Τι έχει κάνει η νευροεπιστήμη για την μουσική ως τώρα; – ΙΙ
Στην προηγούμενη «συνάντηση» μας, συζητήσαμε για την αμουσία (επίκτητη και εκ γενετής) και για το μοντέλο αντίληψης της μουσικής της Peretz (Peretz, 2001; Peretz & Coltheart, 2003) που προέκυψε από την μελέτη περιπτώσεων επίκτητης αμουσίας. Αυτό αποτελεί κατά την γνώμη μου και την πιο ολοκληρωμένα «μουσική» προσφορά της νευροεπιστήμης ως τώρα. Επομένως, τα ζητήματα που θα ακολουθήσουν θα είναι πιο εξειδικευμένα. Θέλω να επαναλάβω ότι στόχος των συναντήσεων μας δεν είναι η ενδελεχής αναφορά όλου του πεδίου αλλά μόνο ζητήματα που έχουν κεντρίσει το προσωπικό μου ενδιαφέρον και νομίζω ότι θα κεντρίσουν και το ενδιαφέρον του κοινού του NOIZ.
Η μουσική εκπαίδευση.
Από την αρχή της μελέτης της μουσικής σημαντικό κομμάτι ερευνών στάθηκε στην μουσική εκπαίδευση. Στόχος των μελετών αυτών είναι η μοντελοποίηση των αλλαγών που προκύπτουν από την εκπαίδευση σε επίπεδο πλαστικότητας του εγκεφάλου (αλλαγής του hardware δηλαδή) αλλά και σε επίπεδο νόησης (software – στρατηγικών επεξεργασίας του ήχου) (Münte, Altenmüller, & Jäncke, 2002). Στο σημείο αυτό είναι καλό να τονίσουμε ότι ο εγκέφαλος – και κατ’ επέκταση και το μυαλό – αποτελούν δυναμικά κομμάτια του σώματος μας που αλλάζουν συνεχώς για να ανταπεξέλθουν στο εναλλασσόμενο περιβάλλον μας. Η παλιά ιδέα ότι ο εγκέφαλος αναπτύσσεται μέχρι την εφηβεία και μετά απλά «γηράσκει» έχει καταρρεύσει προ πολλού στον χώρο της νευροεπιστήμης (…δεν αντέχω να μην πω ότι το ίδιο ισχύει και για τον μύθο του ότι χρησιμοποιούμε το 10% του εγκεφάλου μας – απλά όταν βγήκε το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο καταλάβαμε τι κάνει το υπόλοιπο 90%...). Αναγνωρίστηκε λοιπόν, από μερικούς πρωτοπόρους του πεδίου η αξία της μελέτης της μουσικής εκπαίδευσης από νευροεπιστημονική πλευρά (Pantev et al., 1998). Ο βασικός λόγος είναι ότι η μουσική αποτελεί ένα βασικό στοιχείο επικοινωνίας στο οποίο συμμετέχουμε όλοι, και όλοι καταλαβαίνουμε (θυμηθείτε την σχετική συζήτηση στο προηγούμενο αρθράκι) όπως και η γλώσσα. Ενώ όμως για την χρήση της γλώσσας όλος ο πληθυσμός έχει εκπαιδευτεί (έστω για προφορική χρήση) και έτσι δεν μπορούμε να δούμε πως θα ήταν ο άνθρωπος χωρίς γλώσσα, στην μουσική αυτό είναι διαδεδομένο. Φάνηκε λοιπόν ότι η μελέτη της μουσικής εκπαίδευσης μπορεί να μας προσφέρει πολλές γνώσεις για το πώς αλλάζει και εκπαιδεύεται ο εγκέφαλος μας γενικότερα. Η αναγνώριση της προσφοράς αυτής έφτασε σε σημείο ένας πολύ γνωστός νευροεπιστήμονας (Zatorre, 2005) να δηλώσει ότι η μουσική είναι η τροφή της νευροεπιστήμης.
