλιότερα ο Steve Matonti στο thestompbox.net
      Eπίσης χρησιμοποιήθηκαν αναφορές από το βιβλίο του Michael Ross Getting great sounds.
       
       

×
×
  • Δημοσιεύστε κάτι...

Τα cookies

Τοποθετήθηκαν cookies στην συσκευή σας για να είναι πιο εύκολη η περιήγηση στην σελίδα. Μπορείτε να τα ρυθμίσετε, διαφορετικά θεωρούμε πως είναι OK να συνεχίσετε. Πολιτική απορρήτου