Ημ/νία: 14:10 - 05/08/09 |
Εισαγωγή: Τα μικρόφωνα είναι ίσως το πιο βασικό στάδιο κάτα την μετάβαση από την φυσική ηχητική πηγή σε (ψηφιακή;) πληροφορία, στο σύγχρονο recording chain, ή μάλλον έτσι ήταν πάντα. Ακολουθεί μια (κάπως υπεραπλουστευμένη) στενότερη γνωριμία με τα μικρόφωνα και τις ιδιαιτερότητες τους. |
Το μικρόφωνο είναι ένας από τους πιο βασικούς κρίκους στο σύγχρονο recording chain (άν όχι ο πιο βασικός) και σε συνδυασμό με την αλληλεπίδραση του χώρου και του τρόπου τοποθέτησης του ένας από τους πιο καθοριστικούς παράγωντες για το ηχητικό αποτέλεσμα. Η δουλειά του μικροφώνου είναι να μετατρέψει την πίεση του αέρα (ηχητικά κύματα) σε ηλεκτρικό ρεύμα και αυτό επιτυγχάνεται με αρκετούς διαφορετικούς τρόπους – σχεδιάσεις που καθορίζουν και τον τύπο του μικροφώνου. Έτσι σήμερα υπάρχουν πυκνωτικά μικρόφωνα, δυναμικά μικρόφωνα και μικρόφωνα ταινίας (ribbon) καθώς και κάποιες ακόμη λιγότερο διαδεδομένες σχεδιάσεις (electret,PZM). Από εκεί και πέρα υπάρχει και ένα ενισχυτικό κύκλωμα το οποίο καλείται να ενισχύσει σε αρχικό στάδιο το σήμα ωστε να είναι δυνατή η έξοδος από το μικρόφωνο στο κατάλληλο level & S/N ratio. Και σε αυτό το στάδιο υπάρχουν πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις είτε μιλάμε για κυκλώματα λυχνίας, τραντζίστορ, FET αλλά και σε ότι αφορά το ballancing stage της εξόδου (transformer, transformrless). Οι διαφορετικές αυτές προσεγγίσεις τόσο στο προενισχυτικό τμήμα ενός μικροφώνου όσο και στην έξοδο του παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην ηχητική του συμπεριφορά. Όλες όμως αυτές οι σχεδιάσεις έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά τα μεγέθη των οποίων καθορίζουν την λειτουργία, την αποτελεσματικότητα και την ιδιαίτερη ηχητική συμπεριφορά τους: Κατευθυντικότητα / πολικό διάγραμμα Ο τρόπος με τον οποίο κάθε μικρόφωνο αντιλαμβάνεται τα ηχητικά κύματα ανάλογα με την διεύθυνση τους. Η ευαισθησία δηλαδή του κάθε μικροφώνου, σε ότι αφορά την ένταση αλλά και την συχνοτική απόκριση, με την οποία προσλαμβάνει τον ήχο σε σχέση με την θεση και διεύθηνση της πηγής του στον χώρο . Έτσι έχουμε μικρόφωνα με πολικά διαγράμματα καρδιοειδή, υπερκαρδιοειδή, παν-κατευθηντικά (omni) ή figure 8. Τα ιδιαίτερα αυτά χαρακτηριστικά καθορίζουν πολλές φορές και την χρήση κάθε μικροφώνου και φυσικά τον τρόπο τοποθέτησης του σε σχέση με την ηχητική πηγή. Κάποια μικρόφωνα έχουν από την κατασκευή τους ένα συγκεκριμένο πολικό διάγραμμα (πχ τα μικρόφωνα ταινίας είναι figure 8 ) ενώ κάποια άλλα έχουν δυνατότητα επιλογής μεταξύ διαφορετικών (και σε κάποιες περιπτώσεις και ενδιάμεσες θέσεις – συνδυασμούς). Στην πραγματικότητα τα περισσότερα multipattern μικρόφωνα (για την ακρίβεια τα πυκνωτικά) αποτελούντε ουσιαστικά από 2 ξεχωριστά διαφράγματα των οποίων ο συνδυασμός της χρήσης (μέσω του ελέγχου της τροφοδοσίας) μας δίνει τα διαφορετικά πολικά διαγράμματα. Αντίθετα στα μικρόφωνα μονού διαφράγματος, η διαφοροποίηση του πολικού διαγράμματος επιτυγχάνεται μηχανικάμέσω της κατασκευής του θόλου που φιλοξενςί την κάψα. Η συχνοτική απόκριση ενός μικροφώνου μεταβάλεται ανάμεσα στα πολικά διαγράμματα αλλά μεταβάλεται και μέσα στο ίδιο πολικό διάγραμμα ανάλογα με την γωνία με την οποία προσπίπτουν τα ηχητικά κύματα (σε σχέση με την πηγή). Αντοχή στην πίεση του αέρα / max SPL Εδώ βέβαια μιλάμε για την ένταση στην οποία αντέχουν τα μικρόφωνα πριν