Προς το περιεχόμενο
  • Τι έχει κάνει η νευροεπιστήμη για την μουσική ως τώρα;


    parasvag
     
    Εισαγωγή: Ένα μικρό αρθράκι – ανασκόπηση από μερικές επιστημονικές έρευνες που αφορούν την μουσική και τους μουσικούς.

    Πρίν ξεκινήσω θέλω να τονίσω ότι επ’ ουδενί το παρόν δεν μπορεί να αποτελέσει ολοκληρωμένη ανασκόπηση και αυτά που θα αναφέρω φιλτράρονται από εμένα ως προς την σημαντικότητα και το «μουσικό» ενδιαφέρον.

    Τι έχει κάνει η νευροεπιστήμη για την μουσική ως τώρα;

    Εδώ και μερικά χρόνια ασχολούμαι με τον συγκεκριμένο κλάδο της νευροεπιστήμης. Ο προσωπικός μου διχασμός μεταξύ της μουσικής και της ψυχολογικής μου φύσης με τράβηξε στον δρόμο αυτό. Σκέφτηκα λοιπόν, μετά την παρότρυνση ενός φίλου, να κάνω ένα μικρό αρθράκι – ανασκόπηση από μερικές επιστημονικές έρευνες που αφορούν την μουσική και τους μουσικούς. Πρίν ξεκινήσω θέλω να τονίσω ότι επ’ ουδενί το παρών δεν μπορεί να αποτελέσει ολοκληρωμένη ανασκόπηση και αυτά που θα αναφέρω φιλτράρονται από εμένα ως προς την σημαντικότητα και το «μουσικό» ενδιαφέρον.
    Η μελέτη της μουσικής ως γνωστικής λειτουργίας τέθηκε υπο μελέτη αρκετά νωρίς: ήδη από το 1874 όταν ο Δαρβίνος τόνισε το γεγονός ότι κάτι ιδιαίτερο πρέπει να έχει η μουσική για να αποτελεί μια από τις λίγες (2;) αποκλειστικά ανθρώπινες ιδιότητες. Λίγο αργότερα, το 1905 ο Bonvicini προσπάθησε να παρουσιάσει ένα μοντέλο για την αντίληψη της μουσικής από το ανθρώπινο μυαλό (όχι εγκέφαλο), αλλά σύντομα ξεχάστηκε. Η επιστήμη δεν ήταν ακόμη έτοιμη για να μελετήσει τόσο αφηρημένες νοητικές δραστηριότητες.
    Η μελέτη της μουσικής σαν νοητική δραστηριότητα έκανε ξανά την εμφάνισή της δειλά την δεκαετία του 1980 από μερικούς επιστήμονες που ήταν και μουσικοί και υποστήριξαν με θέρμη την αξία της μελέτης της αντίληψης της μουσικής. Έτσι σιγά, σιγά αναγνωρίστηκε ως σημαντικό αντικείμενο μελέτης στην νευροεπιστήμη και στερεώθηκε στο προσκήνιο (εκτός Ελλάδας βέβαια).
    Σήμερα, περίπου 30 χρόνια μετά την αναβίωση της μελέτης της μουσικής αντίληψης μπορούμε να πούμε ότι η νευροεπιστήμη δεν έχει κάνει σχεδόν τίποτα για την μουσική ακόμα. Όλες οι σχετικές μελέτες είναι στα σπάργανα αγγίζοντας ακροθιγώς μόνο κάποια πιο μουσικά ζητήματα, ενώ κατά τα άλλα μένουν στο εύκολο και προσφιλές πεδίο της ακουστικής. Πρέπει εδώ να τονιστεί ότι η ακουστική είναι η μελέτη του πως ακούμε (λειτουργία του έσω αυτιού κτλ) ενώ ως νευροεπιστήμη αναφέρεται η μελέτη της λειτουργίας του εγκεφάλου ή του μυαλού (software ή hardware). Ωστόσο, μια σειρά από μελέτες έχουν προσφέρει κάτι στην κατανόηση του πως γίνεται και ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται την μουσική, εκφράζει συναισθήματα μέσα από αυτήν αλλά και συγκινείται, κινητοποιείται, φαντάζεται, αναπολεί.