Οι πρώτες μελέτες εστίασαν στις διαφορές μουσικών και μη μουσικών στην επεξεργασία ακουστικών ερεθισμάτων (Kraus & Chandrasekaran, 2010), δείχνοντας ότι οι μουσικοί αφιερώνουν μεγαλύτερο κομμάτι του ακουστικού φλοιού, αλλά και ακολουθούν διαφορετικούς εγκεφαλικούς διαδρόμους για την επεξεργασία της μουσικής. Αυτές οι μελέτες ονομάζονται μελέτες συσχέτισης, αλλά έχουν ένα ελάττωμα: ενώ η μεθοδολογία αποτελεί μια πολύ λογική πρώτη σκέψη, δεν εξηγεί αν η εκπαίδευση άλλαξε τον εγκέφαλο των μουσικών ή αν επειδή ο εγκέφαλός τους ήταν διαφορετικός τα άτομα αυτά στράφηκαν στην μουσική (η συσχέτιση δεν δείχνει αιτιότητα). Έτσι τελευταία διαδόθηκε και η βραχύχρονη μουσική εκπαίδευση μέσα στο νευροεπιστημονικό «εργαστήριο» με μετρήσεις πριν και μετά, προκειμένου να φανεί η αιτία και όχι η συσχέτιση. Ας δούμε λοιπόν μερικά από τα ευρήματα των ερευνών αυτών:
Η κρίσιμη ηλικία
Μία σειρά από μελέτες συσχέτισης ερευνώντας διαφορετικές πλευρές της επεξεργασίας της μουσικής έχουν δείξει ότι η κρίσιμη ηλικία έναρξης της μουσικής εκπαίδευσης είναι τα 7 – 9 χρόνια. Σε αυτήν την χρονική περίοδο είναι που συμβαίνουν πιθανότατα οι περισσότερες και βαθύτερες αλλαγές. Αναλυτικότερα, μια μελέτη που συσχέτισε το μέγεθος του ακουστικού φλοιού που ασχολείται με την ακρόαση ήχων (πιάνου ή ημιτονοειδούς ηχοχρώματος) φανέρωσε ότι οι μουσικοί δραστηριοποιούν μεγαλύτερο κομμάτι του ακουστικού φλοιού (ή πιο έντονα το ίδιο) στην ακρόαση των τόνων του πιάνου. Ακόμη, το πόσο μεγαλύτερο είναι αυτό το κομμάτι συσχετίζεται με την ηλικία έναρξης της μουσικής εκπαίδευσης βάζοντας το κατώφλι στην ηλικία των 9 ετών (Pantev et al., 1998). Μια άλλη μελέτη που σύγκρινε την δομή του ακουστικού φλοιού των μουσικών με απόλυτο αυτί με αυτή των μουσικών χωρίς απόλυτο αυτί, διέκρινε 2 χαρακτηριστικά που μπορούσαν να διακρίνουν τα άτομα: α) το μέγεθος του οπίσθιου τμήματος του ακουστικού φλοιού και β) την ηλικία έναρξης της μουσικής εκπαίδευσης με κρίσιμη ηλικία τα 7 χρόνια (Keenan, et al., 2001; Baharloo, et al., 1998). Στο σημείο αυτό είναι καλό να τονίσουμε ότι η συζήτηση για το απόλυτο αυτί και τον ρόλο της εκπαίδευσης ή της προδιάθεσης συνεχίζεται χωρίς καταληκτικά δεδομένα (Bermudez & Zatorre, 2009). Ακόμη, μια διαχρονική μελέτη των Norton et al., (2005) δείχνει ότι η έναρξη της μουσικής εκπαίδευσης από την ηλικία των 7 ετών οδηγεί σε μεγαλύτερες δομικές αλλαγές τόσο στον ακουστικό φλοιό όσο και στον κινητικό, σε σχέση με παιδιά που ξεκίνησαν αργότερα. Δομικές αλλαγές έχουν βρεθεί και στην παρεγκεφαλίδα, στον πρόσθιο φλοιό και στο corpus callosum, την δομή που συνδέει τα 2 ημισφαίρια του εγκεφάλου (Shlaug, 2003)
Γενίκευση