παραμορφώσουν, χαρακτηριστικό που επίσης καθορίζει ή καλύτερα περιορίζει τον τρόπο χρήσης τους. Κάποιες σχεδιάσεις είναι πιο κατάλληλες για πολύ “δυνατές” ηχητικές πηγές ειδικά σε τεχνικές κοντινής τοποθέτησης ακριβώς γιατί απλά μπορούν να “αντέξουν” την υψηλή πίεση των ηχητικών κυμάτων καλύτερα σε σχέση με κάποιες άλλες. Η αντοχή στην πίεση του αέρα μπορεί να αυξάνεται από την ύπαρξη ενός κυκλώματος pad . Έχει όμως μεγάλη σημασία σε ποιό σημείο βρίσκεται αυτό, δηλαδή αν βρίσκεται αμέσως μετά την κάψα (και έτσι μπορούμε να αποφύγουμε την υπεροδήγηση του προενισχυτικού τμήματος του μικροφώνου) ή στην έξοδο (όπου απλά αποφεύγουμε την υπεροδήγηση της εισόδουπου ακολουθεί). Ευαισθησία Όταν λέμε ευαισθησία ενός μικροφώνου εννοούμε το πόσο καλά μπορεί να μετατρέψει σε ηλεκτρικό ρεύμα εξαιρετικά ήσυχες ηχητικές πηγές. Δηλαδή στην ουσία την ελάχιστη πίεση αέρα που απαιτείται για να εμφανιστεί σήμα (ρεύμα) στην έξοδο. Noise Floor / S/N ratio Το προενισχυτικό τμήμα ενός μικροφώνου έχει τον δικό του “θόρυβο” ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να είναι καθοριστικός για την (μη) επιλογή του.....κάποιες υλοποιήσεις είναι από τη φύση τους πιο θορυβώδεις (μικρόφωνα λυχνίας) ενώ πολλές είναι επιρεπείς σε θορυβώδεις παρεμβολές (RFI, P48V). Όπως είναι λογικό η αντοχή στην πίεση, η ευαισθησία και ο θόρυβος είναι αλληλένδετα μεταξύ τους και καθορίζουν ουσιαστικά την ποιότητα ενός μικροφώνου αλλά και τις δυνατότητες του. Δηλαδή ένα μικρόφωνο με υψηλό θόρυβο και χαμηλή ευαισθησία δεν είναι καλή επιλογή για “ήσυχες” πηγές ενώ σε γενικές γραμμές, ένα μικρόφωνο γενικής χρήσης θα πρέπει να είναι “ήσυχο”,ιδιαίτερα ευαίσθητο και με αντοχή σε υψηλά spl. Αντίσταση εξόδου Η Ωμική αντίσταση στην έξοδο ενός μικροφώνου θα επηρεάσει το matching με το mic preamp που ακολουθεί και κατ'επέκταση την στάθμη αλλά και την χροιά του σήματος στο στάδιο της ενίσχυσης σε line level. Ακριβώς για αυτό τον λόγο είναι ένα σημαντικό σημείο της όλης σχεδίασης ειδικά σε πιο ιδιότροπα μικρόφωνα όπως είναι τα μικρόφωνα ταινίας. Συχνοτική απόκριση Εδώ είναι απλά τα πράγματα....μιλάμε βέβαια για την απόκριση του μικροφώνου στο ακουστό συχνοτικό φάσμα. Θα πρέπει να καταλάβουμε (και να έχουμε υπ'όψην όταν κοιταζουμε τα “χαρτιά” ενός μικροφώνου) πως η συχνοτικήαπόκριση μεταβάλεται δραστικότατα τόσο με την μεταβολή του πολικού διαγράμματος όσο και με την μεταβολή της γωνίας πρόσκρουσης των ηχητικών κυμάτων. Έτσι ένα μικρόφωνο που έχει τονισμένη την περιοχή μεταξύ 1.5Κ με 6Κ σε καρδιοειδές διάγραμμα και με την ηχητικήπηγή απευθείας εμπρός του, αντίστοιχα τείνει να γίνει πιο flat σε omni πολικό διάγραμμα ή και να αποκτήσει ένα αισθητό dip στην ίδια περιοχή (και ακόμη περισσότερο στα χαμηλότερα μεσαία) αν ο ήχος φθάνει σε αυτό με γωνία 90 μοιρών. Με άλλα λόγια η συχνοτική απόκριση ενός μικροφώνου είναι κάτι “ρευστό” και ευμετάβλητο, ανάλογα με την τοποθέτηση του και το πολικό διάγραμμα. Παρ'όλα αυτά είναι τρομερά χρήσιμο να ξέρουμε το “σημείο εκκίνησης”. Σε γενικές γραμμές τα μικρόφωνα ανάλογα μετον τρόπο λειτουργίας τους έχουν κοινά συχνοτικά χαρακτηριστικά (πχ τα περισσότερα δυναμικά έχουν πιο περιορισμένο εύρος με ένα έντονο roll off τόσο στα ψηλά όσο και στα χαμηλά, ενώ και η ενδιάμεση απόκριση δεν είναι ομαλή με αρκετά dips & peaks) Ας δούμε λοιπόν πιο αναλυτικά τους διάφορους τύπους μικροφώνων