    Όλοι είμαστε μουσικοί… εκτός απο...

    Εξειδικεύοντας λοιπόν την αφήγηση θα προχωρήσω στην πρώτη (όχι ιστορικά) μεγάλη ανακάλυψη: όλοι οι άνθρωποι είναι «έμπειροι» στην ακρόαση της μουσικής (Bigand & Poulin – Charronnat, 2006)! Δεν κάνω πλάκα, είναι σημαντικό, γιατί παρακινεί την επιστημονική κοινότητα να σκεφτεί πιο «μουσικά» και με λιγότερα στεγανά. Ήρθε λοιπόν αυτή η εργασία να μας πεί ότι μέσω της «στατιστικής μάθησης» (αυτόνομη διαδικασία απόδοσης νοήματος σε σύνθετα ερεθίσματα κατά την έκθεσή μας σε αυτά) όλοι έχουν αναπτύξει και εσωτερικοποιήσει κανόνες που αφορούν την αρμονία, την αντίστιξη, την «καλή μορφή», το συναισθηματικό σημαίνων, αλλά και την μορφολογία της μουσικής! Αυτά λοιπόν δεν χρειάζεται να διδαχθούν για να γίνουν κτήμα κάθε ανθρώπου, εκμαιεύονται αυτόματα και η μορφοποίηση των κανόνων επιτυγχάνεται ήδη από την ηλικία των 7 χρονών (αν και με νέα ακούσματα διευρύνεται συνεχώς). Η διαδικασία της διδασκαλίας χρειάζεται για να τα φέρει στην κατάσταση της έκδηλης γνώσης (γνώση για την οποία μπορείς να μιλήσεις) αλλά άδηλα υπάρχουν σε όλους μας.
    Δεν ήταν όμως η πλήρης αλήθεια: δεν είμαστε όλοι μουσικά έμπειροι. Υπάρχει μια ομάδα συνανθρώπων μας που είτε εκ γενετής, είτε επίκτητα, δεν έχουν την δυνατότητα να οργανώσουν τους ήχους που ακούνε σε αυτό που λέμε μουσική (Peretz, 2001). Η εκ γενετής αμουσία (Ayotte et al., 2002) αφορά περίπου το 2 – 4 % του γενικού πληθυσμού (Sloboda et al., 2005) και θα λέγαμε ότι είναι το αντίστοιχο της δυσλεξίας στην γλώσσα. Ο άμουσος δεν είναι απλά παράφωνος. Συνήθως δεν μπορεί να αναγνωρίσει μουσικά κομμάτια αν δεν έχουν στίχους (ακόμα και κομμάτια όπως τον εθνικό ύμνο ή το «να ζήσεις… και χρόνια πολλά»), δεν μπορεί να συγχρονιστεί με το tempo, δεν αναγνωρίζει διαφορές σε μελωδίες και όταν προσπαθεί να τραγουδήσει, δεν καταλαβαίνει ο ίδιος ότι είναι παράφωνος – αν και συνήθως το ξέρει (του το έχουν πεί πολλοί). Η εκ γενετής αμουσία αρχικά πιστεύονταν ότι αφορά μόνο τα μελωδικά χαρακτηριστικά και όχι τον ρυθμό ή την αντίληψη του μέτρου. Ωστόσο, πολύ πρόσφατα μια εργασία έδειξε ότι απλά η μέχρι τώρα μελέτη με τα απλά μέτρα των δημοφιλών δυτικών μουσικών (3/4 και 4/4) δεν μπορούσε να δείξει τις σχετικές αδυναμίες. Αντίθετα η χρήση σύνθετων και μεικτών μέτρων (πχ ζεϊμπέκικο) ήταν πιο ευαίσθητη στο να δείξει την σχετική δυσκολία αναγνώρισης του μέτρου (Paraskevopoulos, 2010).  Για τον ρυθμό ακόμα δεν έχει επιβεβαιωθεί κάποια μορφή εκ γενετής αμουσίας. {Θα μου ήταν πολύ ευχάριστο αν γνωρίζετε κανέναν που εμπίπτει στην περιγραφή και θα ήθελε να πάρει μέρος σε μια σχετική μελέτη, να επικοινωνήσετε μαζί μου - pm}.
    Η επίκτητη αμουσία ήταν γνωστή από λίγο παλιότερα. Πρόκειται για περιπτώσεις ανθρώπων που ενώ δεν είχαν κάποια δυσκολία στην αντίληψη της μουσικής ποτέ στην ζωή τους, έπειτα από κάποιο εγκεφαλικό, κρανιοεγκεφαλική κάκωση ή κάποια άλλη ατυχία της ζωής τους, έχασαν την δυνατότητα να αντιλαμβάνονται μια πολύ συγκεκριμένη ιδιότητα της μουσικής. Ακόμα και συνθέτες ή επαγγελματίες μουσικοί που έπειτα από ένα εγκεφαλικό ενώ δεν είχαν καμία άλλη διαταραχή δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν πχ ακόμα και τα κομμάτια που είχαν γράψει οι ίδιοι (βλάβη στην μουσική μνήμη) αλλά μπορούσαν να διαβάσουν παρτιτούρα ή ακόμα και να διδάξουν σύνθεση! Οι περιπτώσεις ήταν πολλές και η επιλεκτικότητα της διαταραχής κάθε περίπτωσης (πχ διαταραχή στην αντίληψη των διαστημάτων αλλά όχι του περιγράμματος της μελωδίας ή του ρυθμού) οδήγησε στην δημιουργία ενός μοντέλου για την αντίληψη της μουσικής από το μυαλό, βασισμένο σε αυτές τις περιπτώσεις. Η βασική ιδέα πίσω από αυτό το μοντέλο είναι ότι αν μπορεί μια λειτουργία να διαταράσσεται ενώ μια άλλη μένει ανέπαφη και το αντίθετο, αυτές αποτελούνε ξεχωριστές νοητικές λειτουργίες. Μια συστηματική περιγραφή όλων των περιπτώσεων οδήγησε στο παρακάτω σχήμα νοητικών λειτουργιών σχετικών με την μουσική αντίληψη [σχήμα 1] (Peretz & Coltheart, 2003). Πρέπει να τονιστεί εδώ ότι δεν πρόκειται για κάποια «μοναδική» αλήθεια, αλλά για ένα μοντέλο που καλείται να ανανεώνεται συνεχώς με βάση τα νέα ερευνητικά δεδομένα. Ωστόσο αποτελεί το μοναδικό μοντέλο που προέρχεται από ενδελεχή μελέτη της γνωστικής νευροψυχολογίας της μουσικής σήμερα, και γι’ αυτό ακολουθείται από το μεγαλύτερο μέρος της επιστημονικής κοινότητας που ασχολείται με το θέμα. Φιλοδοξεί να περιγράψει το πώς ακούμε μουσική και σε ποια μέρη διαχωρίζουμε το «όλο» της μουσικής ακρόασης προκειμένου να το επεξεργαστούμε και να χτίσουμε πάνω σε αυτή την επεξεργασία μια ολοκληρωμένη μουσική εμπειρία.