Γιατί οι αλλαγές αυτές είναι σημαντικές; Μα γιατί ο εγκέφαλος είναι σαν έναν μυ. Όταν τον γυμνάζεις (πχ σηκώνεις βαράκια) δεν μαθαίνει να κάνει μόνο αυτό που κάνεις στην εξάσκηση (μόνο να σηκώνει βαράκια) αλλά να σηκώνει και όποιο άλλο βάρος του ζητηθεί. Έτσι και ο εγκέφαλος γενικεύει τις αλλαγές και επεξεργάζεται δυνατότερα όλα τα ερεθίσματα που σχετίζονται με τις λειτουργίες αυτές. Έχει βρεθεί λοιπόν ότι οι μουσικοί μαθαίνουν πιο εύκολα τους ήχους μιας ξένης γλώσσας (Wong et al., 2007), έχουν μεγαλύτερο λεξιλόγιο και στην μητρική τους γλώσσα (Forgeard et al., 2008), καλύτερη ικανότητα ανάγνωσης (Overy, 2003), καλύτερη ικανότητα να ξεχωρίζουν τον ήχο που θέλουν σε ένα θορυβώδες περιβάλλον (Chandrasekaran, & Kraus, 2010), ανώτερη επίδοση σε έργα βραχύχρονης μνήμης (περισσότερη RAM για να καταλαβαινόμαστε) (Parbery-Clark, et al., 2009), καλύτερη αναγνώριση των ακολουθιών (patterns) που χτίζουν το ακουστικό μας περιβάλλον (Herholtz, et al., 2009), καλύτερη ικανότητα ολοκλήρωσης των οπτικοακουστικών ερεθισμάτων (Lappe et al., 2009) καλύτερη ικανότητα να συγκέντρωσης και διατήρησης της προσοχής (Strait, et al., 2010) και δυνατότερη επεξεργασία όλων των ακουστικών σημάτων που έχουν συναισθηματικό νόημα (όπως το κλάμα ενός παιδιού) (Strait, et al., 2009). Πάω στοίχημα και ότι για τους μουσικούς (ίσως πέρα από τους κρουστούς) είναι πιο εύκολο να μάθουν τυφλό σύστημα στο πληκτρολόγιο απ’ ότι για τους υπόλοιπους (αυτό δεν έχει ερευνηθεί – και δεν νομίζω ότι έχει και πολύ νόημα εδώ που τα λέμε).
Εκπαιδευτικές προεκτάσεις
Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν την αξία της μουσικής εκπαίδευσης στην καλύτερη ανάπτυξη του παιδιού αλλά και στην δυνατότητα προσαρμοστικότητας στο περιβάλλον. Στο σημείο αυτό είναι καλό να αναρωτηθούμε: αφού η μουσική εκπαίδευση προσφέρει τόσα πολλά, γιατί είναι παρατημένη από το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα (και όχι μόνο); Γιατί σαν μουσική διδάσκεται μόνο η ιστορία της μουσικής και όχι η ίδια; Γιατί δεν ξεκινάει από την ηλικία που δείχνουν οι μελέτες ότι πραγματικά μπορεί να βοηθήσει; Και γιατί είναι το πρώτο μάθημα που χάνεται αν πρέπει να αναπληρωθούν ώρες στο σχολείο; Σκεφτείτε απλά πόσο θορυβώδες χώρος είναι μια τάξη… η ικανότητα να ξεχωρίσεις μέσα σε αυτό τον θόρυβο την πηγή που σε ενδιαφέρει είναι σημαντικό προσόν στα σχολικά χρόνια…
Ημ/νία: 22:01 - 21/05/11
|
Πρόταση
Δεν υπάρχουν σχόλια.
Δημιουργήστε λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε
Πρέπει να είστε μέλος για να αφήσετε σχόλιο
Δημιουργήστε λογαριασμό
Γραφτείτε στην παρέα μας. Είναι εύκολο!
Δημιουργία λογαριασμούΣύνδεση
Έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.
Σύνδεση