και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Πυκνωτικά μικρόφωνα Τα πυκνωτικά μικρόφωνα παίρνουν το όνομα τους από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το κινούμενο – διάφραγμα (η μεμβράνη δηλαδή του διαφράγματος που πάλλεται από την πίεση του αέρα) τους το οποίο ουσιαστικά αποτελεί το ένα τμήμα (plate) ενός πυκνωτή με το σταθερό πίσω μέρος (backplate) να αποτελεί το άλλο. Kαθώς η πίεση του αέρα μετακινεί το διάφραγμα, αλλάζει η απόσταση ανάμεσα στα 2 τμήματα του πυκνωτή και μεταφράζεται σε ρεύμα στην έξοδο του μικροφώνου. Τα πυκνωτικά μικρόφωνα χρειάζονται βέβαια ρεύμα για να λειτουργήσουν, τόσο στην είσοδο (ο πυκνωτής) όσο και σε ένα προενισχυτικό τμήμα που θα ενισχύσει το σήμα σε χρηστικά επίπεδα. Για τον λόγο αυτό έχουν είτε δική τους αυτόνομη τροφοδοσία (κυρίως τα μικρόφωνα λυχνίας) είτε δουλεύουν με την 48 βόλτ τροφοδοσία που παρέχουν οι περισσότερες προενισχύσεις μέσω της audio καλωδίωσης. Αν κάποιος θέλει να ασχοληθεί λεπτομερέστερα θα δει ότι στην πραγματικότητα υπάρχουν διαφορετικές σχεδιάσεις σε ότι αφορά τον ακριβή τρόπο λειτουργίας αυτών των πυκνωτών , και οι οποίες καθορίζουν και την γενικότερη συχνοτική και δυναμική συμπεριφορά τους δημιουργώντας σημαντικές διαφορές και υπο-ομάδες. Παρ'όλα αυτά οι περισσότεροι τείνουν να τα εντάσουν όλα στην ίδια γενική κατηγορία. Τα πυκνωτικά μικρόφωνα σε γενικές γραμμές προσφέρουν σχετικά ομαλή και ιδιαίτερα εκτεταμένη συχνοτική απόκριση, έχουν πολλές εφαρμογές τόσο μουσικές όσο και σε μετρήσεις (λόγω ακριβώς της ακρίβειας τους στην συχνοτική απεικόνιση) είναι αρκετά έως πολύ ευαίσθητα στην πίεση και χωρίζονται σε αρκετές υποκατηγορίες είτε σε σχέση με το μέγεθος, τον τύπο καιτον αριθμό των διαφραγμάτων είτε σε σχέση με το προενισχυτικό κύκλωμα. Σε σχέση με το διάφραγμα έχουμε μικρόφωνα μικρού και μεγάλου διαφράγματος, στρογγυλού ή ελειπτικού διαφράγματος και μονού ή διπλού διαφράγματος. Σε ότι αφορά το μέγεθος και το σχήμα του διαφράγματος, θα πούμε προς το παρόν πως οι διαφορές έχουν να κάνουν κυρίως με την ευαισθησία και τον τρόπο με τον οποίο χειρίζονται τα transients, κάτι που είναι λογικό αν σκεφθούμε πως ένα μεγαλύτερο διάφραγμα χρειάζεται μεγαλύτερη πίεση για να τεθεί σε κίνηση από ένα αντίστοιχο μικρότερο ενώ βέβαια είναι και σαφέστατα πιο αργό στην κίνηση του και άρα στην διαχείριση των transients......αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε κάποιες περιπτώσεις αποτελούν πλεονέκτημα και σε κάποιες άλλες μειονέκτημα. Τα πυκνωτικά μικρόφωνα μονού διαφράγματος έχουν ένα καθορισμένο πολικό διάγραμμα (καρδιοειδές ή υπερκαρδιοειδές ) ενώ αυτά με το διπλό διάφραγμα πολλά διαφορετικά (ανάλογα με τον συνδυασμό ανάμεσα στα 2 διαφράγματα). Σε πολλά μικρόφωνα, λυχνίας κυρίως , που η επιλογή των διαγραμμάτων γίνεται στο εξωτερικό τροφοδοτικό και όχι στο σώμα του μικροφώνου υπάρχει η δυνατότητα για συνεχόμενο έλεγχο της κατευθηντικότητας (ουσιαστικά του συνδυασμού των 2 διαφραγμάτων) και όχι απλά η επιλογή ανάμεσα σε προκαθορισμένα πολλικά διαγράμματα. Υπάρχουν αρκετές διαφοροποιήσεις στην σχεδίαση του διαφράγματος και ειδικά σε ότι αφορά το backplate καθώς αυτό επηρεάζει την συμπεριφορά του αλλάζωντας την πίεση ανάμεσα στις 2 πλευρές της μεμβράνης. Αν και όπως είπα τα πυκνωτικά μικρόφωνα μπορούν να έχουν ιδιαίτερα ομαλή συχνοτική απόκριση εν τούτοις σήμερα τα περισσότερα σύγχρονα μικρόφωνα τείνουν να έχουν ιδιαίτερα