     http://www.noiz.gr/articles/8650_30_03_11_7_35_09.png

    Αυτά τα ολίγα για σήμερα. Σε περίπτωση που υπάρχει ενδιαφέρον μπορούν να ακολουθήσουν και πιο λεπτομερή άρθρα, ή άρθρα που αφορούν άλλες πτυχές της νευροεπιστήμης της μουσικής (απλά νομίζω ότι για πρώτη φορά είναι αρκετά).
     
    Ημ/νία: 21:35 - 30/03/11

    Feedback χρήστη

    Πρόταση

    Δεν υπάρχουν σχόλια.



    Δημιουργήστε λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε

    Πρέπει να είστε μέλος για να αφήσετε σχόλιο

    Δημιουργήστε λογαριασμό

    Γραφτείτε στην παρέα μας. Είναι εύκολο!

    Δημιουργία λογαριασμού

    Σύνδεση

    Έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.

    Σύνδεση

×
×
  • Δημοσιεύστε κάτι...

Τα cookies

Τοποθετήθηκαν cookies στην συσκευή σας για να είναι πιο εύκολη η περιήγηση στην σελίδα. Μπορείτε να τα ρυθμίσετε, διαφορετικά θεωρούμε πως είναι OK να συνεχίσετε. Πολιτική απορρήτου