τονισμένα τα υψηλά μεσαία (2 με 5Κ). Μια υποκατηγορία των πυκνωτικών μικροφώνων είναι τα electret τα οποία δεν έχουν μεν ανάγκη για τροφοδοσία στην είσοδο (χρησιμοποιούν ένα “μόνιμα” φορτισμένο κύκλωμα) έχουν όμως ανάγκη για τροφοδοσία στο προενισχυτικό τμήμα. Σε γενικές γραμμές τα πυκνωτικά μικρόφωνα είναι η κατ'εξοχήν επιλογή σε καταστάσεις όπου η λεπτομέρεια και η ευρεία συχνοτική απόκριση είναι το ζητούμενο όπως η φωνή, ακουστικά όργανα, κρουστά, ambience χώρου κλπ κλπ Δυναμικά μικρόφωνα Τα δυναμικά μικρόφωνα ή μικρόφωνα κινητού πηνίου λειτουργούν με βάση την διατάραξη ενός ηλεκτρομαγνητικού πεδίου. Χρησιμοποιούν και πάλι ένα διάφραγμα ευαίσθητο στην πίεση του αέρα το οποίο είναι συνδεδεμένο με ένα πηνίο.Όταν η πίεση του αέρα μετακινεί το διάφραγμα μεταβάλει το μαγνητικό πεδίο και εμφανίζει την ανάλογη τάση στην έξοδο. Η μεμβράνη του διαφράγματος σε ένα δυναμικό μικρόφωνο δεν είναι το ίδιο ευαίσθητη σε όλο το συχνοτικό φάσμα και γι'αυτό και τα περισσότερα δυναμικά μικρόφωνα έχουν πιο περιορισμένη συχνοτική απόκριση ή χρησιμοποιούν συνδυασμούς μεμβρανών. Στα δυναμικά μικρόφωνα είναι εξαιρετικά καθοριστική για το αποτέλεσμα η σχεδίαση του θόλου του μικροφώνου και των οπών εισόδου του αέρα καθώς η συχνοτική απόκριση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτές. Τα περισσότερα δυναμικά μικρόφωνα έχουν πολύ υψηλές αντοχές στην πίεση ενώ η μικρότερη ευαισθησία τους τα καθιστά λιγότερο επιρεπή στην ανάδραση καθιστώντας τα ιδανικά για live-stage sound. Πέρα από αυτό όμως τα δυναμικά μικρόφωνα έχουν ένα πλήθος εφαρμογών ενώ πολλά από αυτά λόγω της ιδιαίτερης συχνοτικής συμπεριφοράς τους αποτελούν κλασσικές επιλογές σε ηχογραφήσεις είτε μιλάμε για κρουστά, πνευστά αλλά ακόμη και φωνή. Είναι άπειρα τα παραδείγματα με εφαρμογές που τα δυναμικά είναι η πρώτη και σχεδόν πάντα η καλύτερη επιλογή όπως η κάσα, τα τομ,το ταμπούρο, οι ηλ.κιθάρες κλπ κλπ. Μικρόφωνα ταινίας (Ribbon) Τα μικρόφωνα ταινίας μοιάζουν αρκετά σε ότι αφορά τον τρόπο λειτουργίας με τα δυναμικά καθώς και αυτά βασίζονται στην ύπαρξη ενός μαγνητικού πεδίου. Έτσι εδώ έχουμε μια λεπτή μεταλλική ταινία η οποία “κινήται” (πάλλεται) μέσα σε ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο. Το πόσο ευαίσθητα είναι τα μικρόφωνα ταινίας και η συχνοτική τους απόκριση καθορίζεται από το πόσο “ελεύθερα” πάλλεται η μεταλική ταινία, δηλαδή από το πόσο λεπτή είναι και από το πόσο χαλαρά στηριγμένη είναι, γεγονός που τα καθιστά ιδιαίτερα ευπαθή. Λόγω τρόπου λειτουργίας τα μικρόφωνα ταινίας ουσιαστικά δεν έχουν εμπρός και πίσω πλευρά με αποτέλεσμα να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα και από τις 2 πλευρές δίνωντας μας ένα figure 8 πολικό διάγραμμα. Αυτό σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα “ηχητικά” χαρακτηριστικά τους (μεγάλη ακρίβεια στο μεσαίο συχνοτικό φάσμα) τα καθιστά ιδιαίτερα δημοφιλή σε πολλές περιπτώσεις. Μεγάλο τους μειονέκτημα η χαμηλή έξοδος και η ευπάθεια (αν και στις μοντέρνες εκδοχές αυτά τα προβλήματα έχουν σχεδόν εξαφανστεί). Σήμερα κυκλοφορούν πολλές υλοποιήσεις με ενεργό προενισχυτικό τμήμα με σαφέστατα χαμηλότερο θόρυβο και πολύ πιο δυνατή έξοδο. Αν και όπως είπα τα ribbon είναι διάσημα για την ακρίβεια και αναλυτικότητα της μεσαίας περιοχής τους αλλά και για το χαρακτηριστικό HF roll off τα τελευταία χρόνια κάνουν όλο και πιο συχνά την εμφάνιση τους σχεδιάσεις με εκτεταμένη απόκριση στο υψηλότερο φάσμα. Τα μικρόφωνα ταινίας έχουν αρκετές εφαρμογές λόγω του ιδιαίτερα μουσικού χαρακτήρα τους όπως ηλ.κιθάρες και μπάσα, τύμπανα,μικρόφωνα χ/ωρου κλπ κλπ όπου το ζητούμενο είναι μια πιο μεσαία χροιά χωρίς απαραίτητα έντονα “ψηλά”. Πολύ συχνά γίνονται συζητήσεις σχετικά με την ευπάθεια των μικροφώνων ταινίας από την εξωτερική 48 βολτ τροφοδοσία.....η αλήθεια είναι πως υπάρχει μια δόση "αστικού" μύθου (τουλάχιστον σε ότι αφορά τα σημερινά μικρόφωνα).....στην πραγματικότητα τα προβλήματα που δημιουργούνται με το standard 48V Phantom Power και κάποια μικρόφωνα έχουν να κάνουν με το ballancing stage του ίδιου του μικροφώνου και της προενίσχυσης αλλά και (κυρίως) από λάθη στην καλωδίωση (καλώδια που εφάπτονται μεταξύ τους στα σημεία ένωσης με το βύσμα, λανθασμένες ενώσεις ή ακόμα και ασύμβατες σχεδιάσεις σε ότι αφορά το pin out). Υπό νορμάλ συνθήκες τα μικρόφωνα ταινίας δεν έχουν πρόβλημα από την ύπαρξη P48V (δεν αναφέρομαι σε αυτά που έχουν active προενισχυτικό κύκλωμα) ειδικά αυτά που χρησιμοποιούν μετασχηματιστή εξόδου . Το Hot Pluging όμως με την παρουσία P48V ΜΠΟΡΕΙ να αποτελέσει πρόβλημα για τα ribbon μικρόφωνα καθώς υπάρχει η πιθανότητα να μην έρθουν σε ταυτόχρονη επαφή τα pin των βυσμάτων. Και σε αυτή την περίπτωση δεν σημαίνει απαραίτητα καταστροφή, γιατί και πάλι παρεμβάλεται ο μετασχηματιστής εξόδου. Αυτό που αποτελεί πραγματικό πρόβλημα είναι η ύπαρξη mic patch panel (πχ ένα patch bay στο οποίο καταλήγουν όλα τα mic inputs) με υποδοχείς για TRS βύσματα (είτε με την μορφή 1/4" είτε bantam). Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει πάντα να συνδέουμε χωρίς την παρουσία P48V ακριβώς γιατί στα συγκεκριμένα βύσματα τα διαφορτικά pin έρχονται σε επαφή μεταξύ τους καθώς εισέρχεται το βύσμα στο patch και έτσι στιγμιαία θα πάει ρεύμα εκεί που δεν πρέπει....... Προβληματικές με ribbon μικρόφωνα είναι εναλλακτικές μορφές τροφοδοσίας που χρησιμοποιούν τα pin 2 & 3 Σε γενικές γραμμές πάντως είναι φρόνιμο και προτιμότερο να προσέχουμε και να μην "στέλνουμε" phantom power εκεί που δεν χρειάζεται..... budget mics: διαφορές, υπέρ και κατά, και all around μικρόφωνα. Σε όλες αυτές τις κατηγορίες υπάρχουν εδώ και πάρα πολλά χρόνια κλασσικές υλοποιήσεις που έχουν αποδείξει εδώ και χρόνια την αξία τους στα στούντιο ηχογραφήσεων παγκοσμίως. Τα τελευταία χρόνια όμως και με την έκρηξη του project-home recording έχουν κάνει την εμφάνιση τους άπειρες επιλογές για πολύ πιο οικονομικά μικρόφωνα....πολλές φορές επίσης δεν υπάρχει η δυνατότητα για την ύπαρξη πολλών επιλογών σε μικρόφωνα και τότε μιλάμε για μια επιλογή 2-3 all around μικροφώνων............ας ρίξουμε λοιπόν πρώτα μια ματιά σε αυτή την τεράστια γκάμα επιλογών, στις επιλογές που υπάρχουν σε κάθε κατηγορία, στις διαφορές και σε τι πρέπει να προσέχουμε σε μια τέτοια επιλογή (ειδικά όταν μιλάμε για περιορισμένο μπάτζετ)....όπως είναι λογικό θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα η κατηγορία των πυκντικών μικροφώνων καθώς συγκεντρώνουν το σύνολο σχεδόν των χαρακτηριστικών που δικαιολογούν τον τίτλο “all around” Κατ'αρχάς "φθηνά" δεν σημαίνει (απαραίτητα) "κακά" μικρόφωνα ...δυστυχώς όμως είναι από τους πιο αξιοκρατικούς χώρους σε ότι αφορά την τιμή (αν αφαιρέσουμε φυσικά τα "άκρα" είτε αυτά είναι τρομερά χρηστικά κινέζικα ribbon των 100 ευρώ είτε ένα "μπαρουτοκαπνισμένο" U47 πενήντα ετών που "κοστολογείται" 10000 ευρώ ) Πυκνωτικά vs Δυναμικά vs Ribbon Από την στιγμή που μιλάμε για all around μικρόφωνο θα θεωρήσουμε ως δεδομένο πως μας ενδιαφέρει ένα μικρόφωνο με καλή απόκριση στο σύνολο σχεδόν του ακουστού συχνοτικού φάσματος......με αυτό σαν δεδομένο τα πυκνωτικά μικρόφωνα με το ευρύ και (σχεδόν) flat freq response έχουν φυσικά τον πρώτο λόγο... Στις πιο φθηνές κατηγορίες βέβαια τα πυκνωτικά μικρόφωνα μπορούν να είναι αρκετά προβληματικά και κακόηχα είτε λόγω υψηλού self noise, είτε λόγω κατασκευαστικών προβλημάτων (resonances που αναπτύσονται λόγω κακής σχεδίασης του θόλου της κάψας κλπ) είτε απλά λόγω κακών και φθηνών υλικών και έλειψης σοβαρού ποιοτικού ελέγχου. Ένα άλλο μείον είναι πως όλο και περισσότεροι κατασκευαστές μικροφώνων (φθηνών και ακριβών) επιλέγουν να φτιάχνουν πυκνωτικά μικρόφωνα με ιδιαίτερα έντονο και τονισμένο υψηλοσυχνοτικό περιεχόμενο, χαρακτηριστικό που τα κάνει εντυπωσιακά μεν στο πρώτο άκουσμα, ιδιαίτερα κουραστικά δε και πολλές φορές ακατάλληλα για κάποιες χρήσεις. Από την άλλη υπάρχει μια συγκεκριμένη κατηγορία δυναμικών μικροφώνων η οποία προέρχεται από τον χώρο του broadcast και έχει διευρυμένη και αρκετά επίπεδη συχνοτική απόκριση (με κύριο χαρακτηριστικό την διάυγεια στην μεσαία και χαμηλή περιοχή και την απουσία - με ένα χαρακτηριστικό roll off - ενοχλητικών υψηλών)...αυτό σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα θετικά των δυναμικών (χαμηλό self noise, υψηλές αντοχές SPL) τα καθιστούν ιδανική επιλογή σε πολλές περιπτώσεις....στα μείον η ύπαρξη ενός μόνο πολικού διαγράμματος (όχι απαραίτητα σοβαρό μείον) η μικρή σχετικά ευαισθησία (για πιο ήσυχες πηγές) και οι αρκετά υψηλές τιμές....κυριώτεροι εκπρόσωποι το SM7b Shure, RE-20 ElectroVoice και αρκετά της Heil Τέλος τα Ribbon αν και έχουν να παρουσιάσουν πολύ όμορφες και χρηστικές ιδιαιτερότητες (ασχέτως τιμής) μάλλον βγαίνουν εκτός συναγωνισμού λόγω περιορισμένου συχνοτικού εύρους (σε αυτή τη κατηγορία τιμής) αλλά και λόγω "ευαισθησίας" σε συγκεκριμένες χρήσεις.....(με πολύ απλά λόγια χαλάνε εύκολα) Μεγάλου διαφράγματος vs Μικρού διαφράγματος Ας υποθέσουμε πως έχουμε καταλήξει στην επιλογή κάποιου πυκνωτικού μικροφώνου......το πρώτο ερώτημα είναι σίγουρα "μικρού ή μεγάλου διαφράγματος?" Σε γενικές γραμμές κυκλοφορεί η άποψη πως τα πυκνωτικά μικρόφωνα μεγάλου διαφράγματος έχουν καλύτερη συχνοτική απόκριση απ'ότι τα αντίστοιχα μικρού....αυτό λοιπόν δεν ισχύει...ή τουλάχιστον όχι ακριβώς. Η βασική τους διαφορά είναι ότι λόγω διαφοράς στην πίεση του αέρα που χρειάζεται για να τα θέσει σε κίνηση - λειτουργία, τα μικρόφωνα με μικρό διάφραγμα είναι πιο ευαίσθητα και κατά συνέπεια έχουν πιο γρήγορη και ακριβή απόκριση στις δυναμικές - transients της ηχτικής πηγής καθιστώντας τα πιο λεπτομερή αλλά και πιο "εύκολα" στο να υπεροδηγηθούν και να παραμορφώσουν τον ήχο.....Από την άλλη τα μικρόφωνα μεγάλου διαφράγματος είναι πιο αναίσθητα και αργά στην απόκριση των δυναμικών, "αμβλύνωντας" έτσι τις αιχμές της ηχτικής πηγής και κάνοντας την πιο "στρόγγυλη" (σε ότι αφορά τις δυναμικές όπως αυτές μεταφέρωνται από την κίνηση του αέρα) ενώ παράλληλα και για τον ίδιο λόγο "κινδυνεύουν"πολύ λιγότερο να υπεροδηγηθούν και να παραμορφώσουν από μια απότομη αύξηση της πίεσης. Ουσιαστικά λοιπόν αυτή η σχετική "αναισθησία" των μικροφώνων μεγάλου διαφράγματος στον συγκεκριμένο τομέα (transient response) είναι που δίνει την εντύπωση μια πιο "πλούσιας" συχνοτικής απόκρισης.....στην πράξη και οι δύο περιπτώσεις έχουν τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία τους...ένα μικρόφωνο μικρού διαφράγματος θα αναδείξει την λεπτομέρεια σε μια ηχητική πηγή με έντονες και γρήγορες δυναμικές (πχ ένα κρουστό όργανο, πιάτα, ακουστικά έγχορδα κλπ) αλλά δεν θα καταφέρει να κολακέψει μια φωνή όπως ένα μικρόφωνο μεγάλου διαφράγματος το οποίο θα "στρογγυλέψει" τις έντονες αιχμές της αλλά πιθανότατα θα την κάνει πιο πλούσια στα χαμηλομεσαία λόγω proximity effect..... τό ζήτημα είναι λοιπόν πως οριοθετούμε εμείς τον όρο all around με βάση τις ανάγκες μας Tube vs Transistor...ή μήπως FET? ....αυτό και αν έχει βασανίσει τις ψυχές των pro & home recordists ανά τον κόσμο..... Όπως σε όλους τους τομείς των ηλεκτρονικών κυκλωμάτων έτσι και στα μικρόφωνα κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 50 οι λυχνίες άρχισαν να αντικαθίστανται μαζικά από τα τρανζίστορ...αυτό είχε ώς αποτέλεσμα από την μία πλευρά να συνηδητοποιήσει (αλλά και να “μυθοποιήσει”) ο audio κόσμος αυτό που ως τότε θεωρούταν δεδομένο, δηλαδή την ιδιαίτερη (μουσική και εύηχη) συμπεριφορά των κυκλωμάτων λυχνίας αλλά και ταυτόχρονα να δημιουργηθεί μια νέα κατηγορία τρανζίστορ σχεδιάσεων με νέα επίσης ιδιαίτερα χαρακτηριστικά πολλές από τις οποίες πολύ σύντομα έγιναν “κλασσικές” (πχ U87, UM70 κλπ) Νομίζω πως η ουσία είναι να προσπαθήσουμε να συνηδητοποιήσουμε πρώτα τις διαφορές ανάμεσα στις 2 σχεδιάσεις (και ως πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα) οι οποίες συνατώνται και σε πυκνωτικά μικρόφωνα μεγάλου διαφράγματος αλλά και σε μικρού (και σε ribbon...αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία).....Κατ'αρχάς ηχητικά... Οι διαφορές λοιπόν έχουν να κάνουν κυρίως με την συμπεριφορά των προενισχυτικών κυκλωμάτων όταν αυτά υπεροδηγούνται (clipping) και ως ένα βαθμό με την συμπεριφορά συγκεκριμένων λυχνιών (αλλά και FET transistor κυκλωμάτων) τόσο συχνοτικά όσο και κυρίως σε σχέση με το transient response (σε γενικές γραμμές κάποια συγκεκριμένα valve mics έχουν πολύ πλούσια "χαμηλομεσαία" περιοχή και πολύ smooth transient response -αποτέλεσμα του συνδυασμού συγκεκριμένης κάψας με συγκεκριμένη λυχνία και κύκλωμα γενικότερα - πχ U47 (με Μ7 και VF14). Επειδή αυτοί οι συνδυασμοί είναι έξω από την "κατηγορία" που μας ενδιαφέρει ας ασχοληθούμε με το θέμα analog clipping.... Eτσι όταν ένα κύκλωμα με λυχνία υπεροδηγήται έχει τελείως διαφορετική συμπεριφορά από αυτή ενός αντίστοιχου μόνο με transistor....για πολλούς αυτή ακριβώς η προσθήκη αρμονικής παραμόρφωσης και το ελαφρύ συχνοτικό αλλά και tranient compression του σήματος είναι μουσικά όμορφο και άκρως επιθυμητό...για άλλους πάλι όχι.....για άλλους είναι εξίσου "μουσικό" το clipping ενός FET κυκλώματος και πάει λέγοντας......μια συμβουλή ΜΗΝ θεωρείτε ως δεδομένο ότι "αφού είναι λάμπα είναι καλό" ή "θα μου αρέσει"......ακούστε, πειραματιστείτε και αποφασίστε μετά......ειδικά σε νεώτερες γενιές (και ολόκληρα μουσικά ιδιώματα) αυτό το ηχόχρωμα μπορεί να είναι ακόμη και "ξένο σώμα"....και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό.....κακό είναι να υιοθετεί κάποιος απόψεις και γούστα μόνο και μόνο γιατί το λένε "όλοι οι άλλοι" Ειδικά σε ότι αφορά τα μικρόφωνα λυχνίας η αγορά κατακλύζεται από άπειρες επιλογές μικρού και μεγάλου διαφράγματος, νέων και παλαιών σχεδιάσεων και από πολύ ακριβά έως πολύ φθηνά από μαζικές γραμμές παραγωγής σε χώρες της Ασίας. Σε πιο πρακτικό επίπεδο και σε αυτήν (κυρίως) την χαμηλότερη κατηγορία τιμής (μαζική παραγωγή) τα μικρόφωνα λυχνίας έχουν και κάποια πιο συγκεκριμένα "θέματα" (ειδικά στις ΠΟΛΥ φθηνές εκδοχές).... Πρώτα απ'όλα η ίδια η επιλογή των λυχνιών (τύπος και ποιοτικός έλεγχος). Στα περισσότερα "πολύ φθηνά" μικρόφωνα χρησιμοποιούνται λυχνίες που ως τύπος δεν είναι η καταλληλότερη επιλογή για την συγκεκριμένη χρήση ενώ και η έλειψη ποιοτικού ελέγχου επιβαρύνει την κατάσταση (υψηλά επίπεδα self noise, microphonics).....όσο ανεβαίνουμε κατηγορία τιμής τα πράγματα βελτιώνωνται σημαντικά και υπάρχουν αρκετές καλές αλλά και οικονομικές επιλογές Επίσης πολλές φορές προβληματικά είναι τα φθηνά υλικά ειδικά σε ότι αφορά την τροφοδοσία αλλά ακόμη και το ίδιο το σασσί (θερμοκρασία, προστασία της λυχνίας από κραδασμούς κλπ).... Νομίζω πως είναι αρκετά λογικό να μην θεωρεί κάποιος πως με 200 ευρώ θα πάρει το αντίστοιχο ενός Μ149, ενός C12, ενός Wunder ή ενός Brauner......παρ'όλα αυτά όπως έγραψα και πιο πρίν τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα στην κατηγορία 700 - 1500 ευρώ...η άποψη μου? Αν αποφασίσετε πως είσαστε Tube Mic guys....κάντε λίγο οικονομία και υπομονή μέχρι να μαζέψετε αρκετά χρήματα για ένα πραγματικά αξιοπρεπές και αλλά πάνω από όλα χρήσιμο μικρόφωνο λυχνίας. Fixed Pattern vs Multi pattern Κατ'αρχάς το ζήτημα είναι αν σε ένα home recording περιβάλλον πρόκειται ή μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι δυνατότητες που προσφέρουν τα επιπλέον πολικά διαγράμματα.....αυτό μάλλον έχει να κάνει με την ίδια την ηχητική πηγή, την γνώση και την εμπειρία του χειριστή αλλά και την ακουστική του χώρου. Εννοείται πως σε ένα πραγματικό recording περιβάλλον η ύπαρξη της δυνατότητας επιλογής μεταξύ διαφορετικών πολiκών διαγραμμάτων σε ένα μικρόφωνο είναι απαραίτητη και ουσιαστικό πλεονέκτημα - “όπλο” στα χέρια του sound engineer. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τα διαφορετικά πολικά διαγράμματα έχουν και σημαντικές διαφορές σε ότι αφορά την συχνοτική απόκριση ενός μικροφώνου, έτσι ουσιαστικά μπορούν να δουλέψουν και σαν ένα είδος ισοστάθμισης. Ας δούμε όμως τι συμβαίνει σε ένα πρότζεκτ ή home studio: Σε γενικές γραμμές αν μιλάμε για close mic'ed καταστάσεις το στάνταρτ καρδιοειδές διάγραμμα είναι συνήθως αρκετό στο να καλύψει ικανοποιτικά όλες τις ανάγκες ενός home studio ενώ πολλές φορές κάποια άλλα πολικά διαγράμματα (πχ figure 8 μπορεί να αναδείξουν "ανεπιθύμητες" παρεμβάσεις της κακής ακουστικής ενός χώρου. Τέλος η ύπαρξη ενός ακόμη επιπλέον κυκλώματος στην διαδρομή του σήματος (όπως αντίστοιχα ισχύει και για το Low cut ή και για το pad) ακόμη και αν είναι χρήσιμα επιβαρύνουν την ακεραιότητα του ειδικά όταν η σχεδίαση και υλοποίηση τους δεν βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα....Αναφέρομαι φυσικά και πάλι κυρίως στο πιο χαμηλό (σε ότι αφορά την τιμή) τμήμα της κατηγορίας... |
-
Περί μικροφώνων
Feedback χρήστη
Πρόταση
Δεν υπάρχουν σχόλια.
Δημιουργήστε λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε
Πρέπει να είστε μέλος για να αφήσετε σχόλιο
Δημιουργήστε λογαριασμό
Γραφτείτε στην παρέα μας. Είναι εύκολο!
Δημιουργία λογαριασμούΣύνδεση
Έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.
Σύνδεση